- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Ένας χρόνος μακριά από τη Συρία

Κατηγορίες: Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Συρία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Ανθρωπιστική ανταπόκριση, Ελευθερία του Λόγου, Ιδέες, Μέσα & δημοσιογραφία, Μέσα των πολιτών, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Πρόσφυγες, Γέφυρα
Screenshot from video on the "Art of Syrian Children on Nat Mall" gofundme page. [1]

Στιγμιότυπο από βίντεο στη σελίδα gofundme “Art of Syrian Children on Nat Mall”.

Το άρθρο αυτό αποτελεί τμήμα ενός ειδικού αφιερώματος [2] από την blogger και ακτιβίστρια Marcell Shehwaro, που περιγράφει την καθημερινή ζωή στη Συρία κατά τη διάρκεια της συνεχιζόμενης ένοπλης διαμάχης μεταξύ φιλοκυβερνητικών δυνάμεων και όσων επιθυμούν να ανατρέψουν το τωρινό καθεστώς.

“Θα ‘πρεπε να είχα κλάψει”. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που περνά σαν σκέψη από το μυαλό μου, όταν φέρνω στη μνήμη μου εκείνο το μικρό κοριτσάκι που έγινε χίλια κομμάτια.

Δε γνωρίζω τίποτε γι’ αυτήν κι από ό,τι έμεινε από τη σορό της δεν μπορώ να μαντέψω την ηλικία της, αλλά θυμάμαι ότι καθόμουν εκεί, αλαφιασμένη. Δε θρηνούσα, καθώς μάζευαν τα κομμάτια της. Δεν προσπάθησα να βοηθήσω, δεν έκανα τίποτα, τί-πο-τα. Το “χαζό” μου κορμί επέμενε να διατηρεί την ψυχραιμία του ή να δρα “λογικά”. Ποιος από εμάς μπορεί να ορίσει τι σημαίνει “λογικό”, όταν στέκεται μπροστά στο νεκρό σώμα ενός κοριτσιού; Και όντως έμεινα στα σύγκαλά μου. Δεν ξέσπασα σε καμιά δραματική αντίδραση, κάτι που με είχε κάνει δημοφιλή στην παρεά μου. Στην πραγματικότητα, κάποιος που έκλαιγε στο βάθος πραγματικά με ενόχλησε. Ποιος τολμά να λυπάται σε μια τέτοια κατάσταση, αναρωτήθηκα. Η μόνη μοίρα όσων μένουν πίσω είναι η ψυχολογική αντοχή.

Θα ‘πρεπε να είχα κλάψει τότε, αλλά ίσως σήμερα έχω μεγαλύτερο ψυχικό σθένος. Αυτό επαναλαμβάνω στον εαυτό μου, κάθε φορά που το κορίτσι αυτό στοιχειώνει τα όνειρά μου, τις στιγμές χαράς μου, τις διαφωνίες μου για το μέλλον με το έτερόν μου ήμισυ. Το μέλλον; Και πού πήγε το δικό της μέλλον;

Πέρασε ένας χρόνος από τότε που έφυγα από τη Συρία, ίσως για καλό. Ένας χρόνος άρνησης, ενοχής, θλίψης και παράδοσης. Τίποτα ηρωικό δεν έχει απομείνει μέσα μου. Τίποτε από όλα όσα προσπαθούσε να διατηρήσει το σώμα μου, προκειμένου να τα βγάλει πέρα μέσα στη δίνη του πολέμου, και κάτω από τα βαρέλια με βόμβες που άφησα πίσω, για όσους μπορεί να τα χρειάζονταν. Τίποτε από όλα όσα συνέθλιψα κάτω από το βάρος αυτού που αποκαλεί η επιστήμη “σοκ”.

Δεν ξέρω πόσο άρρωστο ακούγεται που το λέω, αλλά πραγματικά ήμουν καλύτερα εκεί, πιο σιμά στο θάνατο. Η χαρά ήταν μια πράξη ηρωισμού, μια γυμνή πρόκληση στο θάνατο κατάμουτρα, ενώ εδώ η χαρά μετατρέπεται σε τόνους ενοχής και σε ένα ανύπαρκτο αναμάσημα ιστοριών που είχαν νόημα παλιά, μαζί με φίλους που μοιραστήκαμε στιγμές μεταξύ ζωής και θανάτου.

Σήμερα, μεταφερθήκαμε σε μια ζώσα άρνηση στην άκρη της πατρίδας μας: το ότι, ας πούμε, είμαστε εκτός. Το να προχωρήσουμε ήταν η μόνη ζωή εκεί πέρα, “εκεί μέσα”. Η παρουσία μας εκεί ήταν ηρωική, γεμάτη έμπνευση, σημαντική. Ο καθένας μας σκεφτόταν πως η μοίρα μιας ολόκληρης χώρας βρισκόταν στα χέρια μας. Αποχωρήσαμε και αφήσαμε τη χώρα μας δίχως υποστήριξη. Έξω δρούσαμε σαν ήρωες, αλλά ο ρόλος αυτός ήταν πλέον ακατάλληλος για εμάς, εφόσον ξεριζωθήκαμε από εκεί, από το υπό κατοχή Χαλέπι και τα διάφορα σπίτια που μέναμε. Επιμέναμε όμως ότι ακόμα φαινόμαστε ήρωες. Φοβόμαστε να πούμε στους νεκρούς μας ότι σήμερα, είμαστε σχεδόν θύματα.

