- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Αμοιβαία ιδιοτέλεια: Το Μπαχρέιν γιορτάζει 200 χρόνια ”φιλίας” με τη Μ. Βρετανία

Κατηγορίες: Δυτική Ευρώπη, Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Ηνωμένο Βασίλειο, Μπαχρέιν, Διεθνείς Σχέσεις, Ιστορία, Μέσα των πολιτών, Πολιτική, Γέφυρα

Χάρτης του Περσικού Κόλπου του 1851. (Wikimedia Commons)

Το βασίλειο του Μπαχρέιν πάντα ήταν φίλος με τους Δυτικούς συμμάχους του. Αυτή η φιλία γιορτάστηκε [1]στη Διεθνή Αεροπορική Επίδειξη του Μπαχρέιν (BIAS) στις 21 Ιανουαρίου, με μία πτήση επίδειξης των αεροσκαφών τύπου Typhoon [2] της βρετανικής βιομηχανίας αμυντικών συστημάτων BAE Systems, που η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας επιθυμεί διακαώς να πουλήσει σε όλες τις δικτατορίες του Κόλπου.

Η Διεθνής Αεροπορική Επίδειξη του Μπαχρέιν ήταν η πρώτη μίας σειράς εκδηλώσεων, [3]που θα γίνουν κατά τη διάρκεια όλης της χρονιάς και θα διατυμπανίζουν τα οφέλη της σχέσης του Μπαχρέιν με το Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία μετρά 200 έτη. Προκαλεί ενδιαφέρον ότι η ”κλιμάκωση” του ερχομού της 200ής επετείου είχε ήδη διαφανεί από τη ‘Μεγάλη Βρετανική Εβδομάδα’ το 2013 [4]. Φαίνεται ότι και οι δύο κυβερνήσεις αρέσκονται στο να διασκεδάζουν την κριτική [5] που δέχονται για τις σχέσεις τους, τονίζοντας υπερβολικά πόσο υπέροχες έχουν υπάρξει αυτές οι σχέσεις και για τις δύο χώρες.

Η επιλογή να γιορτάσουν τη 200ή επέτειο των σχέσεων μεταξύ Μπαχρέιν και Μεγάλης Βρετανίας [6] είναι κάπως προβληματική, ωστόσο, καθώς στα αρχικά της στάδια η σχέση αυτή δεν έμοιαζε τόσο με “φιλία”, όσο με αποικιοκρατική σχέση που περιελάμβανε εξαναγκασμούς, προδοσίες, πειρατείες και δουλεμπόριο.

Η οικογένεια που κυβερνά το Μπαχρέιν, η Αλ Καλίφα, προέρχεται από τη φυλή Μπάνι Ούτμπαχ [7], η οποία αποτελούσε μέρος μίας συνομοσπονδίας στο Κουβέιτ, πριν αποσχιστεί για να κατοικήσει στην αραβική ακτή κοντά στο Μπαχρέιν, τη Ζουμπαράχ [8] (στο σημερινό Κατάρ) κατά το 18ο αιώνα. Εκεί, ήρθε σε σύγκρουση με τις γειτονικές φυλές, που αποτελούνταν από τους ηγέτες της Μασκάτ, του Άμπου Ντάμπι και την οικογένεια Αλ Σαούντ στο εσωτερικό της Αραβικής Χερσονήσου.

Η Βρετανία, στο μεταξύ, εξάπλωνε την εμπορική της αυτοκρατορία, ιδίως στην Ινδία, και η βρετανική κυβέρνηση στη Βομβάη άρχισε να ενδιαφέρεται για τις πολεμικές συρράξεις μεταξύ των φυλών καθώς και την πειρατεία στον Περσικό Κόλπο. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Βρετανός Πρώτος Πολίτης, ο ανώτερος Βρετανός αξιωματούχος στον Κόλπο, τοποθετήθηκε στην περσική ακτή στο Μπουσέρ [9]. Το 1805, ο σεΐχης της Αλ Καλίφα προσέγγισε το Βρετανό Πρώτο Πολίτη ζητώντας του προστασία από την οικογένεια Αλ Σαούντ και τους φανατικούς ουαχαμπιστές, οι οποίοι την πίεζαν να βγει για ‘πειρατικό σεργιάνι στην Ινδία”. Οι Ουαχάμπι δεν είχαν ναυτικό και ήθελαν να επεκταθούν μέσω της πειρατείας των εμπορικών πλοίων από την Ινδία ως τον Κόλπο.

