- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Μια απροσδόκητη επανένωση 20 χρόνια μετά τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα στη Βοσνία

Κατηγορίες: Ανατολική - Κεντρική Ευρώπη, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Σερβία, Μέσα των πολιτών, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Γέφυρα
11000975_10205584758554872_1156872207_o

Μαξίμ και Σεχιντά. Φωτογραφία της συντάκτριας.

8.000 άνδρες και παιδιά Μουσουλμάνοι σκοτώθηκαν από Σερβοβοσνιακά στρατεύματα στη Σρεμπρένιτσα το 1995, ίσως η χειρότερη σφαγή στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτό το κείμενο, η Nevena Medić αφηγείται μια ιστορία εξαιρετικής γενναιότητας, καθώς πλησιάζει η 20ή επέτειος της γενοκτονίας της Σρεμπρένιτσα. Δημοσιεύεται ξανά εδώ ως μέρος συμφωνίας ανταλλαγής περιεχομένου, αλλά αρχικά είχε δημοσιευθεί στην πλατφόρμα πολυμέσων Balkan Diskurs [1], η οποία ανήκει στο Post-Conflict Research Center [2] (PCRC), επιδοτούμενο πρόγραμμα [3] από το Rising Voices [4] το 2014.

Ο Μαξίμ Μαριάνοβιτς, συνταξιούχος δάσκαλος από το χωριό Σκελάνι, ρίσκαρε την ζωή του για να βοηθήσει τον συνάδελφό του, Γιακούμπ Αμπντουραχμάνοβιτς, και την οικογένειά του. Ο Γιακούμπ δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Βοσνία και Ερζεγοβίνη και 20 χρόνια αργότερα, ο Μαξίμ και η σύζυγος του Γιακούμπ, Σεχιντά, συναντιούνται ξανά. Η συγκινητική τους επανένωση συνοδευόμενη από την μνήμη του Γιακούμπ, διηγείται την ιστορία του πολέμου στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη.

Ο Μαξίμ και ο Γιακούμπ γνωρίστηκαν, όταν σπούδαζαν μαζί στην Τούζλα. Σύντομα, ξεκίνησαν να δουλεύουν μαζί ως δάσκαλοι στη Σρεμπρένιτσα.

Όταν άρχισε ο πόλεμος, η Σεχιντά θυμάται πως ο Γιακούμπ δεν ήθελε να φύγει από το διαμέρισμά τους, επιμένοντας ότι ο ίδιος δεν ήταν υπεύθυνος για τα λάθη που οδήγησαν στον πόλεμο. Θυμάται χαρακτηριστικά τα λόγια του συζύγου της: «Αν με σκοτώσουν, αυτό ήταν». Η Σεχιντά θυμάται, επίσης, πως δεν ήθελε να χωριστούν, επειδή για εκείνη η ζωή δεν θα σήμαινε τίποτα χωρίς εκείνον. Έτσι, έμειναν στο κτήριο, μόνοι.

Ο Μαξίμ τους φρόντιζε πολύ εκείνο τον καιρό. Όταν τα τηλέφωνα δούλευαν ακόμη, η Σεχιντά θυμάται τον Μαξίμ να τους τηλεφωνεί και να λέει: «Άκου, φίλε μου Γιακούμπ, τα πράγματα χειροτερεύουν εκεί έξω. Πες την Σεχιντά και τα παιδιά να ετοιμαστούν. Έρχομαι να σας πάρω.»

Η Σεχιντά ανακαλεί στο μυαλό της τα έντονα και φευγαλέα σχόλια «Δεν έχει σημασία ποιος ή «τι» είσαι. Το σημαντικό είναι να είσαι άνθρωπος.»

 

«Ο Μαξίμ έφτασε όταν είχε πια νυχτώσει», εξηγεί η Σεχιντά. «Στην αρχή δεν τον γνώρισα, γιατί ήταν σκοτεινά. Μετά μας είπε να κατέβουμε κάτω. Βάλαμε ότι χρειαζόμασταν σε σακίδια και πήγαμε στο διαμέρισμα του Μαξίμ.»

