Στις 30 Απριλίου 1944, γύρω στις 2:30 το απόγευμα το χωριό Lipa [hr] στην Κροατία περικυκλώθηκε από ομάδα Γερμανών αξιωματικών των SS [en] και μελών της Βέρμαχτ, καθώς και ιταλικών φασιστικών δυνάμεων. Λέγεται ότι υπήρχαν Τσέτνικ και μέλη της Σλοβένικης Πολιτοφυλακής [en] στην ομάδα και βρίσκονταν υπό τις διαταγές του Aurelio Piese, ηγέτη της φασιστικής στρατιωτικής δύναμης στην Rupa της Κροατίας.
Όρμησαν μες στο χωριό γύρω στις 3 η ώρα και άρχισαν να κλέβουν ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν, ακόμα και ζωντανά. Βίασαν γυναίκες και κορίτσια, σφάγιασαν βρέφη και ηλικιωμένους. Αφότου βασάνισαν και δολοφόνησαν 21 άτομα, συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν με αυτό τον τρόπο να καταστρέψουν το χωριό, οπότε άλλαξαν τακτική. Μάζεψαν όλους τους κατοίκους του χωριού, τους είπαν να μαζέψουν το βιος τους σε έναν μπόγο και διέταξαν τη μεταφορά τους σε στρατόπεδα εγκλεισμού.
Οι Ναζί οδήγησαν τον κόσμο στην οικία Kvartika, στο σπίτι με τον αριθμό 20 στην είσοδο του χωριού, τους είπαν να μπουν μέσα κι έπειτα έριξαν χειροβομβίδες και πυροβόλησαν προς τα εκεί. Η ομάδα έπειτα περιέλουσε το σπίτι με πετρέλαιο και έκαψε όλους όσοι ήταν κλειδωμένοι μέσα.
Δολοφόνησαν 269 άτομα, μεταξύ των οποίων 121 παιδιά, ηλικίας 7 μηνών έως 15 ετών. Οι Ναζί έκαψαν ολόκληρο το χωριό συθέμελα και απομάκρυναν τα απανθρακωμένα πτώματα. Το χωριό Λίπα καταστράφηκε ολοκληρωτικά: και οι 87 κατοικίες και τα 85 λοιπά κτίρια. Από όλους τους κατοίκους που βρίσκονταν εκεί εκείνη την ημέρα, γλίτωσαν μόνο ένας άνδρας και μια γυναίκα.
Η ενέργεια της ομάδας των Ναζί αποτυπώθηκε σε φωτογραφικό φακό από τους αυτουργούς, ως υλικό “καυχησιάς” για τους ανωτέρους και τους φίλους τους. Το φιλμ αργότερα μεταφέρθηκε για εμφάνιση στο φωτογραφικό εργαστήριο του Silvestar Marož στην Ilirska Bistrica της Σλοβενίας, μόλις 17,5 χιλιόμετρα από το χωριό Λίπα. Η αδερφή του έβγαλε διπλά αντίτυπα από τις φωτογραφίες και τις έκρυψε, οπότε διασώθηκαν μετά το τέλος του πολέμου. Όταν τα πάντα είχαν τελειώσει, οι φωτογραφίες τοποθετήθηκαν στη βιτρίνα του φωτογραφείου, μήπως και τις αναγνωρίσει κάποιος. Δεν πέρασε καιρός και κάποιος περαστικός αναγνώρισε το χωριό.
Οι φωτογραφίες αποτελούν πλέον κομμάτι του Κέντρου Μνήμης “Το χωριό Λίπα Θυμάται”, το οποίο εγκαινιάστηκε [hr] στις 8 Μαρτίου 2015. Η έφορος Vana Gović εξηγεί στο Global Voices:
Fotografije zamišljene kao ratne trofeje mi danas koristimo za osudu tog čina. Ostvarili smo dostojanstven tretman memorijalne građe, jer ove potresne fotografije prikazuju se samo ako se pojavi osoba, koja može uspostaviti odnos prema njima. Prostor na katu je intiman, zagušenog osvjetljenja i namijenjen refleksiji, kako bi posjetitelji mogli uspostaviti odnos sa žrtvama i zločinom kojeg su pretrpjeli.
