- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Η δυσκολία και η αβεβαιότητα του να ζεις στην Τουρκία ως Σύριος πρόσφυγας

Κατηγορίες: Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Συρία, Τουρκία, Μέσα των πολιτών, Μετανάστευση, Πρόσφυγες, Γέφυρα
Yilmaz Ibrahim Basha

Yilmaz Ibrahim Basha

Πολλά έχουν γραφτεί για τους πρόσφυγες τα τελευταία δυο χρόνια. Σπάνια όμως ακούμε τους ίδιους να μιλούν, παρά μόνο για λίγες στιγμές. Το GlobalPost, ένας διεθνής ειδησεογραφικός οργανισμός εντός της οικογένειας του Public Radio International, συνέλεξε μικρά δοκίμια από πέντε νέους Σύριους, που όλοι έλαβαν τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να ορμήσουν σε ένα απειλητικό ταξίδι εκτός συνόρων, στην Τουρκία, στην Ελλάδα και διασχίζοντας τη νότια Ευρώπη.

Το παρακάτω κείμενο από τον Υilmaz Ibrahim Basha, 24 ετών, αρχικά δημοσιεύτηκε στο [1] PRI.org στις 31 Μαΐου 2016 και αναδημοσιεύεται εδώ κατόπιν αδείας.

Το 2013, συνελήφθην και φυλακίστηκα από το Ισλαμικό Κράτος.

Με κρατούσαν σε ένα κελί φυλακής στην Ράκκα, πρωτεύουσα του Ισλαμικού Κράτους [2], για ένα μήνα. Το πρώτο κελί ήταν μια στενή ντουλάπα, ένα μέτρο μήκος και 30 εκατοστά πλάτος. Στεκόμουν εκεί πέρα με άλλους 3 τύπους για 12 ώρες. Ήταν σκοτεινά, σαν τάφος. Μετά βίας ανάσαινα.

Νωρίς το πρωί, μας πήγαν σε ένα μεγαλύτερο κελί για προσευχή και εκεί έμεινα για άλλες δυο μέρες. Οι περισσότεροι από τους φυλακισμένους ήταν μαχητές του Ελεύθερου Συριακού Στρατού, δημοσιογράφοι και ακτιβιστές. Με ανέκριναν δυο φορές σε αυτές τις δυο μέρες. Πίστευαν ότι είμαι πληρωμένος κατάσκοπος βαλτός από την Αμερική και την Τουρκία. Τελικά, με άφησαν έξω από το κελί, με δεμένα μάτια και χειροπέδες. Κάποιοι εξ αυτών έλεγαν ότι θα με πηγαίναν στη Μοσούλη στο Ιράκ, στο στρατιωτικό τους δικαστήριο. Άλλοι έλεγαν ότι θα μας σκότωναν στο κέντρο της Ράκκα, πολύ δημοφιλές μέρος για δημόσιες εκτελέσεις.

Όλα αυτά αποδείχθηκε ότι ήταν ψέματα απλά για να μας τρομοκρατήσουν. Μας έβαλαν μέσα σε ένα μικρό λεωφορείο και οδηγούσαν για δυο περίπου ώρες. Πίστευα ότι πραγματικά πηγαίναμε στο Ιράκ. Έπειτα, σταματήσαν στην έρημο. Ίσα που έβλεπα από το πανί που μου είχαν δέσει στα μάτια. Κάποιοι κρατούμενοι άρχισαν να προσεύχονται, γιατί πίστευαν ότι θα μας εκτελούσαν. Μας έβαλαν να κρατήσουμε ο ένας το χέρι του άλλου. Μας κατέβασαν σε ένα υπόγειο. Μας έβαλαν σε ένα μικρό δωμάτιο και μας έβγαλαν τους επιδέσμους από τα μάτια. Ήμαστε πέντε άτομα. Μας έφεραν ένα πιατάκι με ρύζι και τρεις φέτες ψωμί και για τους πέντε μας. Εμένα με χτυπούσαν με ένα σύρμα.

Ήμουν δημοσιογράφος. Προσπαθούσα να κάνω ένα βίντεο στη Ράκκα. Μου πήραν τη φωτογραφική μου μηχανή. Μου πήραν το λάπτοπ, μου πήραν ό,τι υλικό είχα τραβήξει. Μου πήραν σχεδόν όλη μου τη ζωή.