Σύμφωνα με ένα χρονικό [10]της φυλής Μπάνι Ούτμπα, που συντάχθηκε από Βρετανούς αξιωματούχους στον Περσικό Κόλπο αργότερα μέσα στο 19ο αιώνα, οι Βρετανοί θέλησαν να δουν από κοντά “αυτό το νέο και καταστροφικό σύστημα, που προέκυπτε από την πλεονεξία και το φανατισμό μίας απελπισμένης φυλής στο κέντρο της Αραβικής Χερσονήσου”. Ωστόσο, η κυβέρνηση της Βομβάης, αβέβαιη για την περσική αντίδραση σε μία βρετανική ανάμιξη στις φυλές του Αραβικού Κόλπου, αρνήθηκε να τους προσφέρει προστασία.

Το 1810, η φυλή Γουαχάμπι επέβαλε έναν κυβερνήτη στο Μπαχρέιν και στη γειτονική αραβική ακτή, στον οποίο η οικογένεια Αλ Καλίφα ήταν υποχρεωμένη να αποδίδει τιμές. To 1811-12, οι Οθωμανοί έστειλαν ένα αιγυπτιακό στρατιωτικό σώμα με αρχηγό το γιο του Αλή Πασά, προκειμένου να ανακαταλάβουν την Αραβία και η φυλή Ούτμπα μπόρεσε έτσι να ξεφορτωθεί τον κυβερνήτη των Γουαχάμπι και να αρχίσει συνεργασία με τον Ιμάμη της Μασκάτ.

Παρόλο που στα Αρχεία του Μπαχρέιν που έχουν συγκεντρωθεί από το Βρετανικό αποικιακό γραφείο υπάρχει ασάφεια σχετικά με το ζήτημα, φαίνεται ότι η Μουσκάτ ίσως προσπάθησε να κάνει την οικογένεια Αλ Καλίφα υποτελή της και, προκειμένου να αντισταθούν σε αυτό, οι Αλ Καλίφα προσπάθησαν να παίξουν διπλό παιχνίδι προσεγγίζοντας τη φυλή Γουαχάμπι. Ο Βρετανός Πρώτος Πολίτης στο Μπουσέρ, υπολοχαγός Γουίλιαμ Μπρους, έφτασε [11] στο Μπαχρέιν στις 19 Ιουλίου 1816, προκειμένου να βρει το σεΐχη Αμπντουλάχ Αλ Καλίφα, καθώς αυτός ανησυχούσε για την επικείμενη υποστήριξη των Βρετανών σε μία επίθεση της Μουσκάτ εναντίον του Μπαχρέιν, όπως τον είχε προειδοποιήσει o Ιμάμης της Μουσκάτ. Ο Μπρους διαβεβαίωσε το σεΐχη ότι αυτό ήταν αναληθές και, προκειμένου να ενισχύσει την άποψή του, ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να “φέρει μπροστά του μερικά άρθρα της συμφωνίας”, πιστεύοντας ότι δε θα είχε πρόβλημα με αυτό η κυβέρνηση της Βομβάης. Η κυβέρνηση της Βομβάης όντως ενοχλήθηκε, παρ’ όλα αυτά, και απέρριψε την ανεπίσημη συμφωνία του Μπρους, επιλέγοντας να παραμείνει ουδέτερη απέναντι στο Μπαχρέιν για την ώρα. Όποια και να είναι η πραγματική εκδοχή, αυτή η προφορική συμφωνία πάντως δε θεωρήθηκε αρκετά σημαντική ώστε να υπάρχει ενδιαφέρον για την τήρησή της.

Αυτή ήταν μάλλον μία έξυπνη κίνηση από την πλευρά της κυβέρνησης της Βομβάης, καθώς η οικογένεια Αλ Καλίφα, μετά την υπόσχεση του Μπρους ότι οι Βρετανοί θα απείχαν από την παροχή βοήθειας στους πειρατές στον Κόλπο, προχώρησε στην παροχή βοήθειας σε μία γειτονική φυλή, την Τζάουασιμ, στη διεξαγωγή μίας εκστρατείας πειρατείας και πώλησης των λαφύρων τους στο Μπαχρέιν. “Ήταν αδύνατο κάτω από αυτές τις συνθήκες να δούμε το Μπαχρέιν ως οτιδήποτε άλλο πέρα από ένα πειρατικό λιμάνι”, έγραψε ο Βοηθός του Βρετανού Πρώτου Πολίτη στον Περσικό Κόλπο στα απομνημονεύματά του για το σεΐχη Ούτουμπ.

