- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Ο μακρύς δρόμος για την τελευταία στάση: Φωνές από τα σύνορα Κροατίας-Σερβίας

Κατηγορίες: Ανατολική - Κεντρική Ευρώπη, Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Υπο-Σαχάρια Αφρική, Ερυθραία, Ιράκ, Κροατία, Παλαιστίνη, Σερβία, Συρία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Ανθρωπιστική ανταπόκριση, Μέσα των πολιτών, Μετανάστευση, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Πρόσφυγες, Γέφυρα
PHOTO: Marcelo Baglia. Used with permission.

Φωτογραφία: Marcelo Baglia. Χρήση με άδεια.

Λίγα χιλιόμετρα από τη μικρή συνοριακή σερβική πόλη Σιντ, ένας χωματόδρομος μέσα από χωράφια με καλαμπόκι και γογγύλια χρησιμεύει ως πέρασμα για δεκάδες χιλιάδες γυναίκες, άνδρες και παιδιά, που αναζητούν καταφύγιο και ζωές με καλύτερες πιθανότητες. Η ανεπίσημη διέλευση των συνόρων μεταξύ Σερβίας και Κροατίας περιβάλλεται από καταπράσινα, ηλιόλουστα λιβάδια, με οπωρώνες μήλων στο βάθος και μια ηρεμία, που φέρνει προσωρινή ανάπαυλα σε όσους βρίσκονται στο δρόμο για εβδομάδες ή μήνες. Για μια στιγμή, οι ταξιδιώτες καταφέρνουν να αφήσουν στην άκρη την απειλή των στρατιωτικοποιημένων συνόρων και την πρόσφατη ανάμνηση των απάνθρωπων συνθηκών στην πορεία, καθώς σταματούν να πιουν φρέσκο ​​μηλίτη από έναν ντόπιο αγρότη, να συνομιλήσουν και να ξεκουραστούν, προτού συνεχίσουν.

Γονείς κουβαλούν μικρά παιδιά στην αγκαλιά τους, βρέφη στους γοφούς και στις πλάτες τους σακίδια με υπάρχοντα, όσα διασώθηκαν από ζωές, που διακόπηκαν. Η Narin, δασκάλα από τη Μοσούλη, διστάζει, καθώς αυτή και η δική της ομάδα επιζώντων, Ιρακινοί Γεζίντι και Κούρδοι, πλησιάζουν το μοναχικό αστυνομικό συνοριακό αυτοκίνητο σταθμευμένο στο σημείο, όπου ένα χωράφι με καλαμπόκια στη Σερβία, λίγα μέτρα μετά, γίνεται χωράφι με καλαμπόκια στην Κροατία. “Κάθε βήμα μακριά από το Ιράκ, από τις σφαγές του λαού μας και όσων που αφήσαμε πίσω, είναι πολύ δύσκολο”, λέει. “Αυτό φαίνεται πολύ εύκολο: έχουμε ξεχάσει πώς είναι να νιώθουμε ασφαλείς”.

Η Fatima, έγκυος στο τρίτο παιδί της, φτάνει εξαντλημένη, αλλά παρά τη ζέστη, τη σκόνη και την απόσταση, θυμάται οικογενειακές εκδρομές στο χωριό των γονιών της στη Συρία. Ο Mohammed Ali, ο τρίχρονος γιος της, τρέχει μπροστά. Φορά σαγιονάρες, σορτς και ένα τεράστιο γιλέκο σέρνοντας πίσω του έναν γαλάζιο παραφουσκωμένο μονόκερο, που του έδωσαν εθελοντές σε άλλη συνοριακή διέλευση. “Δεν αφήνει ποτέ αυτόν τον μονόκερο”, λέει η Fatima. “Τον ταΐζει και κοιμάται δίπλα του και του λέει ιστορίες για το ταξίδι μας”.

Ο Mahmoud, Παλαιστίνιος φοιτητής από τον προσφυγικό καταυλισμό του Γιαρμούκ στη Δαμασκό, κρατώντας το χέρι του νεαρού ανηψιού του, λέει: “Αυτή είναι η μοίρα μας. Βιώνουμε ό,τι βίωσαν οι παππούδες και οι γονείς μας. Αλλά με κάθε γενιά, κάθε εξορία, διασκορπιζόμαστε ακόμα πιο μακριά από την πατρίδα”.

Αργότερα, κατά τη διάρκεια των επτά ωρών που περίμεναν στη ζέστη για να καταχωρηθούν τα ονόματά τους από τη συγκριτικά συμπονετική συνοριακή αστυνομία της Κροατίας, ο Mahmoud τραγουδά τραγούδια απώλειας, αγώνα και αγάπης σε όσους κάθονταν γύρω του.

