Μία νέα εποχή αρχίζει για τους κινηματογραφιστές στην Κούβα, σύμφωνα με ένα άρθρο δημοσιευμένο στους New York Times [en]. Το ρεπορτάζ αφηγείται την ιστορία του Sebastián Miló, ενός κουβανού σκηνοθέτη που “μόλις που είχε αρκετά χρήματα για τα καύσιμα του παλιού λεωφορείου που μετέφερε την ομάδα του στο γύρισμα κάθε μέρα, πόσο μάλλον για να πληρώνει κανονικό μισθό τους ηθοποιούς”.
Αλλά ο Miló (…) 33 ετών, είχε μία Canon 5D και μία ιστορία να αφηγηθεί. Έτσι, μέσα σε μια τρελλή εβδομάδα το Μάιο του 2011, γύρισε τον “Camionero” (Φορτηγατζής), μία ταινία 25 λεπτών για έναν από τους τρόφιμους του καταυλισμού όπου χιλιάδες Κουβανοί συνήθιζαν να περνάνε μεγάλο μέρος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσής τους.
Ο blogger και κριτικός κινηματογράφου Juan Antonio García Borrego τον Αύγουστο του 2011 σημείωνε:
Δεν είναι μόνο η προσπάθεια να διδάξεις στους ανθρώπους να χειρίζονται έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, αλλά να τους ενθαρρύνεις να διατηρήσουν αυτές τις τεχνολογίες με δημιουργικό και απελευθερωτικό πνεύμα. Πώς να το πετύχεις; Εδώ βρίσκεται η λεπτομέρεια, όπως θα έλεγε κι ο μεγάλος φιλόσοφος της ζωής Cantinflas.
Όπως φαίνεται, οι καθιερωμένοι κινηματογραφιστές αλλά και οι νέοι Κουβανοί δημιουργοί έχουν ξεκινήσει να οικειοποιούνται τις νέες τεχνολογίες για τη μείωση του κόστους παραγωγής οπτικοακουστικών μέσων και για τη διήγηση ιστοριών που με άλλο τρόπο δεν θα έβλεπαν ποτέ τα φώτα της δημοσιότητας.
Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης το 2010 της διάσημης ταινίας “El Benny”, ο σκηνοθέτης της, Jorge Luis Sánchez, σημείωσε:
Με την ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας είναι δυνατόν να έχουμε πρόσβαση σε κάμερες και ηλεκτρονικούς υπολογιστές όπου μπορούμε να επεξεργαστούμε το υλικό και στο βαθμό που μας επιτρέπεται η πρόσβαση, μπορούμε να ονειρευόμαστε και να βγάζουμε στο φως το σκηνοθέτη που όλοι κρύβουμε μέσα μας.
Στο άρθρο των New York Times επίσης κάνει αναφορά στον Carlos Lechuga, κινηματογραφιστή 29 ετών και δημιουργού του Melaza, μία ταινία που, κατά την κρίση του Κουβανού κριτικού Dean Luis Reyes διηγείται “μία νέα ιστορία τυπικής επιβίωσης του εθνικού κινηματογράφου”.
Ο Aldo και η Mónica επιβιώνουν βάζοντας τη σχέση τους πάνω απ’ όλα. Είναι ένα όμορφο και πληθωρικό ζευγάρι που υπερασπίζεται το σπίτι τους απ’ όπου λείπουν τα πάντα εκτός από στοργή. Η κοινωνική τους σφαίρα είναι κομμάτι αυτού του απέραντου σύμπαντος: αυτή ελέγχει τα αποθέματα και επιθεωρεί τα κεντρικά μηχανήματα μιας εγκατάστασης παραγωγής ενέργειας όπου πηγαίνει να “δουλέψει” κάθε μέρα, αυτός διδάσκει σε ένα ετοιμόρροπο σχολείο σε μια χούφτα παιδιών δίνοντας μαθήματα κολύμβησης σε μια άδεια πισίνα.
Το έργο ανακηρύχθηκε νικητής σε διάφορες εκδηλώσεις κερδίζοντας βραβεία, όπως το Hubert Bals για την ανάπτυξη του σεναρίου, το Cinergia για πρωτοεμφανιζόμενη παραγωγή και το πρόγραμμα Ibermedia, που του επέτρεψαν “να αντιμετωπίσει κατά κάποιο τρόπο το ζήτημα της χρηματοδότησής του”, δήλωσε ο Lechuga.
“Οι Κουβανοί κάνουν ταινίες μεγάλου μήκους και μικρού μήκους, ντοκιμαντέρ και ταινίες κινουμένων σχεδίων συχνά με τίποτα περισσότερο από μερικούς φίλους και ορισμένες ομάδες χαμηλού προϋπολογισμού – και με λίγη βοήθεια από το κράτος και της Κούβας και του Κουβανικού Ιδρύματος Τέχνης και Βιομηχανίας Κινηματογράφου”, καταλήγουν οι New York Times.