- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Βήματα ενός ταξιδιού

Κατηγορίες: Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Συρία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Ανθρωπιστική ανταπόκριση, Διεθνείς Σχέσεις, Μέσα των πολιτών, Μετανάστευση, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Πρόσφυγες, Γέφυρα
Lesvos Boat

Μια φουσκωτή βάρκα γεμάτη πρόσφυγες πλησιάζει τη Λέσβο. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Radu Bec. Χρησιμοποιείται με άδεια.

Ο παράκτιος δρόμος στην Εφταλού της Λέσβου είναι γεμάτος ελαιώνες, συκιές και συντρίμμια από το καθημερινό πέρασμα χιλιάδων ανδρών, γυναικών και παιδιών, που αναζητούν καταφύγιο. Η ακτογραμμή είναι γεμάτη από ξεφούσκωτες πλαστικές βάρκες, σωρούς από σωσίβια, σπόγγους και φύκια, εγκαταλελειμμένα μουσκεμένα ρούχα και κάπου-κάπου ένα παιχνιδάκι ή ένα ενθύμιο που το ξέβρασε η θάλασσα και χάθηκε στη βιασύνη να πάμε παρακάτω.

Καθώς ο ήλιος ανατέλλει και ρίχνει τις αχτίδες του πάνω στο Αιγαίο, ο ορίζοντας γεμίζει με φουσκωτά εν πλω, που μάχονται με τα αφρισμένα νερά. Εθελοντές οδηγούν τους επιβάτες προς την ακτή, σκοντάφτουν και βυθίζονται μέσα στο νερό, που τους φτάνει ως το γόνατο, αγκαλιάζοντας παιδιά, τους ηλικιωμένους, σπασμένους σάκους, ο ένας τον άλλο. Συντριμμένοι με ανακούφιση, αγκαλιάζονται, φωνάζουν, κλαίνε, πέφτουν και προσεύχονται ή κάθονται σε απόλυτη σιωπή. Παίρνουν τηλέφωνο και καθησυχάζουν τα μέλη της οικογένειας που βρίσκονται ακόμα σε στρατόπεδα και κοινότητες στη Συρία, το Αφγανιστάν, το Λίβανο, την Τουρκία, την Ερυθραία, τη Σομαλία και αλλού, ότι τα κατάφεραν και έκαναν το πέρασμα, είναι ζωντανοί, είναι μαζί.

Η Fatima, δασκάλα και μητέρα δύο νεαρών αγοριών, καταρρέει στην ακτή, κλαίει και στιγμιαία αγωνίζεται να αναπνεύσει. Ο Mahmoud, ο 11χρονος γιος της, γονατίζει και την νανουρίζει όσο χαλαρώνουμε τη σφιχτοδεμένη μαντίλα της και την καθησυχάζει με διαβεβαιώσεις ότι είναι όλοι ασφαλείς και ότι την αγαπάει. “Στη βάρκα, κρατούσα όλο το φόβο μου μέσα μου, έτσι ώστε τα παιδιά μου να μην το βλέπουν”, εξηγεί η Fatima αργότερα. “Αλλά έχουν μεγαλώσει πριν την ώρα τους. Ελπίζω, κάπου, ότι θα μπορούν να ζήσουν την παιδική ηλικία που τους την αρνήθηκαν και ότι θα μπορώ να ξανακτίσω τη ζωή μας”.

Ο Ahmed κάθεται στα βράχια, τα τρέμουν τα πόδια του, περιβάλλεται από τα μεγάλα παιδιά του. Η Sawsan, η μεγαλύτερη κόρη του, κρατάει το χέρι του. Περπατώντας τα έξι χιλιόμετρα στον Μολύβο αργότερα, αναζωογονείται παρά την αφόρητη ζέστη και θαυμάζει τα καταπράσινα χωράφια, τα ανθισμένα δέντρα και τα σωζόμενα ερείπια ενός φρουρίου σε απόσταση. Οι δύο έφηβοι γιοι του είχαν συλληφθεί και μαστιγώθηκαν στη Ράκκα και όταν απελευθερώθηκαν τελικά, αποφάσισε να φύγει από τη Συρία: μια απόφαση, λέει, που βρήκε συγκλονιστική. “Δεν υπήρχε άλλη επιλογή”, λέει ο Ahmed. «Μεγάλωσα τα παιδιά μου μαθαίνοντάς τους να απορρίπτουν τον σεχταρισμό και να σέβονται βαθιά όλες τις θρησκείες. Είδαμε μια βιαιότητα και μια απανθρωπιά σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορούσα πλέον να τους προστατεύσω και ήξερα ότι έπρεπε να φύγουμε».

