Ύπνος ή Θάνατος – Μέρος Πρώτο: “Τα πάντα κραυγάζουν θάνατο”

Solitary Confinement, Old Dubbo Gaol. PHOTO: Corrie Barklimore (CC BY 2.0)

Απομόνωση, Old Dubbo Gaol. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Corrie Barklimore (CC BY 2.0)

Ιδού το πρώτο μέρος από το “Ύπνος ή Θάνατος”, μια σειρά έξι δημοσιεύσεων από τον ακτιβιστή Sarmad Al Jilane σχετικά με την εμπειρία του σε φυλακή της Συρίας.

Μακριά από το γαλάζιο εικονικό μας ουρανό, κοιτάζεις τον εαυτό σου και ανακαλύπτεις ότι είσαι ο μόνος που έχει χάσει τη συνάφειά του με τον κόσμο γύρω του. Σιγά-σιγά ξεθωριάζει, εκθέτοντας τον πόνο ως μια αλήθεια, την οποία μπορείς να δεις ξεκάθαρα, μέσα κι έξω. Μια αλήθεια που στέκεται στο ύψος της φήμης της. Μια αλήθεια που γίνεται μια σειρά συναισθημάτων και εκφράσεων, όχι μεταφορών.

Όταν όμως επιστρέφεις στον πραγματικό κόσμο και πέρα από τη γοητεία του θεάτρου και της όμορφης σκηνής και των ηθοποιών και ανοίγεις την πόρτα, που οδηγεί στα παρασκήνια, οι άνθρωποι μεταμορφώνονται σε σάρκα και αίμα και τα πάντα κραυγάζουν θάνατο. Η αμφιβολία εξαλείφεται και είσαι σίγουρος για την ύπαρξή σου παρά του ότι η Γη συνεχίζει καταδικασμένη να γυρίζει και συνειδητοποιείς ότι είσαι εδώ, παγιδευμένος πίσω από τοίχους, που έχτισαν οι γονείς σου και πριν από αυτούς οι παππούδες σου. Τούβλο-τούβλο.

Συνέλαβαν τον πατέρα μου κι εμένα τρεις φορές, αλλά δεν ήταν αρκετές για να “μάθω το μάθημά μου” σύμφωνα με τον Αρχηγό του Τμήματος Ασφαλείας, ο οποίος υποσχέθηκε ότι η τέταρτη φορά θα ήταν κι η “τυχερή”. Απέδειξε την κυριαρχία του πάνω μας συνθλίβοντας ακόμα και τις απλούστερες ιδέες μας.

Πέντε νέοι άνδρες, άνθη από τον όμορφο κήπο της επανάστασής μας, κόπηκαν κατά τη διάρκεια μιας ειρηνικής διαδήλωσης. Ήταν αρκετή για μια ολόκληρη πόλη για να να συνθλίψει το σκοτάδι της νύχτας με αλαλαγμούς “Allahu Akbar” [Ο Θεός είναι μεγάλος]. Όλες οι γειτονιές ξεσηκώθηκαν εκτός από τη δική μου. Και για πρώτη φορά ήταν ήσυχα, ήρεμα, ενώ δε θα ‘πρεπε να ‘ναι. Αν και ποτέ δεν περίμενα και πολλά από μια πόλη γεμάτη δυνάμεις ασφαλείας του καθεστώτος και συνεργούς τους.

Την τρίτη νύχτα. Τα πράγματα ηρέμησαν, αφότου απενεργοποιήθηκε η κεντρική μονάδα εφοδιασμού ηλεκτρικού ρεύματος στη γειτονιά. Έσπασα τη σιωπή φωνάζοντας “Allahu Akbar” αρκετές φορές ανεβασμένος στη στέγη του σπιτιού μου. Άκουσα τη φωνή μου να αντηχεί μέσα στη σιωπή. Λίγα λεπτά αργότερα, φίλοι ένιωσαν αρκετά ασφαλείς να ενωθούν μαζί μου. Δεν ήμουν μόνος. Υπήρχαν πολλοί φίλοι, πραγματικοί φίλοι που ήρθαν και με βρήκαν. Μαζί σχηματίσαμε μια όμορφη εικόνα, αντάξια των προσδοκιών μου. Τη στιγμή που συνειδητοποιείς ότι βγάζεις το τζίνι από το λυχνάρι, αλλά απλά δε σε νοιάζει.

Τηλέφωνο από τον πατέρα μου: “Ετοιμάσου—συνάντηση στη Στρατιωτική Ασφάλεια”. Τέλος κλήσης.

