- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

“Το Τέλος του Κόσμου”: Το ταξίδι μίας ποιήτριας από τη Συρία στο Αλγέρι

Κατηγορίες: Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Αλγερία, Παλαιστίνη, Συρία, Μέσα των πολιτών, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Πρόσφυγες, Τέχνες - Πολιτισμός
Dima Yousef. Source: Budour Hassan [1]

Dima Yousef. Πηγή: Budour Hassan [2]

Πέρυσι, στις 25 Νοεμβρίου, η Dima Yousef, η μητέρα της και οι δύο αδελφές της προσγειώθηκαν στην πρωτεύουσα της Αλγερίας. Η μητέρα της είχε αποφασίσει ότι η ζωή στην εμπόλεμη Συρία ήταν ένας τζόγος, όπου η οικογένεια δεν μπορούσε πλέον να ρισκάρει.

Η Dima Yousef, μία 30χρονη ποιήτρια και καθηγήτρια αραβικής γλώσσας, είναι η τρίτη από πέντε αδέρφια. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο στρατόπεδο προσφύγων Γιαρμούκ [3]στα νότια προάστια της Δαμασκού και ανήκει σε μια οικογένεια που ξεριζώθηκε από το παλαιστινιακό χωριό της Hosheh [4], στα ανατολικά της Χάιφα. Το χωριό ήταν η περιοχή μιας σφοδρής μάχης μεταξύ του Αραβικού Απελευθερωτικού Στρατού και των παραστρατιωτικών δυνάμεων Haganah τον Απρίλιο του 1948. Έπεσε στην Ταξιαρχία Carmeli [5] της Haganah [6] στις 16 του ίδιου μήνα, αναγκάζοντας όλους τους κατοίκους να φύγουν, είτε σε γειτονικά χωριά ή στον Λίβανο και αργότερα στη Συρία, όπου εγκαταστάθηκαν οι παππούδες της Dima.

Ένας μοναχικός φοίνικας, ένα νεκροταφείο και μερικά ερείπια μαρτυρούν αυτό που κάποτε ήταν μία ειρηνική γεωργική κοινότητα. Φυσικώς κατεστραμμένο, το Hosheh αναβίωσε μέσα από τις ιστορίες και τις αναμνήσεις που πέρασαν από τους επιζώντες στις δεύτερες και τρίτες γενιές της Νάκμπα για την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης από την Σιωνιστική πολιτοφυλακή το 1948.

Όταν η Dima αποχαιρέτησε για τελευταία φορά την Δαμασκό, ήταν συγκλονισμένη από την ενοχλητική αίσθηση της μόνιμης απώλειας και του ξεριζωμού: το συναίσθημα που βίωσε ήταν αυτό που συχνά έχει διατυπωθεί από τους επιζώντες της Νάκμπα στο Γιαρμούκ.

Δεν υπάρχουν τακτικές διακοπές ρεύματος και ελλείψεις καυσίμων στο Αλγέρι, κανένα τυχαίο βλήμα όλμου ή στρατιωτικά σημεία ελέγχου δεν χωρίζουν την πόλη. Ωστόσο, κατά κάποιο τρόπο, η Dima πάντα ένιωθε πιο “ασφαλής” στη Δαμασκό. Θα ήταν αχαριστία εκ μέρους μου να διαμαρτύρομαι ή να μιλάω για νοσταλγία,” μου είπε η Dima. “Είμαι τυχερή που είμαι ζωντανή, να έχω ένα δωμάτιο δικό μου, αλλά μου λείπει οτιδήποτε σχετικά με τη Δαμασκό, ακόμη και όλες εκείνες οι μεγάλες μέρες χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα.

Κατά την έξοδό από την Δαμασκό, η Dima μπορούσε να χωρέσει μόνο τα πιο πολύτιμα υπάρχοντά της στην τσάντα της, συμπεριλαμβανομένων των βιβλίων που ένας αγαπητός φίλος της είχε δώσει. Αλλά άφησε πίσω της μία καρδιά που κόπηκε στα δύο: ένα κομμάτι βρίσκεται στους άχρονους δρόμους της Παλιάς Πόλης της Δαμασκού και το άλλο παραμένει στο Γιαρμούκ ή σε ό,τι έχει απομείνει από αυτό.

