Ανακαλύπτοντας τις πολιτισμικές γέφυρες της Μέσης Ανατολής στη λογοτεχνική Κωνσταντινούπολη

https://globalvoices.org/wp-content/uploads/2015/12/ortakoy-mosque_bosphorus_bridge-800x532.jpg

Το Τέμενος Ορτάκιοϊ και η γέφυρα του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη. Φωτογραφία Wajahat Mahmood (CC BY-SA 2.0)

Η Κωνσταντινούπολη είναι η αγαπημένη μου πόλη. Δεν υπάρχει κανένα άλλο μέρος σαν κι αυτό και αν μάλιστα αγαπάς την ιστορία και ενδιαφέρεσαι για τα τρέχοντα γεγονότα του “Ισλαμικοποιημένου” κόσμου, δεν είναι και τόσο δύσκολο να δεις την Κωνσταντινούπολη ως το κέντρο του πνευματικού σου κόσμου.

Ο όρος “Ισλαμικοποιημένος” επινοήθηκε από τον ακαδημαϊκό Marshall Hodgson. Ο Hodgson έκανε τη διάκριση μεταξύ Ισλαμικών φαινομένων, δηλαδή καθαρά θρησκευτικών φαινομένων, και “Ισλαμικοποιημένων” φαινομένων που σχετίζονται με τα προϊόντα περιοχών στις οποίες οι Μουσουλμάνοι κυριαρχούσαν πολιτισμικά.

Η Κωνσταντινούπολη ήταν η πρωτεύουσα της μεγαλοπρεπούς, παλαιάς και κοσμοπολίτικης Οθωμανικής αυτοκρατορίας και, ακόμα και σήμερα, ίσως να μην υπάρχει καμία πόλη στον κόσμο που να αμφισβητεί το πόσο ανοιχτή είναι σε ανθρώπους όλων των εθνικοτήτων. (Για παράδειγμα, υπάρχει σχεδόν αποδοχή όλων των εθνικοτήτων του κόσμου στη διαδικασία έκδοσης βίζας εισόδου επιτόπου στα τουρκικά λιμάνια). Άνθρωποι από όλο τον Μουσουλμανικό κόσμο έρχονται στην Κωνσταντινούπολη και γοητεύονται από τις ομορφιές της, οι οποίες ποικίλουν από μεσαιωνικά τεμένη μέχρι και μοντέρνα μπαρ και εστιατόρια.

Δεν υπάρχει, λοιπόν, καλύτερο μέρος από αυτό για να θέσω ένα ερώτημα που με απασχολεί εδώ και πολύ καιρό: για ποιον λόγο άραγε οι λογοτεχνικοί κόσμοι της Μέσης Ανατολής και του ευρύτερου Μουσουλμανικού κόσμου δεν συνδέονται; Γιατί άραγε οι διανοούμενοι της Τεχεράνης στρέφονται περισσότερο προς το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη ή ακόμα και τη Μελβούρνη και όχι προς το Κάιρο, την Κωνσταντινούπολη ή την Καζαμπλάνκα;

“Η Κωνσταντινούπολη ήταν η πρωτεύουσα της μεγαλοπρεπούς, παλαιάς και κοσμοπολίτικης Οθωμανικής αυτοκρατορίας και, ακόμα και σήμερα, ίσως να μην υπάρχει καμία πόλη στον κόσμο που να αμφισβητεί το πόσο ανοιχτή είναι σε ανθρώπους όλων των εθνικοτήτων.”

Εκτός από το όμορφο τοπίο στην Κωνσταντινούπολη είχα και τους κατάλληλους συνομιλητές.

