- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Για μια Σύρια πρόσφυγα, η βάρκα που διέσχισε το Αιγαίο “ήταν ένα ατελείωτο ταξίδι”

Κατηγορίες: Δυτική Ευρώπη, Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Ελλάδα, Συρία, Τουρκία, Μέσα των πολιτών, Μετανάστευση, Πρόσφυγες, Γέφυρα
Rena Khalid Moussa

Rena Khalid Moussa

Πολλά έχουν γραφτεί για τους πρόσφυγες τα τελευταία δυο χρόνια. Σπάνια όμως ακούμε τους ίδιους να μιλούν, παρά μόνο για λίγες στιγμές. Το GlobalPost, ένας διεθνής ειδησεογραφικός οργανισμός εντός της οικογένειας του Public Radio International, συνέλεξε μικρά δοκίμια από πέντε νέους Σύριους, που όλοι έλαβαν τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να ορμήσουν σε ένα απειλητικό ταξίδι εκτός συνόρων, στην Τουρκία, στην Ελλάδα και διασχίζοντας τη νότια Ευρώπη.

Το παρακάτω απόσπασμα από την Rena Khalid Moussa, 29 ετών, αρχικά δημοσιεύτηκε [1] στο PRI.org στις 31 Μαΐου 2016 και αναδημοσιεύεται εδώ με άδεια.

Δεν μπορούσα να μείνω άλλο στην Τουρκία. Η ιδέα της Ευρώπης κυριαρχούσε στο μυαλό μου. Στην Τουρκία, ακόμα κι αν έχεις πτυχίο πανεπιστημίου, το να βρεις μια καλή δουλειά αποτελεί μακρινό όνειρο.

Ξεκίνησα το ταξίδι μου στην Κωνσταντινούπολη. Πρώτη στάση: Σμύρνη, παράλια Αιγαίου. Επικοινώνησα με τους γείτονές μου στη Συρία, που ήξερα ότι ζούσαν στη Σμύρνη, και τους ρώτησα αν μπορούσα να μείνω μαζί τους λίγες μέρες, μέχρι να με ειδοποιήσει ο λαθρέμπορος ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να φύγω. Έπειτα από δυο μέρες, το άτομο στο οποίο βασιζόμουν για να κανονίσει τα σχετικά με το λαθρέμπορο μου τηλεφώνησε να πάω στο σημείο συνάντησης. Μόλις είχα βγει από το σπίτι, όταν με ξαναπήρε τηλέφωνο και μου είπε άκυρο για εκείνο το βράδυ το ταξίδι — ο καιρός είχε αλλάξει. Έτσι, γύρισα στο σπίτι των φίλων μου.

Την επόμενη μέρα, με ξαναπήρε τηλέφωνο. Είπε θα το κάνουμε σήμερα. Έφτιαξα λοιπόν το σακίδιό μου και πήρα το σωσίβιό μου, κάτι που στοίχισε αρκετά χρήματα. Είχε κίνηση στο δρόμο και άργησα μισή ώρα να πάω στο ραντεβού. Ο λαθρέμπορος είχε θυμώσει μαζί μου. Είπε ότι το σακίδιό μου ήταν πολύ βαρύ και δεν μπορούσα να το πάρω. Του είπα ότι έχω σημαντικά πράγματα στην τσάντα μου. Είπα ότι ήμουν γυναίκα και μια γυναίκα χρειάζεται να έχει πολλά πράγματα μαζί της, σε αντίθεση με τους άνδρες.

“Η ιδέα του ασφαλούς ταξιδιού και του καλού καιρού ήταν απλά ένα ψέμα, με το οποίο παρηγοριόμαστε. Ήξερα ότι όλοι τους ήταν ψεύτες, πλουτίζοντας από το εμπόριο ανθρώπων”.