Έπειτα από ένα μήνα, με άφησαν τελικά ελεύθερο, χάρη σε κάποια μέλη τοπικών φυλών στη Ράκκα που ήξερα από παλιά. Διαπραγματεύτηκαν την απελευθέρωσή μου. Ήμουν χαρούμενος που ήμουν ξανά ελεύθερος. Δεν ήμουν όμως πραγματικά ελεύθερος. Η Συρία δεν αποτελούσε πλέον ασφαλές έδαφος για μένα. Μαχητές του Ισλαμικού Κράτους μπορεί να με έψαχναν ξανά οποιαδήποτε στιγμή. Κι όταν τηλεφώνησα στην οικογένειά μου να τους πω ότι ήμουν ελεύθερος, ο πατέρας μού είπε ότι δε θα έπρεπε να επιστρέψω στην πατρίδα μου, στο Ρας Αλ-Εΐν, στη βορειοδυτική Συρία κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Μου είπε ότι η κατάσταση εκεί ήταν πολύ επικίνδυνη για μένα. Ήμουν καταζητούμενος από το καθεστώς και άλλες πλευρές για τη δουλειά μου ως δημοσιογράφος. Έκανα λοιπόν κάποια τηλεφωνήματα σε φίλους. Ήμουν αποφασισμένος ότι η Τουρκία ήταν το ασφαλέστερο μέρος για μένα.

Τον καιρό εκείνο, τον Ιούλιο του 2013, ήταν ακόμα δυνατόν να διασχίσεις με ασφάλεια τα σύνορα με την Τουρκία. Αποφάσισα να πάω στην Κωνσταντινούπολη, γιατί ήταν μεγάλη πόλη και πίστευα ότι θα ήταν ευκολότερο για μένα να βρω δουλειά εκεί. Ζήτησαν όμως να με δουν από τη Γαλλική Πρεσβεία στην Άγκυρα, οπότε πήγα εκεί πρώτα. Θέλανε να με ρωτήσουνε για τους Γάλλους δημοσιογράφους που είχαν απαχθεί από το Ισλαμικό Κράτος. Πίστευαν ότι μπορεί να είχα κάποια πληροφορία γι’ αυτούς. Με ρώτησαν επίσης για το Ισλαμικό Κράτος γενικά και για την εμπειρία μου στη Ράκκα.

Όταν τελικά έφτασα στην Κωνσταντινούπολη, πήγα σε έναν ξενώνα πρώτα με κάτι φίλους και προσπάθησα πολύ σκληρά να βρω μια δουλειά. Όλα μάταια. Τα λιγοστά χρήματα που είχα βάλει στην άκρη λιγόστευαν μέρα με τη μέρα. Χωρίς δουλειά, παντού είναι δύσκολα. Στην Τουρκία, το να ψάχνεις μια φυσιολογική δουλειά είναι σαν να ψάχνεις ψύλλο στ’ άχυρα. Σου ζητάνε να δουλέψεις τουλάχιστον 15 ώρες τη μέρα με μισθό που δε φτάνει ούτε για νοίκι. Άρχισα να χάνω κάθε ελπίδα και να απελπίζομαι. Η γλώσσα ήταν το πρώτο πρόβλημα, καθώς δε μιλούσα καθόλου τουρκικά. Το ότι ήμουν Σύριος ήταν ένα άλλο πρόβλημα, καθώς δε μας συμπαθούν. Τα αφεντικά έκαναν διακρίσεις εναντίον μας. Γνώρισα ανθρώπους, που αναγκάζονταν να δουλεύουν σκληρά και να πληρώνονται λίγο. Ζούσαν σαν ρομπότ. Δε μου άρεσε κάτι τέτοιο.

Όπως λένε όμως, όταν κλείνει μια πόρτα, ανοίγει μια άλλη. Γινόταν ένα συνέδριο στην Κωνσταντινούπολη για την κατάσταση στη Συρία. Ήταν Σεπτέμβριος του 2013. Ήμουν προσκεκλημένος εκεί, καθώς ήμουν ακτιβιστής και πρώην κρατούμενος. Εκεί στο συνέδριο συνάντησα τον Ahmad Tuma, επικεφαλής της εξόριστης Συριακής Μεταβατικής Κυβέρνησης. Γνώριζε ότι είχα εργαστεί στο παρελθόν στα ΜΜΕ και μου ζήτησε να δουλέψω μαζί τους ως φωτογράφος και κάμεραμαν. Ήμουν ενθουσιασμένος που θα ήμουν κομμάτι ενός προγράμματος, που μπορεί να έριχνε φως στη διαμάχη της Συρίας και την ύπαρξη τόσων πολλών Σύριων προσφύγων. Ήθελα να δει όλος ο κόσμος τα δεδομένα αυτά, να αντιληφθεί την καταστροφή που συνέβαινε.