Ανακάλυψα ύστερα πως όσο μέλι και να φας, δεν επανέρχεται με τίποτα η φωνή σου, προτού φτάσεις στην Ασφάλεια, αφότου έχεις κραυγάσει με όλη σου τη δύναμη. Έφτασα εκεί. Ο Συνταγματάρχης Ghassan καθόταν εκεί με αρκετούς από τους άνδρες του, τον πατέρα μου και πλέον κι εμένα.

Ο Συνταγματάρχης Ghassan ξεκινά να μιλά: “Να σε ακούσω να φωνάζεις Αλλάχου Άκμπαρ. Ή είσαι τόσο λίγο γενναίος, ώστε να το κάνεις μονάχα όταν είσαι μακριά μας;” Τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου έσταζαν μίσος. “Κι έχεις και το θράσος να με κοιτάς κατάματα αντί να κοιτάς το πάτωμα!”.

Ό,τι έκανα τότε δεν ήταν από θάρρος. Ήμουν 18 ετών, ερχόμουν στο ίδιο γραφείο για τέταρτη φορά. Ήταν πιθανόν ανοησία, ματαιοδοξία ή επανάσταση. Απάντησα με αυτοπεποίθηση: “Δεν περίμενα ότι θα ξεχνούσατε τη φωνή μου από χτες. Και δεν νομίζω πως σταμάτησα ποτέ να σας κοιτάω κατάματα, γιατί να κάνω τη διαφορά σήμερα;”

Ήταν η πιο σύντομη συζήτηση που θα μπορούσε να μου φέρει τόσα πολλά βάσανα, όσα έφερε έπειτα. Παραταύτα, δεν το μετανιώνω. “Ρίξτε τον στην απομόνωση και πηγαίνετε και τον πατέρα του πίσω στην απομόνωση επίσης”.

“Πηγαίνετε και τον πατέρα του πίσω στην απομόνωση”. Αυτή η σιχαμερή πρόταση, η βρώμα της οποίας κρύβεται στη μύτη μου μέχρι και σήμερα. Έγινε “σύνδρομο” που με ταλαιπωρούσε νοητικά για μήνες.

Διασχίζω την αυλή. Το πρώτο γραφείο είναι εκεί που αφήνω τα υπάρχοντά μου. Επιστρέφω στην αυλή και πάω στο δεύτερο γραφείο, το οποίο βρίσκεται πριν το διάδρομο με τα κελιά απομόνωσης. Τον απομνημονεύω πλήρως προτού προχωρήσω. Φαίνεται ότι το κελί μου αυτή τη φορά θα είναι μεγαλύτερο, σε αντίθεση με αυτά που μου δίνουν συνήθως. Το μοιράζομαι μόνο με άλλον ένα κρατούμενο και μπορώ να κάθομαι αμέσως χωρίς να χρειάζεται να περιμένω τη σειρά μου, όπως κάνω συνήθως.

Έπειτα από λίγα λεπτά, που φάνηκαν αιωνιότητα, ο υπάλληλος βγήκε από το κελί και χρησιμοποίησα τη γνωστή μέθοδο επικοινωνίας με τα χτυπήματα στον τοίχο με τη γροθιά μου. Κατάλαβα ότι ήταν “πρωτάρης”. Έπειτα από μεγάλο δισταγμό, μου απάντησε. Κανένα από τα κελιά απομόνωσης κοντά μου φαίνεται να φιλοξενούν κάποιον ξεχωριστό μεσήλικα, που να μοιάζει με μένα και να τον φωνάζουν Γιατρό. Το πρόσωπό μου δεν έχει χαρακτηριστικά σε αυτό το απόλυτο σκοτάδι και δεν υπάρχουν γιατροί εδώ. Όλοι είμαστε απλά αριθμοί. “Ίσως ακούγεται σαν εμένα;” Όλες οι απαντήσεις αρνούνται την ύπαρξή του. Ίσως να τον έβαλαν στα μεγάλα κελιά. Ίσως τον πήγαν για ανάκριση κατευθείαν. Ο ανακριτής με διαβεβαίωσε ότι θα τον ελευθέρωναν, αν έμενα εγώ. Ψεύτες. Μακάρι να έβρισκα ένα σκιάχτρο να τρομάξει όλα αυτά τα κοράκια, που είχαν μαζευτεί στον κήπο του νου μου.

Ακούω κραυγές Αλλάχου Άκμπαρ από μακριά. Πρέπει να είναι 10 το βράδυ, η ώρα που φωνάζουμε κάθε μέρα. Η πόρτα ανοίγει. Πάντα ήμουν πεπεισμένος ότι το μαύρο είναι το χρώμα του ολέθρου, μέχρι που είδα το κίτρινο φως του διαδρόμου, που μας έφερνε τον φριχτό Raad.