Η Dima είναι εύγλωττη στη ζωντανή ποίησή της, αλλά εξακολουθεί να αγωνίζεται να εκφράσει με λόγια αυτό που της λείπει περισσότερο από το Γιαρμούκ. Δεν ήταν σε θέση να πατήσει το πόδι της στο στρατόπεδο για πάνω από τρία χρόνια, και κατά βάθος, ξέρει ότι ποτέ δεν θα επιστρέψει και πάλι. Γράφει:

Όχι, δεν είναι μόνο οι δρόμοι, τα σοκάκια, τα σπίτια ή οι αναμνήσεις μου που εξακολουθούν να επιπλέουν εκεί. Δεν είναι μόνο τα πρόσωπα των ανθρώπων, τα καθαρά μάτια τους, τα πρώτα συναισθήματά τους και η εκπληκτική οικειότητα τους. Αυτά δεν είναι τα μόνα πράγματα που μου λείπουν από το Γιαρμούκ.

Δεν είναι μόνο ο τάφος του πατέρα μου, την παρουσία του οποίου δεν έχω συνηθίσει ακόμα. Όχι μόνο, αλλά μου λείπουν τα πράγματα που είχα, τα πράγματα που ήταν δικά μου: το σπίτι μου, η οικογένειά μου, οι φίλοι μου, η ζωή μου.

Ζωή! Αυτό ακριβώς είναι που μου λείπει περισσότερο όταν σκέφτομαι το στρατόπεδο. Η ζωή, με όλον της τον θόρυβο, την αγωνία της και την κούρασή της. Το Γιαρμούκ και οι άνθρωποί του ήξεραν πολύ καλά πώς να εμποτίζουν τα πάντα γύρω τους με ζωή, παλμό, ζεστασιά και σπίθα.

“Το Γιαρμούκ δεν κοιμάται ποτέ”, αυτό έλεγε όποιος γνώριζε το στρατόπεδο. Ποτέ δεν κοιμήθηκε σαν να φοβόταν ότι θα έχανε κάτι. Το Γιαρμούκ ήταν πάντα αληθινό σ’ αυτή τη συνήθεια. Και ακόμα και όταν έφτασε ο θάνατος, το Γιαρμούκ έμεινε ξύπνιο και δεν έχασε τίποτα.

Ήταν τον Ιούλιο του 2013, λίγο πριν οι συριακές κυβερνητικές δυνάμεις επιβάλουν πλήρη πολιορκία [7] στο στρατόπεδο, που η Dima και η οικογένειά της έφυγαν από το Γιαρμούκ. Η  Dima είχε να αντιμετωπίσει τόσες πολλές απώλειες: οι μαθητές λυκείου που δίδασκε, οι οποίοι ήταν και φοιτητές της και φίλοι της στο Γιαρμούκ, το σπίτι της στο στρατόπεδο, το οποίο καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς, και ο πατέρας της, ο οποίος υπέκυψε στα τραύματά του, στον ίδιο μήνα αφού πυροβολήθηκε από ελεύθερο σκοπευτή.

Photo taken in Yarmouk by Niraz Saied. Source: Budour Hassan.

Φωτογραφία τραβηγμένη στο Yarmouk από τον Niraz Saied. Πηγή: Budour Hassan.  [8]

Ο θάνατος από έναν ελεύθερο σκοπευτή, η Dima αργότερα θα κατέληγε στο συμπέρασμα, ότι είναι ακόμη πιο ελεήμων από τον αργό θάνατο υπό πολιορκία.

Σε ένα άτιτλο ποίημα, που μεταφράστηκε από τον Fawaz Azem, η Dima εξηγεί ότι ο πατέρας της “θα είχε σίγουρα καταστραφεί από την αγανάκτησή του βλέποντας την πείνα να λεηλατεί τα σώματα των νέων, ασταμάτητη!

Συνεχίζει λέγοντας:

Σε ευχαριστώ, σφαίρα που πήρες τη ζωή του πατέρα του προτού την διεκδικήσει η αγανάκτηση!

Σε ευχαριστώ, ελεύθερε σκοπευτή, που τον έπλυνες με το αίμα του!

Σε ευχαριστώ, αίμα του πατέρα μου, που έκλεισες την αυλαία!