Μετακόμισα λοιπόν στο Γκαζιαντέπ, κοντά στα σύνορα με τη Συρία. Εκεί θα βρίσκονταν τα νέα κεντρικά γραφεία της συριακής μεταβατικής κυβέρνησης. Λίγους μήνες αργότερα, με πήρε τηλέφωνο η οικογένειά μου. Άσχημα νέα. Είχαν εκδιωχθεί από τα σπίτια τους από τους Κούρδους στη Συρία, γιατί ήταν οικογένειά μου κι εγώ συνεργαζόμουν με την αντιπολιτευτική κυβέρνηση. Οι Κούρδοι τους είπαν ότι είτε θα παραδινόμουν είτε θα παίρνανε τον πατέρα μου στη θέση μου. Έτσι, η οικογένειά μου αποφάσισε να το σκάσει για την Τουρκία.

“Προσπάθησα να ψάξω ξανά για δουλειά. Αλλά η δουλειά στην Κωνσταντινούπολη είναι δουλεία. Εργάζεσαι πολλές ώρες για λίγα χρήματα. Και κάποιες φορές σε εξαπατάνε και δε σε πληρώνουν”.

Απίστευτο, αλλά τα κατάφεραν. Ο πατέρας μου, η αδερφή μου και η θεία μου, που μας στάθηκε σαν μάνα από τότε που η μητέρα μας πέθανε από καρκίνο του μαστού το 2010. Πήγα και τους συνάντησα στην Ούρφα στη νοτιοανατολική Τουρκία. Όσο ήμουν φυλακισμένος, πίστευα ότι δε θα τους ξαναδώ ποτέ. Ήμουν πολύ χαρούμενος. Αλλά ήμουν και στενοχωρημένος. Χάσανε τα πάντα εξαιτίας μου. Με συμπόνεσαν και μου λέγανε ότι όλα θα πάνε καλά. Μου είπαν ότι είναι περήφανοι για μένα και θα έδιναν τα πάντα για την ασφάλειά μου. Ήταν μια στιγμή γεμάτη δάκρυα χαράς. Ακόμη όμως ένιωθα ένοχος για το τι έγινε.

Από εκείνη τη στιγμή και μετά, έγινα υπεύθυνος για όλη μου την οικογένεια στην ηλικία των 22 ετών. Έψαξα για ένα καινούριο διαμέρισμα, ώστε να μπορούν να μείνουν μαζί μου. Βρήκα ένα μικρό διαμέρισμα για 1.000 τουρκικές λίρες το μήνα, περίπου 300 ευρώ. Ήταν πολλά λεφτά για τόσο μικρό μέρος. Δεν είχα όμως άλλη επιλογή. Πολύς κόσμος στην Τουρκία δεν νοικιάζει σε Σύριους.

Ξεκίνησα να συνεργάζομαι με ξένους δημοσιογράφους ως ελεύθερος επαγγελματίας, μεταφραστής, τους έβρισκα θέματα για συγγραφή. Δούλεψα με την Daily Telegraph και το BBC και πολλούς άλλους. Μου άρεσε. Ήταν μια απίστευτη εμπειρία να κάνω αυτό που μου άρεσε πραγματικά. Ο ενθουσιασμός μου που δούλευα με την κυβέρνηση άρχισε να ξεθωριάζει αρκετά γρήγορα. Δεν ήταν ειλικρινείς σχετικά με την ανησυχία τους για τους πρόσφυγες, ακόμα και για τη Συρία, αυτό πιστεύω. Έτσι, τους εγκατέλειψα το Δεκέμβριο του 2015 και αποφάσισα να επιστρέψω στην Κωνσταντινούπολη.

Κάποια στιγμή, με πήρε ο ξάδερφός μου από τη Συρία. Πρότεινε την ιδέα να πάω στην Ευρώπη. Ήταν χειμώνας, όμως, και δεν ήθελα να αφήσω την αρραβωνιαστικιά μου μόνη τότε. Είχε μόλις έρθει στην Τουρκία από το Ιράκ, οπότε αναβάλαμε τη φυγή μας μέχρι το καλοκαίρι. Γνώρισα την αρραβωνιαστικιά μου μέσω Διαδικτύου. Γνωριζόμαστε για έξι μήνες περίπου, όσο ήταν στο Ερμπίλ του Ιράκ. Όταν μετακόμισε στην Τουρκία, συναντηθήκαμε για πρώτη φορά και αναπτύξαμε μια δυνατή σχέση. Παντρευτήκαμε πέρυσι τον Αύγουστο.