Δεν έγραψα τίποτα σημαντικό για έναν ολόκληρο χρόνο. Παρακολούθησα αμέτρητες ώρες τηλεόραση— είδα σε μαραθώνιο όλες τις σεζόν του Glee. Αυτό ήταν η αρχή από κάτι που δεν είχε το συνηθισμένο τέλος. Η σκιά του θανάτου με ακολουθούσε για πολύ καιρό.

Φαντάζομαι τον αγαπημένο μου να πεθαίνει με κάθε πιθανό βίαιο τρόπο. Χαϊδεύω τα απομεινάρια του μετά από μια έκρηξη βόμβας το βράδυ της Πρωτοχρονιάς κι έπειτα φαντάζομαι πώς θα ήμουν αν πράγματι τον είχα χάσει τότε. Η παρουσία του στο πλάι μου δεν είναι αρκετή για να σταματήσει τη βαθιά αίσθηση απώλειας που έχω. Αρκεί να πήγαινε κάπου αλλού κι εγώ άρχιζα να φαντάζομαι τα χειρότερα και μου γινόταν εμμονή. Αν δεν τον άκουγα να αναπνέει όσο κοιμόταν, έφερνα στο μυαλό μου όλα εκείνα τα πτώματα που είχαν ξεχάσει πώς να αναπνέουν.

Η σκιά του θανάτου με συντρόφευε, καθώς και τάσεις αυτοκτονίας κι η επιθυμία να ακολουθήσω τους φίλους που μας εγκατέλειψαν. Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω τόσους πολλούς ήρωες στη ζωή μου να μετατρέπονται σιγά-σιγά σε φαντάσματα γεμάτα ανησυχία. Είχαμε συνυπάρξει με κάθε είδους καταστροφική συμπεριφορά: από εργασιομανία μέχρι αλκοολισμό και άλλους εθισμούς. Όσο για μένα; Εθίστηκα στην γεμάτη πόνο αίσθηση ενοχής, που συνήθως μεταφραζόταν σε πληγές στα ίδια μου τα χέρια. Οι ουλές τους ακόμα είναι ορατές στον αριστερό μου καρπό. Όταν με ρωτάνε για τις ουλές, λέω ψέματα. Λέω ψέματα, επειδή δε θέλω να παραδεχτώ ότι ο ήρωας μέσα μου έφυγε, ίσως δεν ξαναγυρίσει ποτέ, και έχει αφήσει πίσω του αυτό το νέο θύμα.

Φανταστείτε να μην πιστεύετε σε τίποτα πια. Ούτε σε καλό ούτε σε κακό της ανθρωπότητας, ούτε στο σύμπαν ούτε στη δικαιοσύνη του. Αναρωτιέσαι καθημερινά αν άξιζε πραγματικά τόσο αίμα το δικαίωμα στην ελευθερία. Έγινε ο κόσμος πολιτισμένος; Μπορούμε να αλλάξουμε αληθινά τα πράγματα; Η δημοκρατία που ονειρευόμαστε είναι λιγότερο σημαντική μήπως απ’ ό,τι είχαμε σκεφτεί αρχικά;

Είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δεν μπορούν να αλλάξουν τίποτα, αν δε θέλει το δολάριο; Τίποτα από όλα όσα πίστευες δεν είναι πια κοντά σου. Κανείς από όσους ήξεραν ποια πραγματικά είσαι δεν είναι κοντά σου πια. Η οικογένειά σου; Πάει. Τα πάντα γύρω σου είναι ξένα και καινούρια και πρέπει να προσαρμοστείς σε αυτό, ακόμη και στον καινούριο σου εαυτό.

Κι η φίλη μου στο Global Voices μου στέλνει μηνύματα και ρωτάει: “Γιατί δε γράφεις;”. Και ντρέπομαι να της πως ότι σταμάτησα να γράφω. Το άφησα κι αυτό εκεί πίσω, όπως όλα τ’ άλλα.

Ωστόσο, κι από τότε που αποφάσισα να ζητήσω βοήθεια, ομολογώ σήμερα — και για πρώτη φορά δημόσια — ότι παίρνω συχνά αντικαταθλιπτικά χάπια αυτό τον καιρό. Διώχνω κάθε σκέψη θανάτου, μέχρις εκεί που μπορεί, τέλος πάντων, να το κάνει κάποιος με πατρίδα τη Συρία. Επανασυνδέομαι με φίλους και συμφιλιώνομαι με το θύμα που είναι ο εαυτός μου. Νιώθω οίκτο γι’ αυτήν, την αγαπώ, προσεύχομαι γι’ αυτήν να έχει δύναμη και υπομονή. Και το πιο σημαντικό: να δώσει συγχώρεση.

Προσπαθώ να βάλω τα κομμάτια μου πίσω στη θέση τους, ελπίζοντας πώς κάνοντάς το θα θυμηθώ που βρίσκονταν κάποτε τα δάχτυλά μου, ώστε να ξεκινήσω να γράφω ξανά.