- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Ύπνος ή Θάνατος – Μέρος Δεύτερο: “Το γαλάζιο μπουφάν του Aghyad”

Κατηγορίες: Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Συρία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διαδηλώσεις, Ελευθερία του Λόγου, Ιδέες, Μέσα των πολιτών, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Πολιτική, Γέφυρα
[1]

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ελεύθερη πνευματικών δικαιωμάτων, Ρixabay

Ιδού το δεύτερο μέρος από το “Ύπνος ή Θάνατος”, μια σειρά έξι δημοσιεύσεων από τον ακτιβιστή Sarmad Al Jilane σχετικά με την εμπειρία του σε φυλακή της Συρίας. Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ [2].

Καθώς βγαίνω, πιάνει το μάτι μου ένα λευκό λεωφορείο, μια εικόνα που έχει χαραχτεί στις μνήμες μας τους τελευταίους μήνες: λευκά λεωφορεία του καθεστώτος γεμάτα προσωπικό ασφαλείας. Επιβιβάζομαι, μόνο εγώ από όλους τους κρατούμενους, μαζί με τον οδηγό και την “παρέα”, όπως λέγονται, μια ομάδα πέντε υπαλλήλων ασφαλείας με πλήρη στρατιωτική εξάρτυση. Το ταξίδι κράτησε 80 γροθιές, 100 μαστιγώματα – με κάτι που μου φάνηκε σαν λάστιχο ποδηλάτου – και μια ώρα χωρίς αισθήσεις. Έπειτα φτάσαμε στον προορισμό μας.

Με καλωσόρισαν με το ίδιο τελετουργικό όπως στο γραφείο στρατιωτικής έρευνας στην Ντέιρ εζ Ζορ. Δεκάδες κρατούμενοι στην αυλή. Όλοι περνάμε από έναν μακρύ και φαρδύ διάδρομο και μοιραζόμαστε στους δυο αντικριστούς του τοίχους, περικυκλωμένοι από περίπου 30 άτομα προσωπικό ασφαλείας. Οι φύλακες που ανέλαβαν να μας συνοδεύσουν μας πήραν ό,τι πολύτιμο είχαμε πάνω μας, όπως χρήματα, και τα πήγαν στο μικρό δωμάτιο στην είσοδο του διαδρόμου.

“Γδυθείτε”. Η διαταγή ήρθε από έναν υψηλόβαθμο αξιωματικό. Αρχίσαμε να βγάζουμε τα ρούχα μας. Το γαλάζιο μπουφάν – πρέπει να το φυλάξω πάση θυσία μέχρι θανάτου. Πρέπει. Ανήκει στον αδερφό μου, τον Aghyad, που ήθελε να το φορέσει εκείνη την ημέρα, αλλά δεν μπορούσε να βρει ούτε εμένα ούτε αυτό. Αγκιστρώθηκα από τη σκέψη αυτή: από την ελπίδα ότι θα βγω έξω για χάρη του αδερφού μου και του μπουφάν του. Ο αδερφός μου είναι κάπως θρήσκος: προσεύχεται συνέχεια, είμαι σίγουρος ότι ο Θεός θα ακούσει τις προσευχές του. Ξεντυθήκαμε και μείναμε με τα εσώρουχα. “Τούτοι οι γαμιόληδες μάλλον μας επισκέπτονται για πρώτη φορά. Βγάλτε τα εσώρουχά σας και κάντε τα ακόλουθα δυο μέτρα ασφαλείας: πηδάτε και γονατίζετε βαθιά, γρήγορες κινήσεις. Δε θα μου φάτε εσείς όλη τη μέρα”.

Δεν θα γυμνωνόμουν μπροστά τους: μας ξεγύμνωναν από τα κουρέλια της ανθρωπιάς μας. Σαράντα χρόνια αυτό ακριβώς φόβιζε τους παππούδες μας, τους πατεράδες μας και τώρα εμάς. Δεν υπήρχε καμιά αιτία για να μας φυλακίσετε, κανένας λόγος για να περάσουμε τόση ταπείνωση. Τι σόι πατρίδα είναι αυτή, κοινή πατρίδα δική μας και δική σας, που μας επιβραβεύει με τα μούτρα σας; Τι είδους πατρίδα προσφέρει στη σέκτα σας μια χρυσή ασπίδα, που σας προστατεύει από το να πρέπει να γδυθείτε εντελώς; Ίσως κάποιες ιδέες πρέπει να αναθεωρηθούν.

Αυτή τη στιγμή, η πατρίδα δεν είναι το σπίτι μας: μάλλον ένα κομμάτι γης που συναντήθηκαν άνθρωποι και αναγκάστηκαν να ζουν όλοι μαζί. Αναγκαστήκαμε να ζούμε μαζί, εμείς κι αυτοί, ή να πεθάνουμε: μονάχοι μας. Η δύναμη ανήκει στο άτομο που έχει εξουσία στη γη αυτή. Η δόξα ανήκει σε όσους είναι ξυπόλητοι και γυμνοί και κουβαλούν την πατρίδα στην καρδιά τους. Από το μυαλό μου περνά η ηχογραφημένη κασέτα με τη συνεχή καταδίκη των παραβιάσεων των Αμερικάνων στις φυλακές του Αμπού Γκράιμπ. Ο πρόεδρος αυτών που φωνάζανε εναντίον μας καταδίκασε τις ενέργειες αυτές. Πόσο άσχημος μπορεί να ‘σαι για να μπορείς να καταδικάζεις το Αμπού Γκράιμπ, αλλά να μην προσπαθείς καν να ακούσεις τις κραυγές έξω από το ανάκτορό σου. Μπορεί να μην το γνωρίζει, αλλά αυτός έχει απογυμνωθεί, όχι εμείς. Ποτέ δεν μπορείς να αφαιρέσεις την αξιοπρέπεια ενός ελεύθερου ανθρώπου.

