“H μέρα που έγινα απλά ένας αριθμός”: Το ταξίδι μιας Σύριας πρόσφυγα στην Ευρώπη

Zozan Khaled Musa

Zozan Khaled Musa

Πολλά έχουν γραφτεί για τους πρόσφυγες τα τελευταία δυο χρόνια. Σπάνια όμως ακούμε τους ίδιους να μιλούν, παρά μόνο για λίγες στιγμές. Το GlobalPost, ένας διεθνής ειδησεογραφικός οργανισμός εντός της οικογένειας του Public Radio International, συνέλεξε μικρά δοκίμια από πέντε νέους Σύριους, που όλοι έλαβαν τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να ορμήσουν σε ένα απειλητικό ταξίδι εκτός συνόρων, στην Τουρκία, στην Ελλάδα και διασχίζοντας τη νότια Ευρώπη.

Το παρακάτω απόσπασμα από την Zozan Khaled Musa, 25 ετών, αρχικά δημοσιεύτηκε στο PRI.org στις 31 Μαΐου 2016 και αναδημοσιεύεται εδώ με άδεια.

Έπειτα από ένα μακρύ σκοτεινό ταξίδι στο Αιγαίο Πέλαγος, έφτασα στο μικρό νησάκι Νερά [ΣτΜ: δίπλα στο Αγαθονήσι, λίγο έξω από τη Σάμο] στις 3:30 τα χαράματα ενός κρύου πρωινού στις 3 Οκτωβρίου 2015. Αρκετοί ντόπιοι ψαράδες μας βοήθησαν, αφότου η βάρκα μας βγήκε στη στεριά. Θέλανε τη μηχανή της βάρκας, ήταν πολύτιμη γι’ αυτούς.

Ήταν απίστευτη ανακούφιση που πατούσαμε και πάλι σε στεριά. Αποφασίσαμε να ξεκουραστούμε σε ένα μικρό δωμάτιο δίπλα στην παραλία. Δεν υπήρχε αρκετός χώρος για όλους μας. Έτσι, έμειναν μέσα μόνο οι γυναίκες και τα παιδιά. Έκανα το σακίδιό μου μαξιλάρι και το σωσίβιό μου κουβέρτα, αλλά έκανε τόσο κρύο που δεν μπορούσα να κλείσω τα μάτια μου. Όταν ξημέρωσε για τα καλά, περπατήσαμε μέχρι το τοπικό αστυνομικό τμήμα, ήταν απόσταση περίπου 2,5 μιλίων.

Πολλές βάρκες έφτασαν στο νησί εκείνο το βράδυ. Εκατοντάδες άνθρωποι στέκονταν στην ουρά για να καταγραφούν, ώστε να μπουν σε άλλη βάρκα μέχρι το κεντρικό νησί της Κω. Στα Νερά, όταν ήρθε η σειρά μου να μπω μες στο γραφείο, μου γράψανε τον αριθμό 17 στο χέρι μου. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη μέρα που έγινα απλά ένας αριθμός σε έναν μακρύ απάνθρωπο κατάλογο. Πόση ντροπή για την ανθρωπότητα, που τόσοι πολλοί άνθρωποι γίνονταν απάνθρωποι για εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Έκανα όλες τις διαδικασίες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και κατευθύνθηκα προς την Κω, όπου οι Αρχές μας περίμεναν με ένα χαρτί με τα ονόματά μας. Το χαρτί αυτό μας επέτρεπε να μπούμε σε ένα πλοίο με προορισμό την Αθήνα. Ήταν ένα ταξίδι 12 ώρες. Έφτασα στην Αθήνα το επόμενο πρωί και αποχωρίστηκα από την οικογένεια ενός φίλου του άνδρα μου και συνάντησα έναν Έλληνα γνωστό μου, που με βοήθησε να βρω λεωφορείο για τα σύνορα με την ΠΓΔΜ. Ήταν 11 το βράδυ.

Στα Νερά, όταν ήρθε η σειρά μου να μπω μες στο γραφείο, μου γράψανε τον αριθμό 17 στο χέρι μου. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη μέρα που έγινα απλά ένας αριθμός σε έναν μακρύ απάνθρωπο κατάλογο.