Μια όμορφη φθινοπωρινή Κυριακή, συναντήθηκα με τον Arslan Fasihi στην πλατεία Ταξίμ. Ο Fasihi είναι ένας από τους σημαντικότερους τεχνίτες του λόγου, γνωστός, αρχικά, για τις μεταφράσεις από τα τούρκικα στα περσικά των έργων του βραβευμένου με Νόμπελ Ορχάν Παμούκ και της συγγραφέως Elif Shafak. Έτυχε να γνωρίσω τον Fasihi ως νέο συγγραφέα και μεταφραστή, όταν ήταν αρχισυντάκτης του εκδοτικού οίκου Qoqnoos, του κορυφαίου εκδοτικού οίκου του Ιράν (o οποίος, να σας αποκαλύψω, πως έχει εκδώσει και δικές μου μεταφράσεις). Ο Fasihi συνεχίζει να είναι για μένα ο “Ostaad” μου, που στα περσικά σημαίνει «λογοτεχνικός μέντορας».

https://globalvoices.org/wp-content/uploads/2015/12/IMG_7282-800x600.jpg

Ο συγγραφέας Arash Azizi στην Κωνσταντινούπολη με τον Τούρκο ποιητή Enis Batur. Η φωτογραφία παρέχεται από τον Arash Azizi και χρησιμοποιείται κατόπιν σχετικής άδειας.

Κι ενώ μας είχε συνεπάρει η συζήτηση επί παντός θέματος από τις επικείμενες Τουρκικές εκλογές μέχρι και τα τελευταία νέα και τις φήμες για την περσική λογοτεχνική σκηνή, ξεκινήσαμε για το Νισάντασι, μια συνοικία η οποία μνημονεύεται στο μυθιστόρημα του Παμούκ “Το Μουσείο της Αθωότητας“. Ο Fasihi σκόπευε να επισκεφτεί τον Παμούκ, παλιό του φίλο, αλλά ήταν εμφανώς πιο ενθουσιασμένος που θα γνώριζε τον Enis Batur για πρώτη φορά. Η μετάφραση του Fasihi στα περσικά του πειραματικού μυθιστορήματος του Batur “Πικρή Γνώση”, μόλις είχε εκδοθεί και δεν θυμάμαι να είχα ξαναδεί τον μέντορά μου τόσο ενθουσιασμένο για κάποιο βιβλίο. «Το έχω διαβάσει έξι φορές και το απολαμβάνω κάθε φορά», μου εκμυστηρεύτηκε.

Ο φιλικός Enis Batur μας καλωσόρισε στο όμορφο και γεμάτο βιβλία διαμέρισμά του στον τέταρτο όροφο ενός κτηρίου της συνοικίας Νισάντασι. Καθίσαμε στο μπαλκόνι και η συζήτηση ξεκίνησε. Οι ερωτήσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω δεν χρειάστηκε να τεθούν, καθώς πλανιόνταν ήδη στην ατμόσφαιρα. Και να ‘μαστε λοιπόν,οι συγγραφείς από την Μέση Ανατολή, να συζητάμε για την κατάσταση της τέχνης μας (με εμένα, βέβαια, να μαι απλά ένας αρχάριος πλάι σε δυο αυθεντίες!).

Και όπως άρμοζε στην περίσταση, καμία ευρωπαϊκή γλώσσα δεν ήταν παρούσα στη συζήτηση. Ο Batur και ο Fasih μιλούσαν σε όμορφα και εκλεπτυσμένα τουρκικά, ενώ εγώ πάσχιζα να συμβαδίσω, έχοντας τον κύριο Fasih να μου μεταφράζει ευγενικά και υπομονετικά στα περσικά. Καθώς η ατμόσφαιρα γέμιζε με τους ήχους των τουρκικών και των περσικών, δεν μπορούσα παρά να παρατηρήσω πόσες λέξεις έχουν κοινές οι δυο αυτές γλώσσες.

Ο Batur είναι ένας διακεκριμένος ποιητής και τον ρωτήσαμε για την τουρκική ποίηση, της οποίας το παρελθόν οφείλει πολλά στην περσική κληρονομιά. Μιλώντας για τον Yahya Kamal και τον Ahmad Hashem, τους ποιητές που ανήγγειλαν την άφιξη της σύγχρονης τούρκικης ποίησης τη δεκαετία του 1910, ο Batur είπε: «Γνώριζαν άριστα τόσο τη σύγχρονη Δυτική ποίηση, όσο και την παραδοσιακή Οθωμανική ποίηση και έτσι μπόρεσαν να δημιουργήσουν ένα κράμα και των δύο.»

https://globalvoices.org/wp-content/uploads/2015/12/10996092_930455590381746_5287049856973594316_n-800x593.jpg

Ο Arslan Fasihi και ο Enis Batur κρατώντας ένα υπογεγραμμένο αντίγραφο της “Πικρής Γνώσης” του Batur, το οποίο πρόσφατα μετέφρασε ο Fasihi στα περσικά. Η φωτογραφία παρέχεται από τον Arash Azizi και χρησιμοποιείται κατόπιν σχετικής άδειας.