Ξεκινώντας την ανατολή, τα λεωφορεία φτάνουν, φέρνοντας μια συνεχή ροή όσων αναζητούν καταφύγιο από ένα πλήθος καταστάσεων, που περιλαμβάνουν πολέμους και συγκρούσεις, διώξεις και γενικά επισφαλείς συνθήκες. Μια σταθερά ανάμεσά τους, ωστόσο, είναι η αίσθηση εκτοπισμού και συχνά τρωτότητας, που εκφράζεται με λόγια και ερωτήσεις και αιτήματα για διαβεβαιώσεις, με το τέντωμα των ώμων και τις απότομες κοφτές ανάσες, καθώς οι οδυνηρές αναμνήσεις από το παρελθόν – τόσο μακρινές όσο και πρόσφατες – επανέρχονται.

Ο Kamaal και η Sabiha, ζευγάρι Κούρδων μεσηλίκων από τη Μοσούλη, συνοδεύονται από τον ξάδερφό τους, τον αξιοπρεπή Jamaal, που αγωνίζεται στον χωματόδρομο με πατερίτσες. Ο Kamaal βρισκόταν στο νοσοκομείο και ανάρρωνε από καρδιακή προσβολή, όταν η Μοσούλη κατελήφθη από το Ισλαμικό Κράτος πριν από ένα χρόνο. Αυτός, η Sabiha και ο μεγαλύτερος γιος τους έσπευσαν στο σπίτι τους και το βρήκαν λεηλατημένο και τα τέσσερα έφηβα παιδιά τους εξαφανισμένα, συμπεριλαμβανομένης της δεκατριάχρονής κόρης τους. Έμειναν στο Ιράκ αναζητώντας τους για σχεδόν ένα χρόνο πριν φύγουν, με την ελπίδα ότι ίσως η αναζήτησή τους θα είναι πιο αποτελεσματική εκτός χώρας. Καθώς περπατάμε, η Sabiha αρχίζει να κλαίει. Ο σύζυγός της την αγκαλιάζει και ανασηκώνονται οι ώμοι του. Αργότερα διασχίζουν τα σύνορα χέρι-χέρι. Ο Jamaal κουτσαίνει δίπλα τους.

Νέοι, ηλικιωμένοι, άτομα σε αναπηρικά αμαξίδια, που μεταφέρονται από φίλους και συγγενείς, τραυματίες, οικογένειες, μεμονωμένοι ταξιδιώτες, νεαρά ζευγάρια χέρι-χέρι αποβιβάζονται από λεωφορεία σε μια ήσυχη συνοριακή πόλη στη Σερβία και ταξιδεύουν τα επόμενα λίγα χιλιόμετρα με τα πόδια σε μια άλλη ήσυχη συνοριακή πόλη στην Κροατία. Από εκεί, στο εξευτελιστικό, εξαντλητικό χάος του σιδηροδρομικού σταθμού Τοβάρνικ, εκτεθειμένου στις καιρικές συνθήκες, σε έναν καλύτερα οργανωμένο και φιλόξενο εθελοντικό καταυλισμό δίπλα του ή σε ένα πρόσφατα κατασκευασμένο κυβερνητικό καταυλισμό υποδοχής, θα περιμένουν πολλές μέρες για μεταφορά, που, αν όλα πάνε καλά, θα τους φέρει ένα βήμα πιο κοντά στους τελικούς προορισμούς τους. Και στην εκτεταμένη οικογένεια, τους φίλους ή τα δίκτυα υποστήριξης, που περιμένουν κάποιους από αυτούς εκεί.

Αργότερα, καθώς αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι, όσοι καταφτάνουν εκφράζουν φόβο και αμφιβολία. Το μονοπάτι είναι απαρατήρητο εκτός από την παρουσία μιας χούφτας εθελοντών, και όσοι περπατούν τώρα ζητούν διαβεβαίωση ότι το μονοπάτι και τα περίχωρά του έχουν πραγματικά καθαριστεί από νάρκες, ότι δεν θα μπουν υπό κράτηση, δεν θα αντιμετωπίσουν αστυνομική βία, εξιστορήσεις για τα οποία έχουν προέλθει από όσους είχαν εγκλωβιστεί στο Χόργκος και Ρόσκε στα ουγγρικά σύνορα.

Κάτω από έναν εντυπωσιακό, έναστρο νυχτερινό ουρανό, ο Khalid, ένας 77χρονος Κιρκάσιος προπάππους από την Κουνέιτρα, συνοδευόμενος από την εκτεταμένη οικογένειά του, περπατά με ένα μπαστούνι και αρνείται ευγενικά τις προσφορές μας για βοήθεια για τη μεγάλη τσάντα, που φέρει στην πλάτη του. “Συνεχίστε να εμπιστεύεστε τον εαυτό σας και ο ένας τον άλλον”, συμβουλεύει τους συναδέλφους ταξιδιώτες. “Είμαστε δυνατοί και θα αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες, που έχουμε μπροστά μας, όπως έχουμε αντιμετωπίσει όλα τα άλλα σε αυτό το ταξίδι”.

Μια ομάδα γυναικών της Ερυθραίας και ένας μοναχικός ταξιδιώτης από το Κονγκό μοιράζονται μεταξύ τους μια τσάντα από πορτοκάλια. “Έχουμε ταξιδέψει από πολύ πιο μακριά και είμαστε περισσότερο συνηθισμένοι στις δυσκολίες του ταξιδιού και του περπατήματος σε μεγάλες αποστάσεις”, λέει η Mariam, 22χρονη φοιτήτρια νοσηλευτικής. “Είμαστε νέοι και δυνατοί, αλλά είναι πολύ δύσκολο να βλέπουμε πώς υποφέρουν όλα αυτά τα παιδιά”.

