- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Για τις επιθέσεις στο Παρίσι και άλλες σκέψεις περί δημοσιογραφίας

Κατηγορίες: Δυτική Ευρώπη, Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Γαλλία, Ιράν, Διεθνείς Σχέσεις, Ιδέες, Μέσα & δημοσιογραφία, Μέσα των πολιτών, Γέφυρα
Arash Azizi reported on Paris' reactions to the November 13, 2015 attacks the day after at the scene of one of the attacks at Bataclan. Image from Manoto report.

Ο Arash Azizi κάλυψε το ρεπορτάζ για τις αντιδράσεις στο Παρίσι μετά τις επιθέσεις της 13ης Νοέμβρη. Βρέθηκε κοντά στο θέατρο Μπατακλάν, μια από τις περιοχές όπου έγιναν οι επιθέσεις, την επομένη των γεγονότων. Φωτογραφία: Manoto report [1].

Ο Arash Azizi είναι Ιρανός δημοσιογράφος που έχει εργαστεί για το BBC και την παρούσα χρονική στιγμή εργάζεται ως δημοσιογράφος στο περσικό κανάλι Manoto, που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μετέβη στο Παρίσι το Σάββατο 14 Νοεμβρίου, την επομένη των επιθέσεων, για να καλύψει την επίσκεψη του Ιρανού Προέδρου Χασάν Ρουχανί. Μετά την ακύρωση της επίσκεψης, ο Azizi έμεινε για να καλύψει [1] τα επακόλουθα των επιθέσεων.

“Είσαι σαν τους άλλους συνηθισμένους δημοσιογράφους”, έγραψε μια αριστερίστρια φίλη, θυμωμένη με το ευκαιριακό σχόλιο μου ότι κάποιοι θάνατοι έχουν μεγαλύτερο “δημοσιογραφικό ενδιαφέρον” από κάποιους άλλους (προφανώς, η χρήση του όρου εντός εισαγωγικών από εμένα δε βοήθησε πολύ).

Το αρχικό μου επιχείρημα, παρόλα αυτά, ήταν απλό: η ανθρώπινη δυστυχία και ο θάνατος συμβαίνουν διαρκώς σε όλο τον κόσμο. Αυτό που έκανε την επίθεση στο Παρίσι τέτοια παγκόσμια “επιτυχία” δεν ήταν ο ιδιαίτερα υψηλός αριθμός θυμάτων (περίπου 130), αλλά το γεγονός ότι συνέβη σε μια πόλη του “Πρώτου Κόσμου”, που συνήθως θεωρείται “ασφαλής”. Το γεγονός ότι εκρήξεις στη Βαγδάτη και τη Βηρυτό, μόλις μια μέρα πριν, είχαν προκαλέσει το θάνατο ίσου αριθμού ανθρώπων, σε παρόμοιου τύπου επιθέσεις, από την ίδια ομάδα δραστών, δεν άλλαξε μια λυπηρή πραγματικότητα: δυστυχώς, οι σφαγές είναι πολύ πιο συχνές στη Βαγδάτη και τη Δαμασκό και γι’ αυτό προσελκύουν λιγότερο το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Εξ ορισμού, όσο πιο ασύνηθες ένα γεγονός, τόσο μεγαλύτερο “δημοσιογραφικό ενδιαφέρον” έχει. Αν, για παράδειγμα, μια ολόκληρη χρονιά δεν σημειωνόταν καμιά τρομοκρατική έκρηξη στη Βαγδάτη, αυτό θα παρουσίαζε δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Σε περιοχές έξω από το 15% του πλανήτη, όπου οι άνθρωποι ζουν σε ασφαλή περιβάλλοντα, η ανθρώπινη ζωή αφαιρείται πιο εύκολα.

Η φίλη μου δεν είχε το δικαίωμα να θυμώσει;

Φυσικά και το είχε. Το ότι ο κόσμος μας είναι τόσο άνισος είναι η βάρβαρη κληρονομιά των εκατοντάδων χρόνων αποικιοκρατίας και καταπίεσης. Αν παραμερίσουμε όλους τους χαρούμενους πανηγυρισμούς γύρω από την “παγκοσμιοποίηση”, το γεγονός παραμένει ότι το 2015, το παγκόσμιο σύστημά μας είναι ακόμα φεουδαρχικό κατά μια βασική έννοια: το πού γεννιέσαι καθορίζει τις πιθανότητες επιτυχίας σου (ή το πόσο θα ζήσεις) περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα.