Έφτασα στα σύνορα στις 6 το πρωί. Είχα έναν μικρό καβγά με ένα φρουρό ασφαλείας, γιατί δεν ήταν δίκαιος. Κάποιοι άνθρωποι περίμεναν αρκετή ώρα, αλλά άφηνε να περάσουν καινούριοι μετά από αυτούς. “Φαίνεσαι νευρική. Αν θες, πήγαινε πίσω στη χώρα σου και μείνε εκεί”, μου είπε. Δε θα έμενα σιωπηλή, αλλά ένας γνωστός με ηρέμησε. Το να είμαι πρόσφυγας ή θύμα πολέμου δε σημαίνει ότι πρέπει να το βουλώνω, όταν δε μου συμπεριφέρονται καλά. Δεν εγκατέλειψα τη Συρία για να πάρω τα λεφτά ή τα οικονομικά βοηθήματα της Ευρώπης. Εγκατέλειψα τη χώρα μου, επειδή ξαφνικά όλος ο κόσμος επίτηδες παρέμενε τυφλός, βουβός και κουφός για την ανθρώπινη καταστροφή στη Συρία.

Πληρώσαμε 25 ευρώ ο καθένας για να μπούμε σε μια παλιά σακαράκα που τη λέγανε και τρένο κιόλας. Δεν μπορώ να περιγράψω με λέξεις τη βρώμα και τη δυσωδία εκεί μέσα. Έπειτα, αφού μας φόρτωσαν όλους τον ένα πάνω στον άλλο, ξεκίνησε να κινείται, λες και κουβαλούσε αυγά και φοβούνταν μην τους σπάσουν. Έχουμε μια τέτοια έκφραση στη Συρία, όταν κάτι είναι πολύ αργό. Τελικά, βρισκόμουν στα σύνορα της Σερβίας. Τότε ήταν που άρχισα να εύχομαι να μην είχα ποτέ ξεκινήσει τούτο το ταξίδι. Είχα τη χειρότερη εμπειρία περπατώντας τόσο δρόμο, περίπου τέσσερα μίλια, μέχρι την πρώτη πόλη, όπου βρισκόταν το κέντρο καταγραφής. Δε θυμάμαι το όνομα της πόλης. Ήμουν πολύ κουρασμένη. Μακάρι να το ‘ξερα, ώστε να πω στον κόσμο πόσο άσχημα ήταν εκεί. Υποτίθεται πως θα ‘ταν ένα μέρος για να ξεκουραστεί ο κόσμος. Οι πρόσφυγες όμως ήταν έξω στους δρόμους και τους επιτρεπόταν μονάχα να μπουν μέσα για λίγα λεπτά, να γράψουν στα χαρτιά κάποιες λεπτομέρειες γι’ αυτούς και να ξαναγίνουν ένας αριθμός. Ήταν σοκ να βλέπεις χιλιάδες ανθρώπους να περιμένουν και να σπρώχνονται μεταξύ τους και πόσο άσχημα να τους φέρεται η σερβική Αστυνομία. Είναι μια εμπειρία που δε θα ήθελες ποτέ να περάσεις, εκτός κι αν είσαι πραγματικά απελπισμένος. Κάποιοι που συνάντησα εκεί μου είπαν ότι κοιμούνταν στο δρόμο για μέρες, περιμένοντας να πάρουν αυτό το διαολεμένο χαρτί καταγραφής.

Τίποτα δεν είναι λογικό ή ανθρώπινο σε τέτοιο ταξίδι.

Έπειτα από την απέλπιδα αναμονή, γνώρισα μια Σέρβα δημοσιογράφο. Ήταν καλή και με βοήθησε να μπω πιο γρήγορα. Κατάφερε μάλιστα να με βοηθήσει να πάρω άδεια να μπω στο λεωφορείο για την Κροατία για λίγες ώρες, ώστε να δω ένα εντελώς διαφορετικό μέρος, όπου ο κόσμος συμπεριφερόταν διαφορετικά. Είδα πραγματικούς ανθρώπους με αληθινή συμπόνοια. Ήταν άνθρωποι με απίστευτο σεβασμό. Μου δώσανε ζεστό τσάι και μπόρεσα να ξεκουραστώ. Την ίδια μέρα, πήρα το τρένο για Ουγγαρία. Στο τρένο εκείνο, κατάφερα επιτέλους να κοιμηθώ.

