Στο μπαρουτοκαπνισμένο Χαλέπι, πουθενά δε νιώθεις καλύτερα παρά στο σπίτι σου

Photo by Flickr user Vincent Ferron (CC BY-NC 2.0)

Φωτογραφία: Flickr, χρήστης Vincent Ferron (CC BY-NC 2.0)

Η δημοσίευση αυτή αποτελεί τμήμα ενός ειδικού αφιερώματος από άρθρα της blogger και ακτιβίστριας Marcell Shehwaro, η οποία περιγράφει την πραγματικότητα της ζωής στη Συρία κατά τη διάρκεια της συνεχιζόμενης ένοπλης διαμάχης μεταξύ των δυνάμεων υπέρ του τωρινού καθεστώτος και αυτών που αποζητούν την κατάρρευσή του.

Πολύ λίγοι Σύριοι δεν έχουν υποστεί αναγκαστικό εκτοπισμό. Το να πρέπει να μετακομίσεις από ένα μέρος σε ένα άλλο, εγκαταλείποντας το απτό παρόν, ενώ αναμασάς αναμνήσεις ξανά και ξανά, έως ότου ξεφτίσουν. Και όπως πολλοί Σύριοι, έχω κι εγώ μια ιστορία, που αφορά σπίτια. “Ευτυχώς”, πρέπει να προσθέσω, γιατί εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι το μόνο που έχουν πλέον είναι ένα κρύο αντίσκηνο.

Σε όλη μου την προηγούμενη ζωή, “πριν από την επανάσταση”, εννοώ, έζησα σε ένα σπίτι, ένα ωραίο οικογενειακό σπίτι. Οι γονείς μου μετακόμισαν εκεί, όταν η μητέρα μου ήταν έγκυος σε μένα. Ένα μικρό σπίτι σε μια από τις καλύτερες γειτονιές του Χαλεπίου, όπου έζησα για 28 χρόνια, κατά την πλειονότητα των οποίων μοιραζόμουν ένα δωμάτιο με τη μεγαλύτερη αδερφή μου.

Στο σπίτι μας κυριαρχούσε το πράσινο. Η μητέρα μου, που λάτρευε αυτό το χρώμα, κυρίευσε με αυτό το δωμάτιό μας: καλοκαιρινά σεντόνια και χειμερινά καλύμματα, κουζίνα, μπάνιο και τα περισσότερα από τα μικρά μπιμπελό. Όσο για μένα και τον πατέρα μου, αγωνιζόμαστε για χώρο στα ράφια για να χωρέσουμε τα βιβλία μας σε όλο το σπίτι.

Είκοσι οκτώ χρόνια ζούσα στο ίδιο σπίτι. Κι αυτό είχε αποτέλεσμα να αναπτύξω παράξενες συνήθειες, όπως το να καταφέρνω να κοιμάμαι ακόμη και στις πιο θορυβώδεις στιγμές, γιατί συνήθισα τους θορύβους του πολυσύχναστου δρόμου έξω.

Το άφησα πριν από περίπου δύο χρόνια, όταν ταξίδεψα στο Ηνωμένο Βασίλειο για να σπουδάσω για μεταπτυχιακό. Γέμισα μόνο δύο μεγάλες βαλίτσες με ρούχα, σκεπτόμενη ότι θα επέστρεφα για να πάρω τα υπόλοιπα πράγματα. Πόσο λάθος έκανα.

Λίγο μετά την αναχώρησή μου, έγινα μια από τους εκατοντάδες χιλιάδες ακτιβιστές, που καταζητούνταν από διάφορους κλάδους της κρατικής ασφάλειας λόγω της πολιτικής μου δραστηριότητας. Προσωπικό της κρατικής ασφάλειας επισκέφτηκε το οικογενειακό μας σπίτι δύο φορές και ευτυχώς δεν βρήκαν κανέναν εκεί. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, κατέστησε τρελό ρίσκο κάθε απόπειρά μου να επισκεφτώ το σπίτι μας, σχεδόν αυτοκτονία.