Το προσδόκιμο ζωής [2] στην πλουσιότερη χώρα της Αφρικής, τη Νότια Αφρική, είναι τα 59 έτη. Αυτό σημαίνει 20 χρόνια λιγότερα σε σχέση με την Ευρώπη ή με τμήματα της Ανατολικής Ασίας. Είναι μόλις εννιά χρόνια περισσότερα από το μέσο όρο του προσδόκιμου ζωής παγκοσμίως το 1950, και 11 χρόνια λιγότερα από τον τρέχοντα μέσο όρο των 70 ετών, για να κάνουμε άλλον έναν παραλληλισμό. Και κοιτώντας τα νούμερα για τους μαύρους Νοτιοαφρικανούς [3], παίρνουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για τον τρομακτικά άνισο κόσμο στον οποίο ζούμε. Τα μέσα ενημέρωσης πρέπει να βρουν έναν τρόπο να υπενθυμίσουν στην κοινή γνώμη αυτή τη βασική πραγματικότητα.

Αλλά το γεγονός παραμένει ότι δεν είναι “Τα Μέσα Ενημέρωσης” (χρησιμοποιώ κεφαλαία εδώ επίτηδες) που με κάποιο απίστευτο και επιζήμιο τρόπο έχουν οργανώσει μια ρατσιστική συνωμοσία, ώστε να “αποδώσουν μεγαλύτερη αξία” σε κάποιους θανάτους απ’ ότι σε κάποιους άλλους. Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης έχουν την τάση να αντανακλούν κάποιες από τις υπάρχουσες νόρμες, αξίες και προκαταλήψεις μιας κοινωνίας, αλλά ευτυχώς χάρη σε κάποια δημόσια μέσα ενημέρωσης, όπως το BBC ή το CBC στον Καναδά, επίσης αμφισβητούν αυτές τις προκαταλήψεις.

Η αλαζονική άποψη κάποιων φιλελεύθερων οτι οι μάζες παραπλανώνται από τα Μέσα Ενημέρωσης δεν είναι ακριβής. Σκοτεινές δυνάμεις, όπως ο ρατσισμός και η προκατάληψη, έχουν βαθιές ρίζες στις κοινωνίες μας, και τα διάφορα μέσα ενημέρωσης λειτουργούν κατά τρόπο διαφορετικό γύρω από από αυτές. Κάποιοι επιλέγουν να τις πολεμήσουν, άλλοι τις ενθαρρύνουν (βλέπε Fox News). Αλλά η Οργουελιανή αντίληψη ενός “Κυρίαρχου Μέσου Ενημέρωσης” που ελέγχει τους εγκεφάλους μας, τύπου 1984, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα των καταστάσεων.

Arash interviewed an Iranian-Parisian who explains he almost attended the concert at Bataclan that was attacked. Image from Manoto report.

Ο Arash πήρε συνέντευξη από ένα Ιρανό-Παριζιάνο, ο οποίος ήταν παρών στη συναυλία στο θέατρο Μπατακλάν, που διεκόπη από τις επιθέσεις. Φωτογραφία: Manoto report [1].

Είναι αλήθεια ότι η μονοπωλιακή ιδιοκτησία των μέσων ενημέρωσης αποτελεί πρόβλημα στις περισσότερες χώρες. Στον καπιταλιστικό κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, οι περισσότερες πηγές πληροφόρησης ελέγχονται από μια χούφτα ανθρώπους. Ακόμα και στην περίπτωση των δημόσιων μέσων ενημέρωσης, όπως το BBC, η δημοκρατική επιτήρηση εκλείπει και συγκεκριμένοι “κοστουμάτοι” τείνουν να κινούν τα νήματα σε υψηλότερα επίπεδα. Αλλά, όπως μπορεί να σας διαβεβαιώσει ο γράφων δημοσιογράφος, οι δημοσιογράφοι και οι εργαζόμενοι στα μέσα ενημέρωσης δεν είναι απλά πρόβατα χωρίς αυτενέργεια, διακινώντας μονάχα την προπαγάνδα των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης. Χρόνια συνδικαλιστικής οργάνωσης και αγώνων των δημοσιογράφων  σήμαναν την επίτευξη ενός σχετικού βαθμού αυτονομίας. Οι άνθρωποι συνήθως δε γίνονται δημοσιογράφοι, επειδή επιθυμούν να είναι έμμισθα όργανα της άρχουσας τάξης. Γενικά, γίνονται δημοσιογράφοι επειδή έχουν δεσμευτεί απέναντι στην αλήθεια και στην αντίσταση απέναντι στην εξουσία.