«Τα παιδιά ήταν πολύ τρομαγμένα», θυμάται. «Κάθε φορά που χτυπούσε το κουδούνι, πετάγονταν και μας ρωτούσαν: “Θα μας σκοτώσουν;” Δεν θα ξεχάσω ποτέ όταν μια μέρα ήμαστε στο δωμάτιο του Μαξίμ, έβγαλε ένα όπλο και μας είπε: “Άκουσε με, γλυκιά μου Ζίαντα, μην κλαις. Βλέπεις το όπλο του θείου Μαξίμ; Όποιος και αν μπει, δεν θα μπορέσει να μας κάνει κακό. Είναι σαν τις ταινίες με τους καουμπόηδες”».

«Έπειτα αγκάλιαζε τον Μαξίμ, νιώθοντας προστατευμένη», μας αφηγείται η Σεχιντά.

 

10988691_1004439819571595_1472252974_o

Η Σεχιντά διηγείται την ιστορία της. Φωτογραφία της συντάκτριας.

Η αποφασιστικότητα του Γιακούμπ

Σύμφωνα με την Σεχιντά, ο Μαξίμ πήγε στο κέντρο της πόλης για να ελέγξει την κατάσταση. Όταν επέστρεψε, ήταν φανερά ταραγμένος. Καθώς διέσχιζε την πόλη με το αυτοκίνητο του, βίωσε παντού τριγύρω του πυροβολισμούς.

«Η σκέψη ότι κάποιος θα ερχόταν στο διαμέρισμα και δημιουργούσε προβλήματα στον Μαξίμ, οδήγησε τον Γιακούμπ στην απόφαση να γυρίσουμε στο σπίτι μας. Τίποτα δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη», θυμάται η Σεχιντά. «Ήταν σύνηθες για τον Γιακούμπ μου να παίρνει αποφάσεις χωρίς να δίνει εξηγήσεις.»

Ο Μαξίμ με μεγάλη διστακτικότητα συμφώνησε να συνοδεύσει την οικογένεια στο διαμέρισμά τους.

«Οι μέρες πέρασαν μέσα στον φόβο και την αγωνία,» διηγείται η Σεχιντά. «Τα μαγαζιά ήταν λεηλατημένα. Δεν ήμασταν ποτέ σίγουροι για το τι κακό μπορούσε να μας περιμένει στην γωνία. Με αυτή την κατάσταση, δεν σκεφτόμασταν καν το ενδεχόμενο να φύγουμε.»

Ένα πρωί ο Μαξίμ τηλεφώνησε και είπε στην Σεχιντά να ετοιμάσει καφέ. «Όταν έφτασε, άρχισε να κλαίει», θυμάται η Σεχιντά. Μίλησε με τον σύζυγό της και του είπε: «Ξέρεις κάτι, Γιακούμπ; Είμαι αξιοπρεπής άνθρωπος. Δίδαξα στα παιδιά μου διαφορετικές αξίες. Ντρέπομαι να βλέπω τον εαυτό μου σ’αυτή την στολή. Η στολή αυτή θα ήταν έντιμη αν ήμουν τουλάχιστον ικανός να προστατέψω εσένα και τους ανθρώπους με τους οποίους έζησα μαζί. Αποφάσισα να γυρίσω πίσω στο χωριό μου, το Μπρέζανι. Αν χρειαστεί, θα πεθάνω εκεί.»

Ο Μαξίμ έδωσε στην Σεχιντά το κλειδί του διαμερίσματος του και της είπε: « Αν νιώθετε πιο ασφαλείς εκεί, πηγαίνετε, αλλά εγώ πρέπει να φύγω.» Αγκάλιασε τα παιδιά της Σεχιντά και έκλαψε. «Μάλλον διαισθάνθηκε το κακό που επρόκειτο να έρθει», προσθέτει η Σεχιντά, όταν ανακαλεί την στιγμή.