Σε μια άλλη σκληρή στιγμή, η Dima, ενθαρρυμένη από φίλους να αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο της ιδέας να δημοσιεύσει την πρώτη ποιητική συλλογή της, συνελήφθη από τις συριακές δυνάμεις ασφαλείας, στις 27 Νοεμβρίου, 2014. Ο λόγος για τη σύλληψή της ήταν μία καταγγελία που έγινε εναντίον της δύο χρόνια νωρίτερα. Είχε δηλώσει ότι ήταν “ενεργή” σε σελίδες στο Facebook που αντιτίθενται στο συριακό καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ.

Από την αρχή της Συριακής εξέγερσης, η Dima ήταν σαφής στην υποστήριξή της προς τις ειρηνικές διαδηλώσεις και έχει ταχθεί ενάντια στην καταστολή. Ωστόσο, αυτή ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό της ακτιβιστή, υποστηρίζοντας ότι το να απορρίπτουμε την αδικία και την καταπίεση είναι το φυσικό πράγμα που πρέπει να κάνουμε, όχι μια μορφή ακτιβισμού.

“Δεν είμαι ήρωας και ό,τι αντιμετώπισα στη φυλακή ωχριά σε σύγκριση με αυτό που οι περισσότεροι κρατούμενοι περνούν,” επαναλαμβάνει η Dima. “Δεν χρειάζεται να είσαι πολιτικός ακτιβιστής για να εκφράσεις την αλληλεγγύη στους ανθρώπους που βρίσκονται υπό πολιορκία και βομβαρδίζονται.

Η Dima πιστεύει ότι ήταν τυχερή που δεν υπέστη βασανιστήρια ή δεν ταπεινώθηκε όπως οι άλλοι. Πέρασε δύο εβδομάδες υπό κράτηση, αλλά ξέρει ότι οι άνθρωποι μπορούν να περάσουν χρόνια και ακόμη και να πεθάνουν στις φυλακές της Συρίας, με βάση εκθέσεις που τους συνδέουν με τον πολιτικό ακτιβισμό.

“Σαν σήμερα πριν από ένα χρόνο, έμαθα ότι υπάρχουν σημεία που ο Θεός ποτέ δεν επισκέπτεται,” έγραψε η Dima για την πρώτη επέτειο της σύλληψής της, αναφορικά με τα υποκαταστήματα ασφαλείας που διοικούνται από την κυβέρνηση της Συρίας.

Αν και συχνά προτιμάται να μην ξύνει αυτή την πληγή που έκλεισε, σε ένα αδημοσίευτο ημερολόγιο, με τίτλο “Το τέλος του κόσμου”, η Dima προσπάθησε, για πρώτη φορά, να διευκρινίσει πώς ήταν η εμπειρία της υπό κράτηση.

Ξεκίνησε γράφοντας “Τώρα ξέρω πώς είναι το τέλος του κόσμου”.

Ήταν ένας τοίχος καλυμμένος με πολλά ορνιθοσκαλίσματα και ανεξιχνίαστα λόγια γραμμένα από τους κρατούμενους, ένας τοίχος γεμάτος με απολογίες και καταμέτρηση των ατελείωτων χαμένων ημερών, ένας τοίχος που μαρτυρούσε τις φωνές εκείνων που προσπαθούν να δημιουργήσουν θόρυβο από τις αθόρυβες κραυγές που θάβονταν στο λαιμό τους.

Άνοιγα τα μάτια μου και τα έκλεινα σε μια προσευχή κακογραμμένη με μεγάλα, μαύρα γράμματα, σαν το άτομο που την έγραψε να είχε προσπαθήσει να απελευθερώσει όλο το σκοτάδι και την αγανάκτηση μέσα της με μια τελευταία ικεσία.

Στους τοίχους της φυλακής, τόσες πολλές γυναίκες άφησαν τα ονόματά τους πίσω, σαν λεκέδες από αίμα. Με ένα μολύβι ματιών ξεχασμένο στην τσέπη μίας γυναίκας, με την άκρη ενός κουμπιού, ή με τα νύχια τους, έγδερναν την σκληρή όψη της αλήθειας που ενσαρκώνεται από έναν τοίχο φυλακής πάνω στον οποίο η ζωή αρχίζει και τελειώνει.