Καθώς ο εκσυγχρονισμός συνεχιζόταν και η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε μεγάλο μέρος των εδαφών της στη Μέση Ανατολή και αντικαταστάθηκε από την Τουρκική Δημοκρατία, πολλοί Τούρκοι ποιητές, οι οποίοι τώρα γράφουν σε λατινικό αλφάβητο, έχασαν τη σύνδεσή τους με το παρελθόν.

«Οι ποιητές του είδους Divan της Οθωμανικής περιόδου μπορούσαν να γράφουν ποίηση σε τρεις γλώσσες: στα τούρκικα, στα αραβικά και στα περσικά» είπε ο Batur. «Οι Τούρκοι ποιητές σήμερα δεν μπορούν καν να διαβάσουν ποιήματα στα αραβικά ή τα περσικά. Αυτή είναι φυσικά μια σημαντική αλλαγή. Βιώσαμε ακόμα και μια βαθιά ποιητική διάσπαση με τα τουρκικά κράτη (της κεντρικής Ασίας)».

Η συζήτηση στρέφεται τώρα στην εμφανή «διάσπαση» μεταξύ των λογοτεχνικών κόσμων του Ιράν, της Τουρκίας και του Αραβικού κόσμου. Σε κάθε μια από αυτές τις περιοχές η λογοτεχνία της Δύσης ή ακόμα και της Λατινικής Αμερικής είναι πιο διαδεδομένη από τα λογοτεχνικά έργα της περιοχής μας. Η γενική άγνοια των Ιρανών και των Τούρκων διανοούμενων για τα λογοτεχνικά έργα του Αραβικού Κόσμου είναι ένα τυπικό παράδειγμα. Παρόλο που το Ιράν υπήρξε Ισλαμική Δημοκρατία για σχεδόν 37 χρόνια, οι μεταφράσεις από τα αραβικά, τη γλώσσα του Ισλάμ, αποτελούν μόνο το 2% των βιβλίων που έχουν εκδοθεί στο Ιράν. Το Ιράν και η Τουρκία, επίσης, αγνοούν συνήθως την λογοτεχνική παραγωγή η μια της άλλης.
Τον Batur τον θλίβει αυτή η απουσία σύνδεσης. «Η Τουρκία και το Ιράν είναι γείτονες. Βέβαια κάποιες φορές έχουν διαφορές κι άλλες πάλι όχι. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία για το πόσο μεγάλη είναι η επίδραση της περσικής κουλτούρας στην οθωμανική», λέει. «Όμως τι γνωρίζουμε για τη σύγχρονη περσική λογοτεχνία; Έχουμε ακούσει για τον Sadeq Hedayat, την Foroogh Farokhzad και κάποιες άλλες προσωπικότητες, αλλά η σύγχρονη περσική λογοτεχνία μάς είναι παντελώς άγνωστη».

“Η συζήτηση στρέφεται τώρα στην εμφανή «διάσπαση» μεταξύ των λογοτεχνικών κόσμων του Ιράν, της Τουρκίας και του Αραβικού κόσμου. Σε κάθε μια από αυτές τις περιοχές η λογοτεχνία της Δύσης ή ακόμα και της Λατινικής Αμερικής είναι πιο διαδεδομένη από τα λογοτεχνικά έργα της περιοχής μας. Η γενική άγνοια των Ιρανών και των Τούρκων διανοούμενων για τα λογοτεχνικά έργα του αραβικού κόσμου είναι ένα τυπικό παράδειγμα.”

«Ακόμα και ο Hedayat, συνεχίζει, είναι γνωστός στα τουρκικά γράμματα μόνο επειδή έχει μεταφραστεί ευρέως στα γαλλικά και τα γερμανικά. Είναι περισσότερο γνωστός ως Ευρωπαίος συγγραφέας παρά ως Ιρανός» εξηγεί.