Ένα νεαρό αγόρι από το Ιράκ παρακαλεί τον πατέρα του, ο οποίος ήδη μεταφέρει τον μικρότερο αδερφό του και τις αποσκευές τους, να τον μεταφέρει. Τα πόδια του, όπως και πολλών άλλων, έχουν γεμίσει φουσκάλες και είναι ξερά, κάθε βήμα είναι επώδυνο. Κλαίει και ικετεύει και στη συνέχεια κλαίει σιωπηλά, καθώς ο πατέρας του τον τραβάει απολογητικά προς τα εμπρός, ανησυχώντας ότι τα σύνορα θα κλείσουν, αφήνοντάς τους μετέωρους. Παίρνουμε το αγόρι στην ιατρική σκηνή και περιποιούμαστε βιαστικά τα πόδια τους και περνάμε επιδέσμους. Έπειτα, συνεχίζουν μες στη νύχτα.

Η Zaynab και ο Mustafa, δύο παιδιά σε αναπηρικά αμαξίδια, μεταφέρονται μέσα από τα χωράφια με τις οικογένειές τους σε ένα βανάκι εθελοντή. Η μητέρα του Mustafa μιλά για τις δυσκολίες, που αντιμετώπισαν τις τελευταίες εβδομάδες. Η υπερφορτωμένη λέμβος, μες στην οποία διέσχισαν το Αιγαίο Πέλαγος μέχρι τη Λέσβο, είχε αρχίσει να βυθίζεται και, για να καταφέρουν να την κάνουν να επιπλεύσει για τις τελευταίες εκατοντάδες μέτρα στην ακτή, αναγκάστηκαν να απαλλαγούν από ό,τι πρόσθετο βάρος είχαν ρίχνοντας τα υπάρχοντά τους στη θάλασσα. Έπρεπε να πείσει τους συνταξιδιώτες της να κάνουν μια εξαίρεση για το βαρύ αναπηρικό αμαξίδιο του Mustafa. Ο ύπνος στους δρόμους και σε προσωρινούς καταυλισμούς το καθιστά αδύνατο να τον κρατά καθαρό. “Νιώθω ότι τον έχω απογοητεύσει”, λέει. “Δεν μπορώ να τον αλλάζω ή να τον λούζω τακτικά και αισθάνεται πολλή ντροπή, όταν πρέπει να το κάνω δημόσια”.

Η Rima, νεαρή φοιτήτρια νομικής από το Χαλέπι της Συρίας και μητέρα, συνοδεύει την 8χρονη Hiba, πρόσφατα ορφανή. Η υπόλοιπη οικογένεια της Hiba ζει στη Σουηδία και την περιμένει. Κοιτάζει γύρω με ορθάνοιχτα μάτια, εκατοντάδες ανθρώπους, που περπατούν μαζί τους στα χωράφια. Τα αστέρια πάνω στον ουρανό και το ισχνό φεγγάρι δεν επαρκούν για να φωτίσουν το μονοπάτι και οι πεζοπόροι βασίζονται στα φώτα των κινητών τηλεφώνων για να τους βοηθήσουν να μείνουν μαζί, καθώς ορισμένοι συγγενείς πάνε πιο αργά, εξαντλημένοι από τα ταξίδια τους και τα εκατοντάδες χιλιόμετρα, πολλά από τα οποία τα έχουν ήδη διασχίσει πεζή.

Για πολλούς από όσους κάνουν τη διέλευση, το ταξίδι απέχει πολύ από το τέλος και γνωρίζουν απόλυτα τα βαρέως φυλασσόμενα σύνορα, που πρέπει να διασχίσουν, τις ταπεινωτικές συνθήκες, που πρέπει να υπομείνουν. Όμως, η ανθεκτικότητα, το θάρρος και η δύναμη όσων αναζητούν καταφύγιο είναι ανυπολόγιστη, καθώς περπατούν μέσα από αυτά τα χωράφια, στους δρόμους και στα σύνορα, που θα τους οδηγήσουν σε δυνατότητες, που ελπίζουν πως θα τους επιτρέψουν να ξαναχτίσουν ζωές με αξιοπρέπεια.

Η Caoimhe Butterly είναι Ιρλανδή διοργανώτρια, ακτιβίστρια μεταναστευτικής δικαιοσύνης και μεταπτυχιακή φοιτήτρια. Έχει περάσει δεκατέσσερα χρόνια δουλεύοντας με κοινωνικά κινήματα και κοινοτικά προγράμματα ανάπτυξης στη Λατινική Αμερική, τον αραβικό κόσμο και αλλού.

Διαβάστε περισσότερα στο ειδικό μας αφιέρωμα: Ρεύματα προσφύγων αναζητούν καταφύγιο στην Ευρώπη [1]