Ή ίσως, απλά έγραψαν τα ονόματά τους για να βεβαιωθούν ότι εξακολουθούν να υπάρχουν και ότι τα ονόματά τους δεν έχουν ξεχαστεί.

Στα ημερολόγια των φυλακών της, η Dima θυμάται, επίσης, τις κραυγές των κρατούμενων που βασανίζοντανοι κραυγές που είναι πάρα πολύ επίπονες για να τις αντέξουν “μία μόνο καρδιά και τα δύο αυτιά” — τα καθημερινά “κόλπα” που χρησιμοποιούνταν από τις γυναίκες για να τα βγάλουν πέρα και να επιβιώσουν και την αναμονή να ανοίξουν οι πόρτες της φυλακής για να φωνάξει ο φρουρός τα ονόματα όσων απελευθερώνονταν και για την άφιξη του “πρωινού λεωφορείου” — το λεωφορείο που μετέφερε τους κρατούμενους εκτός φυλακής, “από έναν σίγουρο θάνατο σε μία πιθανή ζωή.”

Γράφει για την οργή της στο να σέρνεται σε μια γωνία από ένα δεσμοφύλακα και να φωτογραφίζεται από έναν αξιωματικό, γνωστό ως Αμπού Αλί, χωρίς να επιτρέπεται να χαμογελάσει.

Μόνο να μου επέτρεπε να χαμογελάσω, να χαμογελάσω σε όλα τα πρόσωπα των κρατουμένων που φωτογραφήθηκαν για τελευταία φορά στη ζωή τους, από τον Αμπού Αλί.”

Κατά την διάρκεια των δύο εβδομάδων της κράτησής της, η οικογένεια της Dima επέμεινε στη διατήρηση απόλυτης μυστικότητας από το φόβο πιθανών επιπτώσεων.

Η Dima, επίσης, ήταν απρόθυμη να μιλήσει για την σύντομη σύλληψή της, λόγω του στίγματος που συνδέεται με την πολιτική κράτηση και το γεγονός ότι ήταν υπάλληλος του δημόσιου τομέα στη Συρία.

Για την Dima Yousef, εξορία και φυλάκιση έχουν πολλές ομοιότητες: αποξένωση, μοναξιά, αβεβαιότητα και η αίσθηση ότι ο χρόνος πάγωσε και ότι η ζωή της είναι σε αναμονή.

Η Dima το βρίσκει δύσκολο να σπάσει τα δεσμά την μνήμης και της νοσταλγίας όπως ακριβώς αγωνίστηκε μετά την απελευθέρωσή της από τη φυλακή.

Η χωρίς ρίμα ποίηση, της δίνει δύναμη και παρηγοριά.

Το γεγονός ότι τα ποιήματά της δημοσιεύονται μόνο στην προσωπική σελίδα της στο Facebook σημαίνει ότι η ποίηση της Dima δεν έχει ακόμη λάβει τη δημοσιότητα ή το αναγνωστικό κοινό που της αξίζει. Όμως, χάρη στις μεταφράσεις [9] του Azem, τα ποιήματα έφτασαν σε αναπάντεχο κοινό, όταν η φλαουτίστρια με βάση το Σικάγο Shanna Gutierrez προσάρμοσε ένα απ’ αυτά σε μια μουσική σύνθεση.

Το “Songish” [10] σήμαινε πολλά για την Dima, η οποία είναι επίσης μεγάλη οπαδός του φλάουτου. Επιβεβαίωσε την πίστη της ότι η ποίηση και η μουσική έχουν τη δύναμη να σπάσουν τα σύνορα που απαγορεύεται να διαβείς, και να δείξουν το ανθρώπινο πρόσωπο μίας τραγωδίας ως επί το πλείστον μειωμένη σε αριθμούς και γεωπολιτικούς υπολογισμούς.

Σε ένα ταξίδι που συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα και αμαυρώθηκε από ατομικές και συλλογικές απώλειες, η Dima δεν έχει καμία ιδέα πού θα την πάει η ζωή. Αυτό που γνωρίζει με βεβαιότητα είναι ότι η απόσταση μετριέται από καρδιοχτύπια αντί για μίλια. Και το Γιαρμούκ ζει σε κάθε χτύπο της καρδιάς.