Η Lara και η Haya, έφηβες λάτρεις του χιπ-χοπ, περπατούν παράλληλα μαζί μας με τους αδελφούς τους. Ο πατέρας τους, Ehab, αναρρώνει από τη χειρουργική επέμβαση ανοικτής καρδιάς, στην οποία υποβλήθηκε τον προηγούμενο μήνα: μια ουλή που επουλώνει είναι ορατή στο στήθος του. Περπατά αργά, σταματώντας συχνά για να ανασάνει, μέχρις ότου ένας εθελοντής τον πείθει να δεχτεί να τον μεταφέρουν με όχημα, καθησυχάζοντάς τον ότι τα παιδιά του θα είναι ασφαλή και θα τον ακολουθήσουν στο κοντινό καταυλισμό. Καθώς η ομάδα συνεχίζει κατά μήκος του χωματόδρομου και ο ήλιος ανεβαίνει ψηλότερα σε έναν ασυννέφιαστο ουρανό, το νεότερο παιδί αποφασίζει να πάει για μπάνιο. Πηδούν από τα βράχια με τα ρούχα και επιπλέουν ανάσκελα στα ήρεμα πλέον νερά. Γελούν, χειρονομώντας ντροπαλά προς τους τουρίστες στην παραλία, αναρωτιούνται τι σκέφτονται, τι καταλαβαίνουν για την ανόμοια ομάδα τους, που ενώθηκε κατά τύχη και τώρα συνδέονται από βαθιά φιλία, καθώς ταξιδεύουν μαζί.

Ο Canyar, Κούρδος μουσικός από το Κομπάνι της Συρίας, κάθεται και ξεκουράζεται με την οικογένεια και τους συντρόφους του. Έφερε μαζί του το όργανό του, έναν ταμπουρά, και ελάχιστα άλλα πράγματα. “Η μουσική μου είναι η αντίστασή μου”, λέει. “Παίζω τραγούδια για να τιμήσω τους νεκρούς μας, αυτούς που πέθαναν υπερασπιζόμενοι τον λαό μας και τις παραδόσεις και τον πολιτισμό μας. Η μουσική μου είναι ο τρόπος μου να συνεισφέρω στον αγώνα του λαού μου”.

Η Salwaa, μια συμπονετική, ικανή και πολύγλωσση φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο του Αφγανιστάν, 20 ετών και κάτι, κινείται μεταξύ ομάδων συνταξιδιωτών της από την Καμπούλ, την Κουντούζ και το Mαζάρ-ι-Σαρίφ, βοηθώντας εκείνους που χρειάζονται βοήθεια. Μεταφράζει για μια εθελοντική παραϊατρική ομάδα, καθώς εξετάζει τα πόδια του Karim, που πονάνε. Ο Karim είναι δασκάλος στη Χαζάρα και πάσχει από διαβήτη. Περπατάει εβδομάδες μαζί με την οικογένειά του. Έχει βαθιά νέκρωση ιστού και στα δύο πόδια και, όπως φαίνεται, θα πρέπει να υποβληθεί σε διπλό ακρωτηριασμό. “Δεν μπορούσα να το μεταφράσω αυτό”, λέει h Salwa. “Δεν μπορώ να καταστρέψω τις ελπίδες του. Θα του πουν την αλήθεια στο νοσοκομείο, αλλά εγώ δεν μπορώ”.

Αργότερα, έξω από ένα σκονισμένο χώρο στάθμευσης, όπου οι νέες αφίξεις αναμένουν τα σπάνια λεωφορεία, που θα τους μεταφέρουν σε στρατόπεδα αναμονής στη Μυτιλήνη, ένα γνωστό γέλιο μας επανασυνδέει με την Παλαιστίνια δημοσιογράφο Wissam, κάτοικο του προσφυγικού στρατοπέδου Γιαρμούκ. Η τελευταία μας συνάντηση ήταν το 2007 στο εργαστήριό της: ήταν πιο ευτυχισμένες στιγμές, αγκαλιαζόμαστε και θυμόμαστε. Δείχνει το γιο και τους αδελφούς της δίπλα της, τα ρούχα τους εξακολουθούν να είναι υγρά και γεμάτα αλάτι από το θαλάσσιο πέρασμα. “Ο κόσμος μας έχει έρθει άνω-κάτω. Όλα έχουν αλλάξει σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα”, λέει η Wissam.

Το σκάφος τους είχε αρχίσει να βυθίζεται, όταν ήταν ακόμη μακριά από την ακτή και έπρεπε να πετάξουν οτιδήποτε δεν ήταν απαραίτητο στη θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων των βαρέων σάκων τους, που είχαν γεμίσει με νερό. “Οι θάλασσες δεν είναι μόνο το νεκροταφείο των σωμάτων μας”, συλλογίζεται, αναφερόμενη στις χιλιάδες που αναζητούν καταφύγιο και πνίγηκαν τον περασμένο χρόνο, “αλλά και των αναμνήσεών μας: των φωτογραφιών και των υπαρχόντων μας και των μικρών πραγμάτων που φέραμε μαζί μας για να μας θυμίζουν την πατρίδα”.