Πήγα στην Κωνσταντινούπολη αυτή τη φορά, με υποσχέσεις από Σύριους φίλους που ζούσαν εκεί να με βοηθήσουν να βρω ένα διαμέρισμα και μια δουλειά. Η οικογένειά μου μετακόμισε και μοιραζόταν ένα σπίτι με το θείο μου κοντά στα σύνορα με τη Συρία. Τίποτα όμως δεν ήταν εύκολο. Μια νύχτα που κοιμόμουν, με κλέψανε. Μας κλέψανε τα λεφτά και τα κινητά μας τηλέφωνα. Οι άνθρωποι που νόμιζα φίλους απλά με χρησιμοποιούσανε. Όταν χρειάζονταν τα χρήματά μου, ήταν φίλοι. Όταν όμως βρήκαν δουλειά, μου γύρισαν την πλάτη. Προσπάθησα να ψάξω ξανά για δουλειά. Αλλά η δουλειά στην Κωνσταντινούπολη είναι δουλεία. Εργάζεσαι πολλές ώρες για λίγα χρήματα. Και κάποιες φορές σε εξαπατάνε και δε σε πληρώνουν.

Προσπάθησα να δουλέψω ξανά με ξένους δημοσιογράφους. Ταξίδευα ανάμεσα σε Κωνσταντινούπολη και συριακά σύνορα, ψάχνοντας ιστορίες για πρόσφυγες και πρώην μέλη του Ισλαμικού Κράτους. Τελικά, έφτασε η άνοιξη. Και με αυτή, νέες ιδέες για ξεκίνημα μιας νέας ζωής στην Ευρώπη. Ήθελα να πετύχω τα όνειρά μου και να σπουδάσω φωτογραφία. Το να κυνηγήσω το όνειρό μου στη Συρία ήταν πολύ επικίνδυνο και στην Τουρκία ήταν αδύνατο, γιατί δεν ήμουν μόνιμος κάτοικος. Η Ευρώπη φαινόταν το μόνο μέρος όπου τα όνειρά μου μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα.

Yilmaz lands in Greece after leaving Turkey by boat. Photo by Yilmaz Ibrahim Basha

Ο Yilmaz φτάνει στην Ελλάδα, αφότου έφυγε με βάρκα από την Τουρκία. Φωτογραφία: Yilmaz Ibrahim Basha

Ο ξάδερφός μου ήρθε από τη Συρία και προγραμματίσαμε προσεχτικά το ταξίδι μας για ένα μήνα περίπου. Μελετήσαμε τις διαδρομές και κάναμε όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες. Με μια μεγάλη ομάδα, κατευθυνθήκαμε προς τη Σμύρνη, που είναι στα παράλια του Αιγαίου. Από εκεί θα ανεβαίναμε σε μια βάρκα, θα αντιμετωπίζαμε νέους κινδύνους και προκλήσεις και θα ξεκινούσαμε μια νέα ζωή, αν όλα πήγαιναν καλά. Ίσως θα μπορούσα να κάνω ξανά πραγματικότητα παλιά μου όνειρα. Ήταν δύσκολο να αφήσω πίσω την αρραβωνιαστικιά μου, αλλά δεν είχαμε άλλη επιλογή. Δεν ήθελα να περάσει την παράνομη διαδικασία για να μπει στην Ευρώπη. Σκέφτηκα ότι αν πήγαινα πρώτος και έπαιρνα άδεια παραμονής στην Ευρώπη, μετά θα μπορούσε να έρθει και να με συναντήσει.

Έπειτα όμως από τέσσερις μήνες χώρια, κρατούσε πολύ. Έτσι, αποφάσισε να κάνει κι αυτή το ταξίδι.

Ο Yilmaz πήρε πριν κάποιους μήνες την τριετή άδεια παραμονής του. Ζει πλέον στο Βερολίνο, όπου σπουδάζει τέχνες και φωτογραφία σε ένα τοπικό πανεπιστήμιο. Η γυναίκα του είναι η Zozan Khaled Musa, που γράφει για το ταξίδι της στην Ευρώπη για να τον συναντήσει σε ξεχωριστό άρθρο εδώ. [3]