Μέχρι το 1819, η κυβέρνηση της Βρετανικής Ινδίας είχε ανεχτεί πολλές από τις συρράξεις και τις πειρατείες των φυλών του Κόλπου. Ο υποπλοίαρχος Λοκ έφτασε [12]με έξι πλοία για να ερευνήσει μία αναφορά που έκανε λόγο για πώληση Ινδών γυναικών σε σκλαβοπάζαρο στο Μπαχρέιν. Ο σεΐχης έπεισε τον Λοκ ότι η ιστορία ήταν αναληθής και συμφώνησε να απαγορεύσει την πώληση “συλληφθείσας βρετανικής περιουσίας”, μία συμφωνία στην οποία ο σεΐχης “δεν έδωσε την παραμικρή σημασία”.

Αφού περιφρονήθηκαν για άλλη μία φορά, οι Βρετανοί έστειλαν περισσότερα πλοία στον Κόλπο υπό τον αρχιστράτηγο Γ. Τζ. Κέιρ και κατέστρεψαν τον [13] πειρατικό στόλο των Τζάουασιμ, αιχμαλωτίζοντας τη βάση τους στο Ρας Αλ Χάιμα, [14] που σήμερα αποτελεί ένα από τα επτά Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Screen Shot 2016-02-26 at 18.00.48 [13]

Απόσπασμα από την Ιστορία του Ινδικού Ναυτικού 1613-1863 Τόμος Ι, από τον Τσαρλς Ράθμποουν Λόου.

Ο σεΐχης του Μπαχρέιν παρέδωσε τότε στους Βρετανούς όλα τα πειρατικά πλοία που είχαν δέσει στο λιμάνι του. Ωστόσο, αυτή η κίνηση δεν εξάλειψε εντελώς την πειρατεία και οι φυλετικές διαμάχες συνεχίστηκαν μεταξύ των σεΐχηδων του Κόλπου, καθώς η οικογένεια Αλ Καλίφα συνέχιζε να αγωνίζεται, προκειμένου να μην υποταχθεί είτε στη Μουσκάτ είτε στη φυλή Γουαχάμπι.

Είναι δύσκολο να πούμε ότι η συμφωνία του 1816 εγκαθίδρυσε μία συνθήκη φιλίας, καθώς στην πραγματικότητα αποτελούσε μία υπόσχεση ότι το Βρετανικό Ναυτικό στον Κόλπο θα παρέμενε ουδέτερο στη διαμάχη μεταξύ Μπαχρέιν και Μουσκάτ.

Είναι επίσης κατανοητό ότι οι κυβερνήσεις του Μπαχρέιν και της Μεγάλης Βρετανίας δεν επιθυμούν να γιορτάσουν την επέτειο το 2020, κυρίως επειδή αυτή είναι μία εκλογική χρονιά για το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά επίσης επειδή θυμίζει το έτος κατά το οποίο οι Βρετανοί εξανάγκασαν τους σεΐχηδες του Κόλπου να σταματήσουν την πειρατεία και το δουλεμπόριο. Επίσης διαφαίνεται ότι η κυβέρνηση του Μπαχρέιν προσπαθεί να ενισχύσει τη νομιμότητά της, υπαινισσόμενη ότι το Μπαχρέιν στην πραγματικότητα ήταν πάντα ανεξάρτητο από τη Βρετανία, η οποία αποτέλεσε απλώς έναν φίλο και ευεργέτη της οικογένειας Αλ Καλίφα και όχι τον αποικιοκράτη της.

Είναι δύσκολο να ονομάσουμε οποιαδήποτε από αυτές τις περιστάσεις την απαρχή μίας “φιλίας” μεταξύ Βρετανίας και Μπαχρέιν. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για μία σχέση αμοιβαίας φιλίας, αλλά μάλλον σκληρόπετσου πολιτικού κυνισμού.

Ίσως αυτό να σημαίνει ο ευφημισμός “φιλία” στην πραγματικότητα. Η σχέση χορηγού – πελάτη μεταξύ Βρετανίας και Μπαχρέιν έχει κρατήσει 200 χρόνια και δε δείχνει σημάδια οριστικού τέλους. Είναι μία σχέση βολέματος για λόγους εξουσίας και εμπορίου και μάλλον δεν πρέπει να αναμένεται ότι θα οδηγήσει προς το συμφέρον των απλών πολιτών.