Το WhatsApp, η εφαρμογή μηνυμάτων που ανήκει στο Facebook και πρόσφατα διεύρυνε τη βάση της σε πάνω από ένα δισεκατομμύριο χρήστες διεθνώς, είναι πολύ δημοφιλής στη Ρωσική Άπω Ανατολή όπου βρίσκεται η Γιακουτία (Δημοκρατία των Σαχά), αλλά κατά πόσο είναι πραγματικά ιδιωτικές οι συζητήσεις των χρηστών της εφαρμογής στην περιοχή;
Οι δημοσιογράφοι της συγκεκριμένης περιοχής της Σιβηρίας (γνωστή και ως Δημοκρατία των Σαχά), έχουν ήδη “κολλήσει” [ru] τη μανία του WhatsApp. Στη Γιακουτία χρησιμοποιούν την εφαρμογή σχεδόν για τα πάντα, ενώ ο μέσος χρήστης WhatsApp στην περιοχή συμμετέχει σε περισσότερα από 13 ομαδικές συζητήσεις. Διάφορες τράπεζες, εστιατόρια και πολυκαταστήματα χρησιμοποιούν τις ομαδικές συζητήσεις για να ανακοινώνουν τις προσφορές τους. Μη κυβερνητικές οργανώσεις κρατούν σε εγρήγορση το κοινό τους μέσα από ανταλλαγή μηνυμάτων. Ακόμα και νομοθέτες ανοίγουν γραφεία εξυπηρέτησης που βρίσκονται και στο WhatsApp, ώστε να μιλούν με τις εκλογικές τους περιφέρειες. Οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης της περιοχής χρησιμοποιούν την εφαρμογή για να διαδίδουν ειδήσεις σχετικά με πυρκαγιές ή ατυχήματα και για να κάνουν εκκλήσεις για πληροφορίες και βοήθεια κατά τη διάρκεια ερευνών και επιχειρήσεων διάσωσης. Τα τοπικά μέσα ενημέρωσης συμβουλεύονται συχνά το WhatsApp ως πηγή ειδήσεων.
Ένας σχολιαστής τοπικής ειδησεογραφικής ιστοσελίδας συνοψίζει [ru] εύστοχα το πόσο δημοφιλής είναι η εφαρμογή WhatsApp: “(Στη Γιακουτία), εάν κάποιος δεν έχει WhatsApp, δεν έχει τηλέφωνο”. Ακόμα και μικρά χωριά συνηθίζουν να έχουν τη δική τους ομάδα κοινοποίησης καθημερινών εκδηλώσεων στο WhatsApp.
Επειδή η εφαρμογή είναι τόσο δημοφιλής και επιτρέπει περισσότερες προσωπικές συζητήσεις και ιδιωτικότητα από ότι άλλα κοινωνικά δίκτυα, όπως το “VKontakte” ή το “Odnoklassniki”, αναπόφευκτα γίνεται αστυνόμευση της επικοινωνίας και του λόγου. Αλλά φαίνεται πως οι φορείς που επιβάλλουν τους νόμους στη Γιακουτία δεν ανησυχούν καθόλου για το WhatsApp και την κρυπτογράφησή του.
Σε μια πρόσφατη δημόσια συζήτηση [ru] στα μέσα ενημέρωσης της Γιακουτία σχετικά με διεθνικά ζητήματα, ο Sergey Ponomaryov, επικεφαλής του τοπικού αντι-εξτρεμιστικού κέντρου (μέλος του Υπουργείου Εσωτερικών, γνωστό και ως Κέντρο “Ε”), δήλωσε ότι όσοι προσπαθούν να διεγείρουν τη βία ή τον εξτρεμισμό στο διαδίκτυο, μπορούν να ξεχάσουν κάθε είδους ανωνυμία στο WhatsApp.
Ο όρος “Εξτρεμισμός” ορίζεται πολύ γενικά στη Ρωσική Νομοθεσία: οτιδήποτε, από το να διεγείρει κανείς εθνικό μίσος μέχρι το να προσβάλλει τα αισθήματα των πιστών ή να κάνει κάλεσμα για ανατροπή των αρχών, μπορεί να χαρακτηριστεί “εξτρεμιστικός λόγος”,συμπεριλαμβανομένου του διαδικτύου. Με την προβληματική πολιτική κατάσταση στη Ρωσία και την επιδείνωση των Διεθνών σχέσεων εξαιτίας των ενεργειών της στην Ουκρανία και τη Συρία, το Κρεμλίνο έκανε πιο αυστηρούς τους αντι-εξτρεμιστικούς νόμους, αλλά παράλληλα έκανε τους ορισμούς πιο ασαφείς, αφήνοντας περιθώρια για την αυθαίρετη εφαρμογή τους. Μια πρόσφατη έκθεση [en] του Κέντρου SOVA για την ανάλυση πληροφοριών, σημειώνει ότι “τα νέα εγκλήματα και αδικήματα ορίζονται με τέτοιο τρόπο, που η κατά γράμμα εφαρμογή τους είτε είναι αδύνατη, είτε μπορεί να οδηγήσει σε μαζική καταπίεση, όμως στην πράξη, αυτοί οι κανόνες εφαρμόζονται επιλεκτικά”.