Θυμάται τον Μαξίμ να λέει στον σύζυγό της: «Αν είμαστε ζωντανοί και βρεθούμε ξανά, θα ξέρουμε ποιος πραγματικά ευθύνεται για όλα αυτά. Πρέπει να φύγω τώρα.» Και μετά έφυγε και η Σεχιντά, που τον ακολούθησε μέχρι την αυλή, θυμάται ακριβώς πώς έβαλε το χέρι στο πρόσωπό του και έκλαψε.

Μερικές μέρες μετά τον αποχωρισμό, η Σεχιντά θυμάται πως η παραστρατιωτική μονάδα Τίγρεις του Αρκάν μπήκε στο διαμέρισμά τους και άρχισε να ψάχνει. Άνοιξαν τα πάντα, όμως δεν βρήκαν τίποτα. Ένας απ’αυτούς φώναξε: «Σηκωθείτε όλοι!» Ο γιος μου, Ζίγιο, που τότε ήταν στην δεύτερη τάξη του γυμνασίου, δεν μπόρεσε να κρύψει τα δάκρυά του. Έπειτα, πήραν τον Γιακούμπ μου. Ένας απ’την μονάδα μου είπε, σε μια σέρβικη διάλεκτο, να μείνω με τα παιδιά και έτσι, μείναμε στο διαμέρισμα”.

Σύντομα, μετά το περιστατικό, η Σεχιντά έμαθε ότι είχαν σκοτώσει τον Γιακούμπ.

«Δεν είχα κάνει μπάνιο για 10 μέρες. Όταν έβγαλα τα ρούχα μου για να πλυθώ, είδα πως οι μηροί μου ήταν γεμάτοι μελανιές. Συνειδητοποίησα ότι η κόρη μου, Ζιάντα, είχε γραπωθεί πολύ δυνατά στα πόδια μου απ’ τον φόβο της και δεν το είχα καταλάβει. Τότε συνειδητοποίησα το τραύμα που της είχε μείνει».

Η Σεχιντά είχε να δει τον Μαξίμ από το 1992, αλλά μας εξηγεί πως ήξεραν ακόμη τα πάντα ο ένας για τον άλλο. «Μπορεί να ψάρευε στον Δρίνο», μας λέει ρεμβάζοντας.

Όταν η Σεχιντά μας διηγήθηκε την τραγική της ιστορία, αποφασίσαμε να βρούμε τον Μαξίμ και να επικοινωνήσουμε μαζί του. Όταν τον βρήκαμε, ήταν πολύ χαρούμενος που μίλησε μαζί μας. Μας ζήτησε να του πάμε την Σεχιντά, επειδή εκείνος δεν ήθελε να γυρίσει στην Σρεμπρένιτσα. Πίστευε πως οι άνθρωποι με τους οποίους πέρασε τα καλύτερα του χρόνια δεν έμεναν πλέον εκεί.

 

Ποτέ δεν το θελήσαμε αυτό

Καθώς πλησιάζουμε στο σπίτι του Μαξίμ, ακούω την Σεχιντά να αναπνέει βαριά. Ο Μαξίμ μας περιμένει έξω. «Κοιτάξτε την Σεχιντά μου, είναι ίδια! Είσαι ακριβώς όπως σε άφησα, δεν έχεις αλλάξει καθόλου!»

11001336_1010681852280725_884067669_o

Σεχιντά και Μαξίμ. Φωτογραφία της συντάκτριας.

Καθώς ο Μαξίμ και η Σεχιντά πίνουν τον πρώτο τους καφέ μετά από τόσα χρόνια, αρχίζουν να ανακαλούν ιστορίες από παιδικά παιχνίδια, πρώτους έρωτες και καβγάδες. Περισσότερο συζητάνε για τους γιους τους, τον Ζόραν και τον Ζιγιάντ. «Αυτά τα παιδιά ήταν αχώριστα», λένε.

Η Σεχιντά θυμάται ακόμη τα γράμματα που ο Ζόραν έστελνε στον Ζιγιάντ. Επισημαίνει ότι αυτά τα γράμματα μπορούν να αποτελέσουν μάθημα για τις νεότερες γενιές.