Μπήκαμε σε ένα ταξί να πάμε στο σημείο συνάντησης με τους άλλους. Στο δρόμο, του έδωσα 1.200 ευρώ. Αυτή ήταν η τιμή για να διασχίσουμε το πέλαγος προς την Ελλάδα, όπου θα μπορούσα να ξεκινήσω να βρω το δρόμο μου προς την Ευρώπη. Προτού φτάσουμε στην ακτή, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τους άλλους λαθρέμπορους. Του είπαν να γυρίσει πίσω, γιατί το ταξίδι ακυρώθηκε και πάλι. Έπρεπε να πληρώσουμε το ταξί. Άλλες 200 τουρκικές λίρες. Δεν εξεπλάγην και πολύ. Περίμενα τα πάντα από ένα παράνομο ταξίδι. Πήρα τα λεφτά μου και αποφάσισα να βρω άλλο λαθρέμπορο να κάνω συμφωνία. Η ιδέα του ασφαλούς ταξιδιού και του καλού καιρού ήταν απλά ένα ψέμα, με το οποίο παρηγοριόμαστε. Ήξερα ότι όλοι τους ήταν ψεύτες, πλουτίζοντας από το εμπόριο ανθρώπων.

Έπειτα από άλλες δυο μέρες, βρήκα τελικά βάρκα. Πήγα σε ένα μικρό τζαμί και από εκεί μας πήγαν σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Μαζευτήκαμε όλοι σε ένα μέρος. Έπειτα μας έβαλαν όλους σε ένα μεγάλο φορτηγό, σαν ένα κοπάδι πρόβατα. Φτάσαμε στις 9 το βράδυ σε ένα άδειο μέρος. Άκουγες μονάχα τον ήχο των κυμάτων και του ανέμου. Δε μας επιτρεπόταν να μιλήσουμε ή να ανάψουμε φακούς. Έτσι, βάλαμε τα σωσίβιά μας μες στο σκοτάδι. Ζήτησαν από τους άνδρες βοήθεια για να φουσκώσουν τη βάρκα. Τους πήρε περίπου δυο ώρες. Όταν τελείωσαν, μας είπαν να κατέβουμε κάτω στην παραλία σε μικρές ομάδες χωρίς φασαρία. Έπειτα, φέραν το φουσκωτό στην παραλία και μας άλλαξαν σειρά, ώστε να χωρέσουμε όλοι μέσα. Δεν ξέρω ακριβώς πόσα άτομα ήμαστε, γιατί ήταν νύχτα. Πιστεύω όμως ότι μαζί με τα παιδιά, ήμαστε περίπου 60.

Οι άνδρες κάθονταν στην άκρη της βάρκας και οι γυναίκες κάτω. Εγώ καθόμουν δίπλα στη μηχανή, το χαμηλότερο τμήμα, το πιο κοντινό στο νερό. Νομίζαμε πως το ταξίδι ήταν μόνο μια-δυο ώρες, ίσως και λιγότερο. Αυτό που δεν ξέραμε ήταν πως οι ψυχές μας ήταν απλά ένα παιχνίδι για τους ανθρώπους αυτούς. Δεν ήμαστε καν στη θάλασσα. Αυτό κατάλαβα τελικά, αν και ήταν ήδη εντελώς σκοτάδι. Ήταν ένα είδος καναλιού ή μικρού ποταμιού. Έβαλε μπροστά τη μηχανή ο οδηγός, που είναι συνήθως ένας από τους πρόσφυγες. Αναλαμβάνουν να οδηγήσουν τη βάρκα με αντάλλαγμα δωρεάν πέρασμα. Αλλά τούτη τη φορά, ήταν ένας από τους άνδρες του λαθρέμπορου. Δυο από αυτούς ήρθαν μαζί μας, μέχρι που φτάσαμε στο σημείο, όπου νομίζαμε ότι ο ποταμός εξέβαλε στη θάλασσα.