Χρησιμοποιούμε σήμερα φωτογραφίες που θεωρούνταν πολεμικά τρόπαια για να καταδικάσουμε την πράξη αυτή. Έχουμε επιτύχει μια αξιοπρεπή αντιμετώπιση των κειμηλίων, καθώς οι συγκλονιστικές αυτές εικόνες προβάλλονται μόνο και μόνο προκειμένου ο επισκέπτης να δημιουργήσει μια σχέση μαζί τους. Το δωμάτιο στον πρώτο όροφο είναι πολύ προσωπικό: με χαμηλό φωτισμό για περισυλλογή, ώστε οι επισκέπτες να μπορούν να σχετιστούν με τα θύματα και τα εγκλήματα εναντίον τους.
Ένα μουσείο εις μνήμην της φριχτής εκείνης ημέρας
Ο πρόδρομος του τωρινού Κέντρου Μνήμης ήταν το Μουσείο Μνήμης του χωριού Λίπα, που εγκαινιάστηκε το 1968, ενώ η εθνογραφική συλλογή και τα σωζόμενα ερείπια ενσωματώθηκαν το Μάιο του 1969. Το ίδιο κτίριο στέγασε ένα νηπιαγωγείο, έναν παιδικό σταθμό και ένα κέντρο ημερήσιας απασχόλησης για παιδιά από το Λίπα που πήγαιναν σχολεία στα απομακρυσμένα χωριά Ρούπα και Ματούλι. Το μουσείο και το σχολείο βρίσκονταν υπό τη διεύθυνση της Danica Maljavac, δασκάλας ιστορίας και γεωγραφίας, της οποίας η γιαγιά ήταν μια από τους δυο επιζώντες του χωριού και έχει συχνά μιλήσει δημόσια [en] για τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν στο Λίπα.
Το Κέντρο Μνήμης, στην καρδιά του χωριού, αποτελείται από ένα υπόγειο, ένα ισόγειο και έναν όροφο. Το υπόγειο περιλαμβάνει την εθνολογική συλλογή της περιοχής και δεν έχει ανοίξει ακόμα δημόσια, ενώ το ισόγειο και ο πρώτος όροφος είναι ανοιχτά στο κοινό και διηγούνται την φριχτή ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στα Δυτικά Βαλκάνια. Το ισόγειο έχει έναν πολυλειτουργικό χώρο και μια μόνιμη έκθεση με θέμα την ιστορία και τη ζωή στο Λίπα και σε ολόκληρο το καρστ του Λιβόρνο. Πέραν των φωτογραφιών που προσφέρουν ένα ευρύτερο πλαίσιο, οι επισκέπτες μπορούν να παρακολουθήσουν το σλοβένικο ντοκιμαντέρ “Η μέρα που πέθανε το Λίπα”, όπου οι επιζώντες μάρτυρες περιγράφουν την τρομερή μέρα και ακούγονται μαρτυρίες πληροφοριοδοτών. Καθώς το κέντρο προσπαθεί να συνεχίσει την παράδοση του προηγούμενου, το ισόγειο θα χρησιμοποιείται ως κοινόχρηστος χώρος για συναντήσεις, ποικίλες εκθέσεις και άλλες εκδηλώσεις.
Η έφορος Gović αναφέρει:
Stalna izložba u prizemlju posvećena je životu prije i nakon stradanja Lipe, jer namjera je, da svaki posjetitelj iz muzeja izađe sa spoznajom da ovaj tragičan i strašni događaj nije bio ni početak ni kraj Lipljana. Iako je teško stradanje pod nacistima obilježilo ovu zajednicu, riječ je o samo jednoj odrednici njihova identiteta. Kao i češke Lidice i francuski Oradour sur Glane, i Lipu su nacisti u potpunosti uništili i pobili svo stanovništvo koje su zatekli, no Lipa je specifična po tome što je jedina od ta tri mjesta nastavila živjeti.