«Κάποτε λάβαμε ένα γράμμα απ’τον Ζόραν μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Με είχε εκπλήξει το γεγονός ότι κάποια μηνύματα δεν ήταν σβησμένα. Συνήθισαν να διαγράφουν με μαύρο μελάνι ό,τι δεν ενέκριναν. Ο Ζόραν είπε στον μικρό μου Ζίγιο: «Σου στέλνω αυτό το γράμμα, αλλά δεν ξέρω αν θα το διαβάσεις. Αν δεν φτάσει στα χέρια σου, να ξέρεις ότι είμαι ο παλιός Ζόραν. Δεν έχω αλλάξει. Ξέρω πως εγώ κι εσύ δεν το θέλαμε ποτέ αυτό.»

Οι δυο τους κάθονται ακίνητοι. Τα μάτια τους γεμίζουν δάκρυα. Για πρώτη φορά, ο Μαξίμ ακούει για το πώς πέθανε ο φίλος του. Η Σεχιντά περιγράφει το βράδυ που δολοφονήθηκε ο Γιακούμπ. Εκείνη και τα παιδιά πέρασαν ολόκληρη τη νύχτα στην οροφή ενός σχολείου στην Σρεμπρένιτσα. Δεν κοιμήθηκαν όλη τη νύχτα. Νωρίς το πρωί, πήγαν στους λόφους πέρα από την Σρεμπρένιτσα. Βρήκαν κατάλυμα στο πρώτο χωρίο όπου έφτασαν. Σύμφωνα με την Σεχιντά, ήταν εύκολη υπόθεση επειδή όλοι γνώριζαν τον Γιακούμπ.

«Κάτι δεν με άφηνε να ηρεμήσω. Έπρεπε να πάω. Έπρεπε να τον βρω και να προσπαθήσω να τον θάψω. Δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι ότι τα σκυλιά θα τον ξέσκιζαν,» μας εξομολογείται.

Η Σεχιντά θυμάται πως όταν επέστρεψε στην Σρεμπρένιτσα ήταν «εγκαταλελειμμένη, δίχως πουλιά, δίχως κόσμο». Μας λέει ότι δεν ένιωσε ούτε τρόμο ούτε θλίψη, όταν έθαψε στον σύζυγό της, επειδή ήταν σε κατάσταση σοκ.

«Προχωρούσα στον δρόμο και δεν υπήρχαν πουλιά ή φυτά. Τίποτα δεν υπήρχε. Τα αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα στον δρόμο με τις πόρτες ορθάνοιχτες. Όλοι οι Σέρβοι το έβαλαν στα πόδια, όταν ο Γκόραν Ζέκιτς δολοφονήθηκε. Σκέφτηκα ότι ο Γιακούμπ μου σκοτώθηκε μπροστά σε ένα πολυκατάστημα στην Σρεμπρένιτσα, αλλά ο κόσμος μου είπε ότι δολοφονήθηκε σε ένα υπόγειο.»

«Πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα. Η Μουνίμπα μου είπε να κατέβω τις σκάλες και ένιωσα ότι δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Έφτασα, αλλά δεν μπορούσα να ανοίξω την πόρτα. Ήταν κλειδωμένη. Γύρισα και είπα στον άνδρα που μας βοηθούσε, τον Μουχάμεντ, ότι δεν μπορούσα να ανοίξω την πόρτα, αλλά ότι έβλεπα τα παπούτσια του Γιακούμπ. Εκείνος άνοιξε την πόρτα. Στην αρχή δεν μπορούσα να κοιτάξω. Όμως σε μια στιγμή γύρισα απότομα. Ανακουφίστηκα. Δεν τον είχαν μακελέψει», μας λέει η Σεχιντά.

Εξηγεί στον Μαξίμ πως από την στιγμή που τον έθαψε της ήταν πολύ πιο εύκολο, στη συνέχεια. Παρολ’ αυτά, όταν αυτές οι αναμνήσεις της έρχονται στο μυαλό, είναι στιγμές που δεν μπορεί να μιλήσει και νιώθει να πνίγεται. Η Σεχιντά πιστεύει πως αν δεν είχε τα παιδιά, δεν θα γύριζε ποτέ στο χωριό. Μάλιστα, λέει στον Μαξίμ πως πιθανότατα θα είχε χάσει τα λογικά της.