Μέρες αργότερα, πολλοί από αυτούς που συναντήσαμε, όταν έφθασαν την πρώτη μέρα, περιμένουν ακόμα σε στρατόπεδα στη Μυτιλήνη, στο λιμάνι ή κοιμούνται στους δρόμους, καθώς περιμένουν τα χαρτιά υποδοχής, που θα τους επέτρεπαν να συνεχίσουν τα ταξίδια τους. Οι συνθήκες είναι υποβαθμισμένες, υπάρχει ελάχιστη, αν υπάρχει, ανθρωπιστική υποδομή και κάθε μέρα περιμένουν πολλές ώρες στο λιμάνι, υπομένοντας τις λεκτικές προσβολές και τα περιστασιακά χτυπήματα των λιμενικών αστυνομικών. “Όλα είναι τόσο ταπεινωτικά”, λέει η Sonia, φοιτήτρια αρχιτεκτονικής κοντά στη Δαμασκό. “Δεν το περιμέναμε πραγματικά αυτό. Σκεφτήκαμε ότι εάν επιβιώναμε από το θαλάσσιο πέρασμα, αυτό θα ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι του ταξιδιού”.

Οι εξιστορήσεις των στρατιωτικοποιημένων συνόρων που πρέπει να διασχίσουν διαδίδονται από στόμα σε στόμα και μέσω διαδικτυακών ομάδων συνομιλίας. Ο Μarwan, ένας από τους νεαρούς που σταμάτησαν να κολυμπήσουν, ενώ η οικογένειά του συνέχιζε την πεζοπορία προς τον Μόλυβο, χειρονομεί προς τα πλήθη των εξαντλημένων, δίχως άλλη υπομονή ταξιδιωτών γύρω τους στο λιμάνι και λέει ειρωνικά: “Αν ήξερα ότι βιαζόμασταν μόνο και μόνο για να κολλήσουμε εδώ, θα είχα μείνει στη θάλασσα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και θα σταματούσα να θαυμάσω τη θέα κατά μήκος του δρόμου”.

Εκείνη τη νύχτα, παίρνουμε τη Sonia και την ομάδα των συμφοιτητών τηςς σε μια γιορτή στο ΠΙΚΠΑ, ένα κοινοτικό στρατόπεδο αλληλεγγύης που παρέχει ξεκούραση και καταφύγιο στους άρρωστους, τραυματίες και ιδιαίτερα ευάλωτους μεταξύ εκείνων που ζητούν άσυλο. Η Έφη, συντονίστρια και ακούραστη εθελόντρια, χορεύει περιστοιχισμένη από μια ομάδα μικρών κοριτσιών, όλα προσπαθώντας να κρατήσουν τα χέρια της και να έχουν την προσοχή της. «Μαθαίνουμε από το σθένος τους και προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια κοινότητα που να μας δίνει σε όλους κάποια αξιοπρέπεια», λέει. Μία ομάδα μουσικών, ακτιβιστών και εθελοντών από το δίκτυο Welcome to Europe [Καλωσήρθατε στην Ευρώπη] τραγουδούν τραγούδια αλληλεγγύης δίχως σύνορα, ιδιοκτησία, πλοία της Frontex: [1]τραγούδια καλωσορίσματος.

Η Sonia κάθεται στο έδαφος ανάμεσα στα παιδιά και τους γονείς τους, οι σφιχτοί ώμοι της χαλαρώνουν και ξεχνά για λίγο το βάρος της αναμονής των ημερών και των εβδομάδων που έρχονται. Ο Mohammed, ένας 13χρονος από το Χαλέπι, σηκώνεται και παίρνει το μικρόφωνο. Κάτω από έναν πανέμορφο νυχτερινό ουρανό, περιτριγυρισμένος από επιζώντες, τραγουδάει ραπ για την αντοχή και τα μεγάλα ταξίδια τους. Το ακροατήριο συμμετέχει μαζί του και, για μια στιγμή, το πρόσωπό του λάμπει.

Ο Caoimhe Butterly είναι Ιρλανδή διοργανώτρια, ακτιβίστρια για τη δικαιοσύνη για τους μετανάστες και μεταπτυχιακή φοιτήτρια. Έχει περάσει δεκατέσσερα χρόνια δουλεύοντας με κοινωνικά κινήματα και προγράμματα κοινοτικής ανάπτυξης στη Λατινική Αμερική, στον Αραβικό Κόσμο και αλλού.