Πήρα το κινητό μου και ενεργοποίησα το GPS. Έπαθα σοκ, όταν είδα ότι το κανάλι ήταν τόσο μεγάλο. Η τοποθεσία μας ήταν ακόμα μακριά από τη θάλασσα. Μας πήρε περισσότερες από δυο ώρες μονάχα για αυτό το ποτάμι. Η μηχανή κόλλησε αρκετές φορές στα καλάμια. Σταματούσε συνέχεια. Όταν φτάσαμε στη θάλασσα, μια άλλη βάρκα περίμενε για να πάρει τον Τούρκο οδηγό και να τον αντικαταστήσει με έναν Αλγερινό πρόσφυγα. Όταν πήρε να οδηγήσει ο νέος οδηγός, η βάρκα γύριζε γύρω-γύρω και προκαλούσε κυματισμό. Όλοι πάνω στο φουσκωτό άρχισαν να πανικοβάλλονται. Φωνάζαμε πως θέλουμε να πάμε πίσω. Κανείς όμως δεν άκουγε. Τελικά, ο Αλγερινός πήρε τον έλεγχο της βάρκας και αρχίσαμε να ηρεμούμε κάπως. Τώρα όμως ήμαστε στη θάλασσα και τα κύματα ήταν τόσο μεγάλα, που κάποιες φορές ένιωσα ότι η βάρκα ανεβοκατέβαινε ένα βουνό. Δεν υπήρχε άλλο φως πέρα από το φεγγάρι. Τα αστέρια έλαμπαν στον ουρανό.

“Όταν η βάρκα ανεβοκατέβαινε τα κύματα, ακούγονταν οι φωνές των ανθρώπων που προσεύχονταν. Για μένα, ήταν ειρωνικό να βλέπω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δε θυμούνται το Θεό παρά μόνο όταν κινδυνεύουν”.

Δεν ξέρω γιατί δεν φοβόμουν τόσο. Πριν ανέβω στη βάρκα, πίστευα ότι το πιο τρομακτικό κομμάτι του ταξιδιού θα ήταν η θάλασσα, ειδικά τη νύχτα. Όταν η βάρκα ανεβοκατέβαινε τα κύματα, ακούγονταν οι φωνές των ανθρώπων που προσεύχονταν. Για μένα, ήταν ειρωνικό να βλέπω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δε θυμούνται το Θεό παρά μόνο όταν κινδυνεύουν. Οι προσευχές δυνάμωναν, όταν η βάρκα έβρισκε μεγάλα κύματα. Οι άνδρες έλεγαν ότι έβλεπαν τα φώτα του νησιού. Είναι δύσκολο να είσαι ήρεμος, όταν παλεύεις μεταξύ ζωής και θανάτου. Φαινόταν ατέλειωτο το ταξίδι. Έπειτα από δυο ώρες, είδαμε τα φώτα ενός πλοίου. Ήταν η Ελληνική Ακτοφυλακή. Εν τέλει, νιώσαμε ασφαλείς. Δεν μας πλησίασε πολύ, ώστε να μην προκαλέσει κυματισμό, που πιθανόν να μας αναποδογύριζε. Αντιθέτως, ήρθε πίσω μας, ανάβοντας τα φώτα του προς το νησί, ώστε να βλέπουμε. Ήμαστε πλέον κοντά. Δεν ξέρω πώς, αλλά αποκοιμήθηκα για μερικά λεπτά, αν και κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί να κοιμηθεί.

Με τη βοήθεια της Ακτοφυλακής, έπειτα από άλλη μια ώρα, φτάσαμε ασφαλείς στο νησί. Έπειτα από πέντε επικίνδυνες ώρες, ήμαστε χαρούμενοι και ευγνώμονες που ήμαστε ζωντανοί. Ήταν το μόνο που μπορούσαμε να σκεφτούμε εκείνη τη στιγμή.

Η Rena ζει τώρα στο Minden, αλλά σχεδιάζει να μετακομίσει σύντομα στο Bielefeld, μια πόλη στη βορειοδυτική Γερμανία. Η Rena έκανε τη συνέντευξή της με το Τμήμα Μετανάστευσης πριν από λίγους μήνες, αλλά ακόμα περιμένει νεότερα για την έγκριση της τριετούς άδειας παραμονής της.