Το οποίο με φέρνει πίσω στη σύγκριση μεταξύ Παρισιού και Βαγδάτης και Βηρυτού.

Είναι αλήθεια ότι τα “Μέσα Ενημέρωσης” δεν αναφέρθηκαν σε εκείνες τις θηριωδίες; Φυσικά και όχι. Και αναφέρθηκαν και αναφέρονται κάθε μέρα. Καθώς κοιτάζω την ιστοσελίδα του BBC αυτή τη στιγμή, η είδηση των θανάτων στην Παλαιστίνη και ο εμφύλιος πόλεμος στην Κολομβία είναι πρωτοσέλιδο. Ή πάρτε το παράδειγμα των προσφύγων. Μπορούμε με ειλικρίνεια να πούμε ότι τα “Μέσα Ενημέρωσης” δεν καλύπτουν το θέμα των προσφύγων επαρκώς; Ή ότι είναι εναντίον των προσφύγων; Φυσικά, αυτό επίσης εξαρτάται για το ποια μέσα ενημέρωσης μιλάει κανείς – αλλά οι Daily Mails αυτού του κόσμου δεν ήταν, κατά γενική ομολογία, περισσότερες από τα μέσα που επέδειξαν συμπόνια κατά την κάλυψη του ρεπορτάζ.

Οπότε, αν η γνώση γύρω από τα διεθνή γεγονότα δεν είναι ευρεία σε μια δεδομένη κοινωνία, αυτό δεν μπορεί να είναι απλά φταίξιμο των Μέσων Ενημέρωσης.

 Αυτό δε σημαίνει ότι δεν κρίνεις τον τρόπο που τα μέσα καλύπτουν τα γεγονότα. Απλά, σημαίνει ότι η κριτική χάνει την ουσία της, αν γίνεται χωρίς πολλή μελέτη ή σκέψη και υποκύπτει σε γενικεύσεις.

Μια από τις κριτικές που θα μπορούσε να γίνει είναι η βραχεία ιστορική μνήμη των περισσότερων δημοσιογράφων. Ως δημοσιογράφος και επίσης ως φοιτητής ιστορίας, έχω επίγνωση αυτού. Όπως οι άνθρωποι των οποίων η τροφή εξαρτάται από τις καθημερινές εναλλαγές μιας κατάστασης, έτσι και οι δημοσιογράφοι μπορούν κάποιες φορές να χάσουν την ευρύτερη (ιστορική) εικόνα. Συνηθισμένα γεγονότα μπορεί να θεωρηθούν ασυνήθιστα, συνήθεις προκαταλήψεις, οι οποίες μπορούν να καταρριφθούν μέσα από την ελάχιστη ιστορική γνώση, θεωρούνται δεδομένες.

Για παράδειγμα, οι φρικιαστικές επιθέσεις της προηγούμενης Παρασκευής αναφέρθηκαν ως “άνευ προηγούμενου” στη μεταπολεμική Γαλλία. Στις 17 Οκτωβρίου 1961, όμως, μια ομάδα 30.000 ατόμων, που διαδήλωναν στο Παρίσι υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλγερίας [4], κατεστάλη με βία από τη γαλλική αστυνομία [5]. Η επίσημη εκτίμηση για τον αριθμό των θυμάτων ήταν 40, παρόλο που θεωρείται ότι οι θάνατοι ανήλθαν σε 200.

Αλλά δεν υπήρχε κάποιου είδους ρατσιστική συνομωσία πίσω από αυτή την παράβλεψη. Επρόκειτο για βασική έλλειψη ιστορικής γνώσης, ένα σημαντικό πρόβλημα για τους περισσότερους δημοσιογράφους, οι οποίοι συχνά είναι περισσότερο στραμμένοι στα τρέχοντα γεγονότα παρά στην ιστορία, αν και είναι η ιστορία που αποδεικνύεται, κατά γενική ομολογία, αν όχι περισσότερη, αλλά σίγουρα εξίσου χρήσιμη, στην έντιμη άσκηση του επαγγέλματος.