“Είναι άσκοπο να απαγορεύσει κανείς τη χρήση της συγκεκριμένης εφαρμογής μηνυμάτων – οι άνθρωποι θα αρχίσουν αμέσως να χρησιμοποιούν υποκατάστατα. Από την άλλη, μπορούμε να ελέγξουμε την κατάσταση και να βρίσκουμε τους ανώνυμους αποστολείς όταν χρειάζεται” είπε ακόμη ο Ponomaryov. “Για την ακρίβεια, πρόσφατα βρήκαμε ένα και στείλαμε την υπόθεσή του στη διερευνητική επιτροπή, η οποία αποφάσισε να του δώσει μια ευκαιρία, δεδομένης της θετικού ιστορικού που κατείχε και έτσι δεν κινήθηκε η ποινική διαδικασία”.
Παρ’ ότι ο επικεφαλής του Κέντρου “E” δεν εξήγησε με ποιο τρόπο ακριβώς στάθηκαν ικανοί να εντοπίσουν ανώνυμους χρήστες ή να αποκαλύψουν τις προσωπικές τους πληροφορίες, ο ίδιος άφησε να εννοηθεί ότι η αντι-εξτρεμιστική αστυνομία έχει πολύ πιο διευρυμένη εξουσία όταν αναλαμβάνει διερευνητικές εργασίες, επιτρέποντας στους πράκτορές της να γίνονται πιο παρεμβατικοί και να σέβονται λιγότερο στοιχεία όπως η προστασία της ιδιωτικής ζωής των χρηστών.
Από τη στιγμή που το WhatsApp ισχυρίζεται ότι χρησιμοποιεί κρυπτογράφηση τύπου “end-to-end” για τα μηνύματα των χρηστών, το τοπικό Κέντρο “E” πρέπει να έχει τουλάχιστον κάποια τεχνολογική αρτιότητα ή μια τοπική σύνδεση ISP, ώστε να “σπάσει” την κρυπτογράφηση – ή πρέπει να βρει εναλλακτικούς τρόπους πρόσβασης στο περιεχόμενο που αποθηκεύεται στις συσκευές των χρηστών, όπως να “χακάρει” λογαριασμούς WhatsApp (παρόμοια με περιπτώσεις που αναφέρθηκαν στο Πακιστάν [en]). Μια άλλη επιλογή θα ήταν να υπάρχει ένα δίκτυο πληροφοριοδοτών ανάμεσα στους χρήστες του WhatsApp, αλλά δεν είναι σαφές από τα λεγόμενα του Ponomaryov εάν αυτό αποτελεί πιθανή εξήγηση.
Η αντιεξτρεμιστική δράση αυτής της Σιβηρικής περιοχής φαίνεται να εστιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά στο Διαδίκτυο και την ψηφιακή επικοινωνία: σύμφωνα με τα στατιστικά της στοιχεία, το σύνολο του εξτρεμιστικού υλικού που ανακαλύφθηκε κατά τα τελευταία δύο χρόνια ήταν διαδικτυακό [ru]. Υπάρχουν έξι τέτοιες υποθέσεις μέσα στο 2014, τρεις κατά το 2015 και αρκετές νέες υποθέσεις υφίστανται έρευνα αυτό τον καιρό. Ο Ponomaryov ανέφερε ότι, από τους χρήστες που διώκονται για εξτρεμισμό με πρόστιμα, κανείς δεν έχει πάει φυλακή αλλά αντ’ αυτού έχουν λάβει διοικητικές κυρώσεις.
Η Γιακουτία δεν είναι το μόνο μέρος της Ρωσίας που το WhatsApp είναι εξαιρετικά δημοφιλές. Στην Τσετσενία, αυτή η εφαρμογή μηνυμάτων χρησιμεύει ταυτόχρονα ως πλατεία, τραπέζι κουζίνας και παγκάκι της γειτονιάς, καθώς αποτελεί ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μπορούν άνετα να συζητήσουν ή να κουτσομπολέψουν, να ασκήσουν κριτική στις αρχές και να μοιραστούν τα τελευταία αθλητικά νέα ή διασκεδαστικά βίντεο.
Ωστόσο, αρκετές πρόσφατες υποθέσεις [en] Τσετσένων χρηστών του διαδικτύου που εκτέθηκαν και ντροπιάστηκαν δημοσίως για την κριτική που άσκησαν διαδικτυακά στον ηγέτη της περιοχής, Ramzan Kadyrov, έχουν επίσης εγείρει φόβους ότι η προστασία της ιδιωτικής ζωής στην εφαρμογή μηνυμάτων μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο και να οδηγήσει σε μαζική “μετανάστευση’ των Τσετσένων χρηστών από το WhatsApp στο Telegram, που θεωρείται πιο ασφαλές.
Μια από τις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις, ήταν αυτή της Ayshat Inayeva, μιας δημόσιας υπαλλήλου από την Τσετσενία, που κοινοποίησε ένα ηχητικό απόσπασμα του εαυτού της στο WhatsApp, στο οποίο ασκούσε κριτική στις τοπικές αρχές ασφάλειας και τη χρησιμότητα των πολιτικών τους, λέγοντας ότι ο Kadyrov δεν ενδιαφέρεται για “τους απλούς ανθρώπους”. Το δίλεπτο απόσπασμα κοινοποιήθηκε μέσω μιας ομάδας συζήτησης στο WhatsApp και έπειτα αρκετοί Τσετσένοι χρήστες το κοινοποίησαν ξανά. Τρεις μέρες μετά, ο ίδιος ο Kadyrov ντρόπιασε δημοσίως την Inayeva και το σύζυγό της στη Δημόσια Τηλεόραση [en], φέρνοντάς τους στο στούντιο και επιπλήττοντάς την, επειδή ξεστόμισε τα παράπονά της στο WhatsApp.