Όμως ο Μαξίμ και η Σεχιντά δεν θυμούνται μόνο τις άσχημες εποχές. Αναπολούν τις όμορφες στιγμές. Μας μιλούν για τις σχολικές μέρες και για ήρεμες βολτίτσες. Όσον αφορά το σχολείο, ο Μαξίμ επιμένει ότι οι δάσκαλοι δεν πρέπει ποτέ να είναι εθνικιστές ή σοβινιστές. «Εκείνες τις μέρες, δεν έκανα ποτέ διακρίσεις ανάμεσα στα παιδιά», μας λέει.

Ο Μαξίμ, στη συνέχεια, μας εξηγεί την εσωτερική ανάγκη που ένιωσε να βοηθήσει την οικογένεια της Σεχιντά. «Πίστευα πως η βοήθεια στον συνάνθρωπο είναι ό,τι πιο ανθρώπινο μπορεί να πράξει κανείς. Κάποτε, όταν είδα τον Γιακούμπ στο αστυνομικό τμήμα, του είπα ότι θα τον προστάτευα. Είπα σε κάποιους αστυνομικούς να μου τηλεφωνήσουν σε περίπτωση που εκείνοι οι μπάσταρδοι ξανάρχονταν. Σαν τώρα θυμάμαι τα γάντια τους με τα δάχτυλα έξω. Αργότερα συνειδητοποίησα πως ήταν κανονικοί, καθημερινοί εγκληματίες,» θυμάται ο Μαξίμ.

Καθώς ο Μαξίμ περιγράφει τον πόλεμο στην Βοσνία και Ερζεγοβίνη, μας παραθέτει τα εξής: «Ο πόλεμος είναι σαν την πλημμύρα. Όταν ξεκινάει, όλα τα σκουπίδια ανεβαίνουν στην επιφάνεια. Όλοι οι αξιοπρεπείς άνθρωποι υποχωρούν. Τα σκουπίδια μένουν να επιπλέουν και όσο μας περιβάλλουν, δεν μπορούμε να πλύνουμε τα χέρια μας απ’ τις βρωμιές τους».

Σύμφωνα με τον Μαξίμ, ο καθένας θα έπρεπε να περιμένει ότι κάποια στιγμή θα ερχόταν ο πόλεμος. Ακόμη και οι μαθητές του, οι οποίοι συχνά κάνουν ανόητες ερωτήσεις, θα μπορούσαν να αισθανθούν ότι κάτι θα ερχόταν. «Τα παιδιά καταλαβαίνουν τα πάντα», είπε ο Μαξίμ. «Η μαθήτρια μου, η Σαμπίντα, με ρώτησε αν θα γίνει πόλεμος. Αν και ήξερα την απάντηση, της είπα: «Όχι, παιδιά μου, δεν θα γίνει πόλεμος. Αν, Θεός φυλάξοι, γίνει πόλεμος, θα σας ζητήσω μόνο ένα πράγμα, να προσέχετε και να στηρίζετε ο ένας τον άλλον. Μην επιτρέψετε στα εθνικά ζητήματα να σας χωρίσουν. Πρέπει να βοηθάτε ο ένας τον άλλον. Αυτό είναι που μετράει. Μόνο έτσι θα καταφέρετε να σώσετε και τον εαυτό σας και τους γύρω σας.»

Για την ιστορία αυτή έγινε πρόσφατα τιμητική αναφορά στο διαγωνισμό νέων «The Srđan Aleksić» του PCRC, ο οποίος δίνει εναύσματα σε νέους να ανακαλύψουν, να συλλέξουν και να μοιραστούν ιστορίες επικράτησης ειρήνης, ηθικού σθένους και διαπολιτισμικής συνεργασίας μέσα από τις κοινότητες τους.