Πριν φύγει η μεγαλύτερη αδερφή μου στην Τουρκία – λόγω της απειλής που αντιμετώπιζε, απλώς και μόνο επειδή ήταν “αδερφή μου” – έβαλε τη ζωή μας σε κουτιά. Φωτογραφίες μας, βιβλία μας, φωτογραφίες των γονιών μου (το μόνο που μας έχει απομείνει από αυτούς), τα ερωτικά τους γράμματα, τα ρούχα τους, τα ρούχα μας, τα παιδικά μας παιχνίδια, τα πράσινα στολίδια του σπιτιού μας, τα γυναικεία πράγματα, που μου αγόρασε η μητέρα μου κάποτε, όταν ήλπιζε πως θα παντρευτώ μια μέρα, το ρολόι του πατέρα μου, το οποίο υποσχέθηκα ότι θα δώσω στον άντρα, που θα αγαπούσα όσο και τον πατέρα μου. Ακόμα κι αν βρήκα τελικά αυτόν τον άντρα, την πάτησα την υπόσχεση: το ρολόι κάθεται εκεί σε ένα κουτί κάπου μαζί με αντίγραφα του βιβλίου, που κάποτε δημοσίευσα, αλλά δεν έχω καν ούτε ένα αντίγραφό του σήμερα.

Ολόκληρη η προηγούμενη ζωή μου είναι στοιβαγμένη σε κουτιά, ταπεινά κουτιά που δεν δηλώνουν το μεγαλοπρεπές τους περιεχόμενο. Κι όπως κι εμείς, τα κουτιά μας περιμένουν την ευκαιρία για λύτρωση ή να καούν από εχθρικό πύραυλο ή φιλικό, δεν έχει σημασία. Ή ίσως παραβιαστούν, όπως όλα σε αυτήν τη χώρα, κλεμμένα από έναν τρελό, κρυμμένο πίσω από το όπλο του.

Μετά από αυτά τα 28 χρόνια, η εμπειρία μου με σπίτια περνά μια απότομη παράκαμψη, γιατί έχω ήδη κοιμηθεί σε σχεδόν 50 σπίτια τα τελευταία δύο χρόνια.

Τα πρώτα Χριστούγεννα μετά την αρχική αναχώρησή μου, γνωρίζαμε καλά ότι ήμουν καταζητούμενη από την κρατική ασφάλεια, αλλά πήρα το ρίσκο να ξεγλιστρήσω πίσω στην πόλη μου, το Χαλέπι. Και για να γλιτώσω από τις δυνάμεις ασφαλείας, κοιμόμουν σε 20 διαφορετικά σπίτια, ένα σπίτι κάθε μέρα. Συναντούσα κρυφά την αδερφή μου σε φίλους, φιλώντας τυχαία τα παιδιά της, χωρίς να μπορώ να τους εξηγήσω την αορατότητά μου και τη σημασία της μυστικότητας των συναντήσεών μας.

Κινούμουν κάθε μέρα με μια βαλίτσα και το λάπτοπ μου, “που δεν έπρεπε να περιέχει κάτι, που θα μπορούσε να με καταδικάσει στα σημεία ελέγχου του καθεστώτος”. Πήγαινα από το ένα σπίτι στο άλλο και με ακολουθούσαν τα απορημένα, μάλλον τρομαγμένα βλέμματα των γονέων των φίλων μου, τους οποίους δεν μπορώ να κατηγορήσω.

Τελικά, όλη αυτή η περιπλάνηση ήταν μάταια, καθώς δεν άμβλυνε τον επικείμενο κίνδυνο από την κρατική ασφάλεια. Οι νυχτερινές επισκέψεις μου έγιναν ο λόγος για να κληθούν οι φίλοι μου για ανάκριση. Σε αυτό το σημείο, αποφάσισα να εγκαταλείψω αυτό το μέρος της πόλης και να μην επιστρέψω ποτέ ξανά, αφήνοντας πίσω τους αγαπημένους μου για να ξεκινήσω μια νέα ζωή στην άλλη πλευρά, την απελευθερωμένη από τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό.