Η ειρωνεία βρίσκεται στο γεγονός ότι το ίδιο ισχύει και για τούρκικα μυθιστορήματα συγγραφέων όπως ο Elif Shafak, τα οποία μόλις πρόσφατα έγιναν bestsellers, αφού όμως πρώτα έγιναν γνωστά στα αγγλικά.

Άνθρωποι όπως ο Arslan Fasihi συνδράμουν στο να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα. Η μητρική γλώσσα του Fasihi, όπως άλλωστε και εκατομμυρίων άλλων Ιρανών τουρκικής καταγωγής, δεν είναι η περσική γλώσσα, αλλά η αζερική γλώσσα. Η γλώσσα αυτή ονομάζεται «τούρκικη» στη γλώσσα των Ιρανών (και διαφέρει από την τούρκικη γλώσσα που ομιλείται στην Τουρκία, η οποία ονομάζεται «τούρκικη της Κωνσταντινούπολης»).

 

Ο Fasihi ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές του σπουδές στην Τουρκία και έχει αρκετές διασυνδέσεις με τους Τούρκους λογοτέχνες. Αμέσως μετά τη συνάντησή μας, θα έφευγε για τον Τσεσμέ,  παραθαλάσσια πόλη, για να παρουσιάσει μια διατριβή σε ένα συνέδριο Τουρκικών Σπουδών. Άνθρωποι όπως ο Fasihi ακολουθούν τις τούρκικες λογοτεχνικές τάσεις και δεν χρειάζονται τις δυτικές μεταφράσεις για να αποδώσουν ένα κείμενο στα περσικά. Αυτός είναι και ο λόγος που η «Πικρή Γνώση» του Batur δημοσιεύτηκε πρώτα σε περσική μετάφραση πριν ακόμη γίνει διαθέσιμη στα αγγλικά. Ο Fasihi επίσης σύστησε τον Παμούκ στο περσικό αναγνωστικό κοινό πριν ακόμη κερδίσει το Νόμπελ και γνωρίσει διεθνή φήμη.

Τεχνίτες του λόγου όπως ο Fasihi με βαθείς δεσμούς πέρα από την περιοχή της Τουρκίας είναι σπάνιοι, όμως υπάρχουν. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο Ghassan Hamdan. Γεννημένος στη Βαγδάτη και μεγαλωμένος στο Ιράν, τώρα ζει στην ιρακινή πρωτεύουσα και δημοσιεύει τις αραβικές μεταφράσεις περσικών μυθιστορημάτων στο Κάιρο, κέντρο της αραβικής λογοτεχνίας. O Hamdan είναι λάτρης της περσικής και της αραβικής κουλτούρας και εργάζεται ακατάπαυστα, ώστε να δημιουργήσει γέφυρες μεταξύ των δυο πολιτισμών. Έχει μεταφράσει μυθιστορήματα από τα αραβικά στα περσικά και αντιστρόφως.

Όταν, αναπόφευκτα, η συζήτηση στράφηκε στην πολιτική και στο μέλλον της Τουρκίας, ο Batur φάνηκε απαισιόδοξος. Στις πρόσφατες τουρκικές εκλογές υποστήριξε το αριστερό κόμμα HDP, αλλά δεν είδε καμία πιθανότητα αλλαγής στην Ισλαμιστική κυβέρνηση του Ερντογάν. Θεωρεί ότι οι αναταραχές που συμβαίνουν στην περιοχή είναι τόσο επικίνδυνες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε έναν Tρίτο Παγκόσμιο πόλεμο. Θλίβεται για την εμπορευματοποίηση της λογοτεχνίας, της τέχνης και της φιλοσοφίας που σημειώνεται κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Παρόλα αυτά, μέσα σε αυτήν την άβυσσο της απελπισίας, πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμη λόγοι να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον της Μέσης Ανατολής. Προς το παρόν συνήθως οι καταστροφές είναι αυτές που μας υπενθυμίζουν τα κοινά μας χαρακτηριστικά. Σχεδόν σε κάθε διαμάχη στη Μέση Ανατολή, οι εκπρόσωποι της Τεχεράνης, της Άγκυρας, του Ριάντ και της Ντόχα βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα. Την κυβέρνηση Άσαντ της Συριακής Αραβικής Δημοκρατίας στηρίζουν αρκετές εθνοφρουρές του Ιράν και του Αφγανιστάν τα μέλη των οποίων μιλούν την περσική, ενώ ταυτόχρονα οι ίδιες δυνάμεις υποστηρίζουν τη Χεσμπολάχ στο Λίβανο, τους Χούτι στην Υεμένη και κυβερνητικές δυνάμεις στο Ιράκ. Η Τουρκία προσφέρει τη στήριξή της σε διάφορες τζιχαντιστικές οργανώσεις στη Συρία και προσφέρει άσυλο σε πολλούς εξορισμένους πολιτικούς αρχηγούς της Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Αιγύπτου. Τουρκόφωνοι πληθυσμοί της Μεσοποταμίας και του Λεβάντε επίσης καταφεύγουν στην Άγκυρα σε αναζήτηση ηγεσίας.