Η μόνιμη έκθεση στο ισόγειο είναι αφιερωμένη στη ζωή πριν και μετά το μαρτύριο του Λίπα. Πρόθεσή μας είναι κάθε επισκέπτης που έρχεται στο μουσείο να μάθει ότι το τραγικό και φρικτό αυτό γεγονός δεν ήταν ούτε η αρχή ούτε το τέλος των κατοίκων του Λίπα. Αν και η κοινότητα αυτή σημαδεύτηκε από την μεγάλη αυτή καταστροφή από τους Ναζί, είναι μόνο ένα κομμάτι της ταυτότητάς τους. Όπως στη σφαγή του Λίντιτσε στην Τσεχία [en] και στο Οραντούρ-Σιρ-Γκλαν στη Γαλλία [en], έτσι και το Λίπα καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Ναζί και σκοτώθηκαν όλοι του οι κάτοικοι. Το Λίπα όμως είναι μοναδικό από μια άποψη: είναι το μόνο μέρος από τα τρία, που συνέχισε να ζει.
Ο πρώτος όροφος αφηγείται την ιστορία της καταστροφής, των ανθρώπων και του μίσους. Όταν οι επισκέπτες ανεβαίνουν τα σκαλιά, υπάρχει ηχητική υπόκρουση με το ναζιστικό εμβατήριο, το λεγόμενο “βάδισμα της χήνας [en]”, και οι τοίχοι καλύπτονται με αντίγραφα από στρατιωτικά κράνη. Τόσο οι σκάλες όσο και οι πάνω αίθουσες είναι μαύρες, με χαμηλό φωτισμό και ησυχία — ώστε ο καθένας να μπορεί να “συνδεθεί” με τα θύματα και να διαβάσει την ιστορία τους. Τα ονόματα όσων δολοφονήθηκαν δεν τοποθετήθηκαν σε έναν ενιαίο συλλογικό κατάλογο, σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν την ταυτότητάς τους. Αντιθέτως, τα ονόματά τους τοποθετήθηκαν σε μικρά σπίτια, που φέρουν ξεχωριστά ονόματα και διευθύνσεις, μιμούμενα το χωριό όπως ήταν κάποτε. Το Κέντρο Μνήμης αποτελεί τμήμα του Ναυτικού και Ιστορικού Μουσείου της Κροατικής Ακτογραμμής στην πόλη Ριέκα.
Ποτέ ξανά
Ποια όμως ήταν τα γεγονότα που προηγήθηκαν της φρίκης αυτής; Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας [en] το Σεπτέμβριο του 1943, η περιοχή του καρστ του Λιβόρνο πέρασε υπό τη φασιστική Δημοκρατία του Σαλό [Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία], η οποία ιδρύθηκε από τον Αδόλφο Χίτλερ στη βόρεια Ιταλία για τον Ιταλό ντούτσε Μπενίτο Μουσολίνι. Ωστόσο, και στη “Δημοκρατία” και στην Επιχειρησιακή Ζώνη Παράκτιας Περιοχής Αδριατικής [en], όπου ανήκε το Λίπα, την εξουσία κατείχαν γερμανικές ναζιστικές δυνάμεις.
Ο στρατηγός Λούντβιχ Κύμπλερ ηγούνταν του 97ου Γερμανικού Σώματος Στρατού, ενώ η αστυνομία και τα SS βρίσκονταν υπό την ηγεσία του Oντίλο Γκλομπότσνικ, ενός από τους μεγαλύτερους Ναζί εγκληματίες και ιθύνων νους πίσω από τα στρατόπεδα εξόντωσης στην Πολωνία. Από το 1944, το αντιστασιακό κίνημα των Παρτιζάνων [en] αύξανε τον αριθμό και το μέγεθος των ενεργειών τους στην περιοχή αυτή. Εφόσον οι Παρτιζάνοι υστερούσαν σε αριθμούς έναντι των Γερμανών, χρησιμοποιούσαν τακτικές ανταρτοπόλεμου. Με επιθέσεις σε δρόμους και σιδηροδρομικές γραμμές, οι αντιστασιακές ομάδες των Παρτιζάνων κατέστρεφαν υποδομές ζωτικής σημασίας για τις ναζιστικές δυνάμεις.