Μια νεαρή γυναίκα που ψάχνει ένα σπίτι για να ζήσει μόνη της, μια ξένη με διαφορετική θρησκεία και διαφορετική ενδυμασία. Μια άοπλη γυναίκα ανάμεσα σε πολλούς οπλισμένους, που μπορεί να κάνουν κατάχρηση αυτών των όπλων. Νέοι φόβοι που πρέπει να αντιμετωπίσω τώρα, ως γυναίκα ακτιβίστρια, που επιλέγει να ζήσει μόνη της.

Τότε βίωσα την πρώτη σύγκρουση με κάθε πεποίθησή μου: σε μια πολεμική κοινωνία, είμαι μια ευάλωτη γυναίκα, που χρειάζεται προστασία από έναν άνδρα. Η ιδέα από μόνη της είναι τρομακτική και εξουθενωτική.

Με τους συντρόφους επαναστάτες μου, αποφασίσαμε να ψάξουμε για διαμερίσματα στο ίδιο κτίριο, ώστε να μπορέσουν να έρθουν γρήγορα, αν χρειαζόμουν βοήθεια. Τότε μοιραστήκαμε για λίγο έναν χώρο διαβίωσης στην Alzibdiya. Το σπίτι μου στην Alzibdiya ήταν ένα διαμέρισμα του τέταρτου ορόφου, από μόνο του επικίνδυνο λόγω αεροπορικών επιθέσεων. Ήταν ένας άδειος χώρος μόνο με μια παλιά τηλεόραση, που δεν λειτουργούσε τις περισσότερες φορές λόγω διακοπών ηλεκτρικού ρεύματος, μερικά στρώματα στο πάτωμα και ένα κακό κρεβάτι στο δωμάτιο, που τα παιδιά αποφάσισαν ότι θα ‘ναι δικό μου. Είχαμε επίσης μια μικρή κουζίνα, που κατάφερα να τους πείσω να αγοράσουν, μετά από μεγάλη επιχειρηματολογία σχετικά με την ανάγκη του να τρώμε σπιτικό μαγειρεμένο φαΐ αντί σάντουιτς, που αγόραζαν καθημερινά.

Σε αυτό το σπίτι, έμαθα να μαγειρεύω μεγάλες ποσότητες φαγητού, αρκετού για να ταΐσω δέκα φίλους μου. Σε αυτό το σπίτι, έμενα ξύπνια ως αργά μιλώντας για πολιτική και προσωπικές ιστορίες των οικογενειών μας. Έμαθα για τις δικές του κι αυτοί γνώρισαν τη δική μου. Μαζί δακρύσαμε πολλά δάκρυα στο μπαλκόνι και περιμέναμε με αγωνία τους τρελούς απερίσκεπτους φίλους μας. Σε αυτό το πολυσύχναστο σπίτι, πάντα γεμάτο με άστεγους ακτιβιστές, έμαθα πώς στην εποχή του πολέμου εξαφανίζεται εντελώς η ιδιωτική ζωή κάποιου.

Έπρεπε να φύγουμε γρήγορα λόγω των ενοχλημένων γειτόνων και της άφιξης του ISIS σε αυτήν τη γειτονιά. Και οι δύο ήταν πρωταρχικοί λόγοι για να ξαναρχίσουμε το κυνήγι για ένα νέο σπίτι. Καταφέραμε να βρούμε δύο διαμερίσματα στο ίδιο κτίριο και μετακόμισα σε ένα σπίτι στην Αλ Μασχάντ μόνη μου. Η φροντίδα των φίλων μου δεν σταμάτησε ποτέ και φαινόταν ακόμη και στις μικρότερες λεπτομέρειες, όπως στη λίστα με τα ψώνια. Αυτό το σπίτι είχε μια αυλή, την οποία είχα διακοσμήσει με γιασεμί. Αγόρασα κουρτίνες και ντουλάπια για αυτό το σπίτι και αποφάσισα να το λέω “σπιτικό μου”. Όπως κάθε Σύριος, έψαχνα κάτι πιο προσωπικό και πιο οικείο από μια κινούμενη βαλίτσα.