Τι να κρατήσουμε από όλα αυτά;

Ότι αντί να κάνουμε απόλυτες συνομωσιολογικές επικρίσεις, θα ήταν πιο χρήσιμο να εμπλέκουμε τα μέσα ενημέρωσης και να υποδεικνύουμε που έχουν λάθος – αλλά επίσης να θυμόμαστε ότι τα μέσα ενημέρωσης δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από την κοινωνία.

Επίσης, θα πρέπει κανείς να έχει στο μυαλό του την πιο επίμονη αιτία της κακής δημοσιογραφίας: την έλλειψη πόρων.

Με τις πρόσφατες ανακατατάξεις στη βιομηχανία ενημέρωσης, οι οποίες με τη σειρά τους είναι το αποτέλεσμα μιας αναρχικής και παράλογης καπιταλιστικής οικονομίας, πολλά μέσα ενημέρωσης απλά δεν προσλαμβάνουν αρκετούς ανθρώπους για να παράγουν το ποιοτικό δημοσιογραφικό έργο που αξίζει το κοινό. Θα κάνεις κάτι να το αλλάξεις αυτό; Θα προσθέσεις την κατανάλωση των μέσων ενημέρωσης στον οικογενειακό προϋπολογισμό; Θα τηλεφωνήσεις στο βουλευτή της περιοχής σου και θα ζητήσεις περισσότερη χρηματοδότηση για τα δημόσια μέσα ενημέρωσης;

Καθώς ο ανταποκριτής έφθασε στο Παρίσι μια μέρα μετά το μακελειό, είχε μόλις περίπου 24 ώρες στη διάθεση του να κάνει ρεπορτάζ για την τηλεόραση. Πού θα έπρεπε να έχω πάει; Σε ποιον θα έπρεπε να έχω μιλήσει; Πώς να κρατήσω μια ισορροπία μεταξύ του να καταγράψω προσωπικές ανθρώπινες ιστορίες και του να δώσω την ευρύτερη εικόνα; Να δείξω τα όμορφα συναισθήματα αλληλεγγύης στο Παρίσι, αλλά επίσης να καταγράψω την άσχημη πλευρά των πραγμάτων; Αυτά είναι τα ερωτήματα τα οποία οι δημοσιογράφοι πρέπει πάντα να αναλογίζονται, αν και γνωρίζουν ότι συχνά δε διαθέτουν επαρκή μέσα για να κάνουν το ρεπορτάζ που θα επιθυμούσαν.

Μετά από μια ημέρα γεμάτη γυρίσματα, ο εικονολήπτης μου και εγώ αρχίσαμε να περπατάμε στους δρόμους του Παρισιού, συζητώντας με ανησυχία για το αν είχαμε κάνει καλό ρεπορτάζ εκείνη την ημέρα. Νομίζαμε ότι είχαμε τελειώσει, όταν ξαφνικά πέσαμε πάνω σε μια ομάδα εκατοντάδων πανικόβλητων ανθρώπων οι οποίοι έτρεχαν να ξεφύγουν από ό,τι νόμιζαν ότι ήταν πυροβολισμοί (αργότερα αποδείχτηκε ότι ήταν πυροτεχνήματα). Είχε ξεκινήσει ένας δεύτερος γύρος επιθέσεων; Ηταν οι τρομοκράτες μόλις λίγα βήματα μακριά;

Arash's cameraman starts rolling as shots are heard on the streets of Paris the day after the attacks. It was later revealed they were firecrackers.

Ο εικονολήπτης του Arash αρχίζει να κινείται, καθώς ακούγονται πυροβολισμοί στους δρόμους του Παρισιού την επομένη των επιθέσεων. Αργότερα, αποκαλύφθηκε ότι οι ήχοι ήταν πυροτεχνήματα.

Το ένστικτο (επιβίωσης) θα μπορούσε να μας κάνει να τραπούμε σε φυγή, αλλά αντ’ αυτού ο εικονολήπτης έβγαλε την κάμερα, ώστε να μπορέσει να πει την ιστορία έτσι ακριβώς όπως έγινε. Δε θέλαμε να δραματοποιήσουμε τα γεγονότα, απλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο.

Τελικά, υπάρχει μόνο ένα πράγμα το οποίο μπορείς να εμπιστευτείς: το ότι, ανεξάρτητα από την υποκειμενικότητα, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι έχουν μια και μόνη επιθυμία, και αυτή είναι το να μεταδώσουν μια καλή είδηση.