Οι Παρτιζάνοι βρίσκονταν υπό την ηγεσία του Γιόζιπ Μπροζ Τίτο, ηγέτη του underground Κομουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας (KPJ), και λάμβανε υποστήριξη από τη Σοβιετική Ένωση του Στάλιν. Ο Μπροζ ήταν ένας Κροατο-Σλοβένιος αγρότης, ο οποίος, μετά τη σύλληψή του από τους Ρώσους ως στρατιώτης της Αυστροουγγαρίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε φανατικός κομουνιστής.
Αν και οι Παρτιζάνοι ξεγλιστρούσαν, ο ντόπιος πληθυσμός ωστόσο, που παρείχε βοήθεια και υποστήριξη στους Παρτιζάνους, αποτελούσε εύκολο στόχο. Λόγω των ιδιαίτερων προβλημάτων του με τους Παρτιζάνους, ο Στρατηγός Κύμπλερ έφερε τις δέκα μονάδες του να πολεμήσουν ενάντια στις “συμμορίες”, όπως τις έλεγε. Διέταξε και ενθάρρυνε τη δολοφονία, το πλιάτσικο και τα μαζικά αντίποινα εναντίον του πληθυσμού, που στα μάτια των Ναζί δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από τη βάση εφοδιασμού για τους ορκισμένους τους εχθρούς, τους Παρτιζάνους. “Τρόμο αντί τρόμου, οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος”: αυτές ήταν οι διαταγές του.
Η έφορος Vana Gović εξηγεί:
Nacisti su obilazili selo i nekoliko dana nakon ubojstava – njihove mete su bili svi koji su pomagali partizanima. Tijekom jednog kontrolnog posjeta su presreli starog seljana Josipa Simčića i njegovu kći,Vinku. Nakon što su ju silovali, pitali su ih tko će biti prvi obješen. Josip je rekao – ubijte nju prvu, jer će meni biti lakše gledati nju kako visi, nego ona mene. Obješeni su na raskršću između Lipe i Rupe.
Οι Ναζί συνέχισαν να επισκέπτονται το χωριό αρκετές μέρες μετά τις δολοφονίες. Στόχος τους ήταν όλοι όσοι βοηθούσαν τους Παρτιζάνους. Κατά τη διάρκεια περιπολίας, πέτυχαν έναν γέρο, τον Josip Simčić, και την κόρη του, Vinka. Αφού τη βίασαν, οι Ναζί τους ρώτησαν ποιον θέλουν να κρεμάσουν πρώτα. Ο Josip είπε σκοτώστε αυτήν πρώτα, γιατί θα είναι ευκολότερο για μένα να τη βλέπω να πεθαίνει στην κρεμάλα παρά το ανάποδο. Τους κρέμασαν στο σταυροδρόμι μεταξύ Λίπα και Ρούπα.
Η κατοικία Kvartika, όπου δολοφονήθηκε σχεδόν όλο το χωριό, είναι πλέον μνημείο και οστεοφυλάκιο. Το σταυροδρόμι που αναφέρθηκε παραπάνω έχει ένα κενοτάφιο [en]. Ολόκληρο το χωριό διατηρείται, ως υπενθύμιση για τις επόμενες γενιές ότι τέτοια βαρβαρότητα δεν πρέπει να συμβεί ποτέ ξανά. Το Λίπα θυμάται. Κι έτσι πρέπει να κάνουμε όλοι μας.