Σε αντίθεση με τους διεθνείς δεσμούς του παρελθόντος, τους χρωματισμένους με κοσμοπολιτισμό, προοδευτική και σοσιαλιστική πολιτική, οι σύγχρονοι δεσμοί βασίζονται στον σεχταρισμό και είναι σκοτεινοί και αντιδραστικοί. Όμως κανένας κάτοικος καμίας περιοχής δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως βλέπει αδιάφορα τις γύρω περιοχές. Εάν οι δικτάτορες, οι στρατηγοί και οι τρομοκράτες μπορούν να οργανωθούν εκτός εθνικών και γλωσσικών συνόρων, τότε γιατί να μην μπορούν και οι πολίτες.

Στην περίπτωση αυτή οι διανοούμενοι και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δεσμεύονται με ένα ιστορικό καθήκον που δεν είναι άλλο από το να «χτίσουν» διεθνείς γέφυρες υπερβαίνοντας τα σύνορα της περιοχής. Πέρα από ένα απλό ζήτημα ανταλλαγής ειδήσεων και λογοτεχνίας, τίθεται και ένα τεράστιο ζήτημα επιστημολογικής πρόκλησης. Το να αντεπεξέλθουμε σε αυτήν θα είναι αδύνατον αν δεν αντιμετωπίσουμε τα δεινά του ισλαμιστικού Σαλαφισμού, του φονταμενταλισμού και αυτού που ο Ιρανός συγγραφέας, Jalal Ale Ahmad, αποκάλεσε κάποτε Gharbzadegi ή αλλιώς Δυτικοποίηση, αναφερόμενος στην αφελή απομίμηση οποιουδήποτε δυτικού στοιχείου.

Πρέπει να φέρουμε στην επιφάνεια και να ανακαλύψουμε εκ νέου την ιστορία του σύμπαντος που κάποτε μοιραζόμασταν και στο οποίο κατοικούσαμε, από το Σαράγεβο στην Πεσαβάρ και από τη Σαμαρκάνδη στο Χαρτούμ. Πρέπει να αναπτύξουμε γνώση και λογοτεχνία θεμελιωμένες πάνω στις αλήθειες της περιοχής μας και χτισμένες πάνω στις διεθνείς ανταλλαγές μεταξύ των χωρών μας.

Ίσως ένα τέτοιο έργο να φαντάζει ακατόρθωτο, όμως η Κωνσταντινούπολη είναι σίγουρα το κατάλληλο μέρος για να ξεκινήσουμε.

1 σχόλιο

  • Neoklis

    A very sincere cultural analysis of Constantinople but with no mention of the city’s Byzantine Greek past nor of its minority.It is of no doubt that since its conquest by the Ottomans the former Byzantine capital became a centre of education, culture and civilization but Mehmed the Conqueror himself decided to use Greeks as teachers and scholars.On the other hand , only due to the Arab translation of ancient texts it became possible for the West to become aware of the ancient greek scholars like Plato, Aristotle and Herodotus, not to mention Sophocles, Euripides and Aristophanes.

Ακυρώστε την απάντηση

Συμμετέχετε στη συζήτηση -> Neoklis

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.