“Έξω για ανάκριση”. Τώρα κατάλαβα το μυστικό: για να προστατέψουν από εμάς την ασφάλεια του Κράτους και να μας αποτρέψουν από το να αμολήσουμε τον προδότη και τρομοκράτη που κρύβεται μέσα μας, μιλάνε σε μια αλαουιτική διάλεκτο: ο σεχταριστικός τους τρόπος εκβιασμού και στενομυαλιάς, με την οποία αντιμετωπίζουν τη ζωή. Εδώ δεν είναι πατρίδα, δεν είναι μια χώρα, είναι μια κατάρα ονόματι συνύπαρξη, με σκοπό να κάνουν τους εγκληματίες της φάρας τους ήρωες.

Μπαίνω στο δωμάτιο ανάκρισης και βλέπω τον Abu Imad, λεπτό και κοντό, τουλάχιστον σε μένα. Ξεκινά τη “φιλική” του κουβέντα παρά τις εκφράσεις του προσώπου του, που δεν μπορεί να κρύψει: “Γιε μου, είσαι ακόμα νέος, μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα στη ζωή σου, πράγματα πιο σημαντικά από το να κάνεις παρέα με αλήτες, που πάνε σε διαδηλώσεις, που έτσι κι αλλιώς θα σταματήσουν σύντομα”. Παρέμεινα σιωπηλός. Τα ‘χω μάθει αυτά απ’ έξω. Πραγματικά δε θυμάμαι πότε έγινε φυσιολογικός τρόπος επικοινωνίας για μένα το να μου κάνουν φιλική κουβεντούλα και μετά να βρίζουν και να χτυπάνε. Το δικαιολόγησα, επειδή κάτι μέσα μού είπε να συνηθίσω να δέχομαι τιμωρίες παρά το ότι δεν έχω κάνει κάτι κακό. Να συνηθίσω να δέχομαι τιμωρίες κάθε μορφής.

Έχει εντολές να αφαιρέσει όση πιο πολλή σάρκα γίνεται από πάνω μου. Του αρέσει να το λέει “εξομολογήσεις”. Ξεκινά με έναν πλαστικό σωλήνα, πιθανότατα αποχέτευσης. Ο βασανιστής σου απολαμβάνει τις κραυγές σου. Δώσε του τη χαρά του και τίποτε άλλο: οι κραυγές σου δεν μπορούν να συγκρατηθούν. Οι δικές μου κραυγές δεν τον ευχαρίστησαν αρκετά, οπότε τη θέση του σωλήνα πήρε ένα καλώδιο. Κατά την πρώτη μου κράτηση, αναρωτιόμουν αν ο ανακριτής δούλευε παλιά ως σκουπιδιάρης ή αν ο εξοπλισμός αυτός πάει πακέτο με την τωρινή του θέση. Ένα χοντρό ηλεκτρικό καλώδιο, καμωμένο από τέσσερα καλώδια δεμένα μαζί, μας δίνουν αυτή την σπουδαία – στα μάτια τους – εφεύρεση.

Ήταν μια ώρα μόλις και ήδη είχαν έρθει τρεις, ενώ εγώ ήμουν ακόμα εκεί. Το σώμα μου μούδιασε και έχασα τη φωνή μου κι έτσι δεν μπορούσα να ουρλιάξω άλλο. Ένιωσε την παγωμάρα και δεν του άρεσε, οπότε με πρόγκηξε με μια ηλεκτρική ράβδο. Ρεύμα διαπέρασε το σώμα μου. Τόσο πολύ ρεύμα που θα μπορούσε να δώσει ηλεκτρικό σε όλη τη γειτονιά μου. Το ημίγυμνο σώμα μου πεσμένο στο πάτωμα ήταν τέλειος αγωγός. Το μούδιασμα φεύγει, ο πόνος ξανάρχεται. Δυο φριχτές αργότερα, αποφάσισε ότι βράδιασε επιτέλους. Μαντεύω θα ‘ταν περίπου μεσάνυχτα. Αποφάσισα να πάω να κοιμηθώ ή ας πούμε ότι αυτή ήταν η μοναδική μου επιλογή.

Πέρασαν λίγες ώρες. Μου φάνηκαν λεπτά. Το κάλεσμα για την πρωινή προσευχή. Η πόρτα ανοίγει και το φως μπαίνει μέσα. “Έξω, κωλόπαιδο”. Απαντώ με την εξαντλημένη εφηβική μου φωνή: “Κύριε, ο πατέρας μου πρέπει να ανησυχεί πάρα πολύ”. “Σκάσε και κουνήσου, μεταφέρεσαι”. Πρώτη φορά κάτι τέτοιο. Στις προηγούμενες περιπτώσεις, ήταν αποφυλάκιση. Πού με πάνε;!

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.