Στην Ουγγαρία, δεν είδα τίποτα, καθώς έφτασα νύχτα και μπήκα γρήγορα σε άλλο τρένο. Είδα όμως τους νέους φράχτες στα σύνορά της με την Κροατία, τα οποία θα έκλειναν μόλις μια βδομάδα μετά την άφιξή μου στη Γερμανία. Άλλη μια πόρτα έκλεισε κατάμουτρα στους πρόσφυγες. Σε λίγες ώρες βρισκόμουν στη Βιέννη της Αυστρίας. Πέρασα ένα βράδυ σε ένα αθλητικό κέντρο, που είχε μετατραπεί σε κέντρο προσφύγων. Εκείνο το βράδυ, κοιμήθηκα σαν να μην είχα κοιμηθεί ξανά ποτέ, παρόλο που ήταν ανοιχτός χώρος και μπορούσε να σε βλέπει όλος ο κόσμος.

Το πρωί, πήγα στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό και έκλεισα ένα εισιτήριο για Γερμανία. Φοβόμουν τόσο πολύ ότι θα με πιάνανε στο Πάσσαου, στη γερμανική πόλη που είναι πάνω στα σύνορα με την Αυστρία. Ήθελα τόσο πολύ να δω τον άνδρα μου, που βρισκόταν ήδη στη Γερμανία. Στη διαδρομή, δε μίλησα ούτε μια φορά αραβικά, να μην καταλάβει κανείς ότι είμαι πρόσφυγας. Συνάντησα στο τρένο κάτι Αμερικάνους. Ήταν τουρίστες. Είχα μια μικρή κουβέντα μαζί τους για το ταξίδι τους. Μιλήσαμε και για τους πρόσφυγες. Η γυναίκα δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη μαζί τους. Κι οι δυο τους δεν ήξεραν ότι κι εγώ ήμουν πρόσφυγας, μέχρι που φτάσαμε στα σύνορα. Είδα τη γερμανική αστυνομία να περιμένει να μπει στο τρένο. Προσποιήθηκα ότι κοιμόμουν. Άκουγα όμως τι συνέβαινε. Έκλεισα τα μάτια μου για περίπου μισή ώρα, μια στιγμή που φάνηκε αιώνας. Έπιαναν πρόσφυγες και μετανάστες και τους τραβούσαν έξω από το τρένο. Όσο για μένα, ίσως το ότι μιλούσα λίγα αγγλικά και το ότι δε φοράω χιτζάμπ — οι περισσότερες εκ των άλλων γυναικών φορούσαν μαντίλα — με βοήθησαν να μη με προσέξουν.

Όταν έκλεισαν οι πόρτες του τρένου, αναστέναξα με ανακούφιση. Άνοιξα τα μάτια μου μετά τον ψεύτικο ύπνο μου και είδα από το παράθυρο εκατοντάδες παιδιά, γυναίκες και άνδρες — νέους και γέρους — να στέκονται σε μια σειρά και την αστυνομία να τους περικυκλώνει. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία στη Γερμανία. Χαιρόμουν που πέρασα με ασφάλεια αλλά δεν ήταν ωραίο να βλέπεις τόσους αβοήθητους ανθρώπους εκεί έξω σαν να ήταν εγκληματίες, ειδικά κάποιοι που δεν ήθελαν να μείνουν στη Γερμανία. Μπήκα στη θέση τους. Πονάει αφάνταστα να βλέπεις κόσμο να σε αντιμετωπίζει με συγκεκριμένο τρόπο, υποθέτοντας ότι έφτασες ως εδώ λόγω φτώχειας. Αυτό σκέφτονται οι περισσότεροι άνθρωποι όταν τους έρχεται στο μυαλό η λέξη “πρόσφυγας”.

Η Zozan είναι γυναίκα του Yilmaz. Ζει τώρα σε μια μικρή πόλη 5.000 κατοίκων στη βόρεια Γερμανία, κοντά στην Ολλανδία. Πρόσφατα προγραμματίστηκε η συνέντευξή της στο Γραφείο Μετανάστευσης. Έπειτα, θα πρέπει να περιμένει την έγκριση για την τριετή άδεια παραμονής της. Τότε, θα μπορέσει να μετακομίσει στο Βερολίνο, όπου θα ξαναβρεί και πάλι τον Yilmaz.

Συμμετέχετε στη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.