Σε αυτό το σπίτι έστησα λαθραία ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο για να γιορτάσω με φίλους, παρά το ISIS. Σε αυτό το σπίτι, με έκανε να κλαίω το κρύο, καθώς όλα τα παράθυρα ήταν σπασμένα και όλες οι προσπάθειές μου να το κάνω πιο ζεστό απέτυχαν. Και όπως παραδόθηκα στην ψευδαίσθηση ότι αυτό το σπίτι θα γινόταν πραγματικά το σπιτικό μου, μια περιπολία του ISIS με σταμάτησε σε έναν κοντινό δρόμο. Τη γλίτωσα ως εκ θαύματος με τη βοήθεια και το θάρρος φίλων στον Ελεύθερο Συριακό Στρατό. Για την ασφάλειά τους και τη δικό μου, επιστρέψαμε στο να κινούμαστε μεταξύ σπιτιών φίλων για να αποφύγουμε το ISIS.

Τότε πέρασα λίγο χρόνο μετακινούμενη μεταξύ Χαλεπίου-Γκαζιαντέπ, λίγα ρούχα εδώ και εκεί. Κάποια στιγμή, είχα τσάντες με ρούχα σε έξι διαφορετικά σπίτια, μια πρακτική που κατέληξε να μου σώσει τη ζωή. Και μετά την τελική απελευθέρωση του Χαλεπίου από το ISIS, επιστρέψαμε στο σημείο μηδέν, αναζητώντας ένα νέο σπίτι.

Τους είπα ότι έψαχνα ένα σπίτι, που να έμοιαζε με της οικογένειάς μου. Ψάχναμε και ψάχναμε, μέχρι που το βρήκαμε, όμορφο κι ωραίο. Ήταν ένα σπίτι νεόνυμφων, που έπρεπε να φύγουν να γλιτώσουν στην Τουρκία. Τους είπα ότι μπορούσαν να βάλουν όλα τα αγαπημένα τους πράγματα σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο και υποσχέθηκα να σεβαστώ τις αναμνήσεις τους εκεί. Κι έτσι έγινε.

Πέρασα δύο μήνες σε αυτό το σπίτι, έως ότου συνελήφθην από την ταξιαρχία του Δήμου Χαλεπίου, επειδή αρνήθηκα να φορέσω μαντήλα. Έγινε επιδρομή στο σπίτι την ίδια μέρα και οι φίλοι μου ένιωθαν ότι έπρεπε να φύγω από το Χαλέπι, και πάλι – πάλι – έπρεπε να φύγω και να μην ξαναγυρίσω.

Σήμερα, ζω σε ένα δωμάτιο, που δεν μπορώ να κάνω μεγαλύτερο, και, πιθανώς ως ένδειξη της νοσταλγίας μου, το έκανα όλο πράσινο, ονειρευόμενη ακόμα, όπως όλοι οι Σύριοι, να επιστρέψω στις στοιβαγμένες κούτες μου, στα υπάρχοντά μου, σε ένα μέρος σε αυτό το σύμπαν, που να αποκαλώ με ασφάλεια “σπιτικό”, για να ζήσω ξανά εκεί και να επιστρέψω στις ρίζες μου και στην ιστορία μου.

Η Marcell Shehwaro γράφει στο ιστολόγιο marcellita.com και στο Twitter ως @Marcellita, κυρίως στα αραβικά. Μπορείτε να διαβάσετε τις άλλες δημοσιεύσεις της σειράς εδώ.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.