Μέσα σε μια χορωδία χλευασμών και προσβολών, ξαναβάζουμε τα ρούχα μας και ξεκινούν να μας μοιράζουν στα κελιά μας. “Sarmad: στη δεύτερη ομάδα κελιών”. Μπαίνω στο κελί. Επικρατεί σιωπή, καθώς οι άλλοι ένοικοι ελέγχουν τον νεοφερμένο. Κρεμάω το γαλάζιο μπουφάν στη γωνιά σε μια μεταλλική κρεμάστρα, όπου έχουν κρεμάσει κι άλλοι τα ρούχα τους. Δεν είναι σημαντικό να τους γνωρίσω όλους, αρκεί το μπουφάν να παραμείνει άθικτο. Κάθομαι δίπλα στην πόρτα, όπου κάθονται συνήθως οι νεοφερμένοι. Όλοι είναι επιφυλακτικοί. “Θέλω λίγο νερό”, λέω, με ένα βαρύ αναστεναγμό. Δεν έχω πιει νερό ούτε έχω φάει τίποτα για μια μέρα και μια νύχτα. “Πάρε, αδερφέ. Κάνε πιο μέσα, αδερφέ, μην κάθεσαι δίπλα στην πόρτα”. Μια κουρασμένη φωνή σαν τη δική μου γαλήνεψε την ψυχή μου, προτού γαληνέψει το νερό το σώμα μου. Εξαντλημένος, κοιμήθηκα όρθιος. Όταν ξύπνησα, ήταν ήδη βράδυ ή αυτό υπέθεσα, μιας και δεν υπήρχαν ακτίδες ήλιου ή φεγγαρόφως για να μετρήσω το χρόνο.

Μονάχος στη γωνιά, παρά το ότι είμαστε τόσοι πολλοί στοιβαγμένοι μες στο κελί. Πόσες πατρίδες φυλακίζουν το σώμα σου; Ή προσπαθούν να αιχμαλωτίσουν όσους περισσότερους γίνεται; Στα τέσσερα, κλαις σαν μικρό παιδί που το χωρίζουν από τη μάνα του, αλλά εκείνη σε απογοητεύει! Ακουμπώ τον τοίχο, τον τρίβω με τα χέρια μου, σκέφτομαι ότι φτιάχτηκε από πηλό και αίμα. Πόσες πατρίδες έθαψαν αυτόν εδώ το 18χρονο; Του ‘ριξαν χώμα με το φτυάρι, τον έπνιξαν και έφυγαν μακριά, σαν να μην υπήρξα ποτέ.

Ίσως να μη θέλουν να μας φυλακίσουν. Να προσπαθούν να φτιάξουν μια πατρίδα για καθέναν, που αποζήτησε ελευθερία. Ίσως μας μαζέψανε εδώ όλους μαζί για να μας χωρίσουν σε μικρότερες πατρίδες, ώστε να συνεχίσουμε να τριγυρίζουμε με τα κεφάλια σκυφτά και να λέμε στα παιδιά μας παραμύθια για ένα κεφάλι που κοίταξε ψηλά και κόλλησε σε αυτή τη θέση.

Τη σιωπή έσπασε ένας 40χρονος, που άρχισε να πιέζει τις παλάμες του στον τοίχο. Το κάνει απαλά, με τις παλάμες του, όχι τις γροθιές του, όπως όταν θέλουμε να επικοινωνήσουμε. Ένας άλλος απαντά στο απορημένο μου βλέμμα. “Κάνει tayammum [3] [ΣτΜ: τελετουργικό άνυδρης νίψης στο Ισλάμ, με άμμο ή σκόνη], επειδή δεν υπάρχει νερό εδώ, εκτός από αυτό στην τουαλέτα. Κάποιες φορές το πίνουμε ή το χρησιμοποιούμε για εξαγνισμό, αλλά ο Μπάρμπας εδώ προτιμά να κάνει tayammum κάθε φορά πριν προσευχηθεί”. Στέκεται στη γωνία του κελιού με άλλους, προσεύχεται και απαγγέλλει το Κοράνι χαμηλόφωνα. Πάντοτε αποφεύγω να εξηγώ το μέγεθος των κελιών αυτών. Είναι πολύ μικρά για να περιγραφούν, ωστόσο κάποιες φορές τα νιώθω μεγαλύτερα κι από το τέμενος της γειτονιάς μας. “Αμήν”. Η λέξη έκρυβε μια πνευματικότητα, που με συνεπήρε περισσότερο κι από την πρώτη μου επίσκεψη σε ναό.

“Θεέ μου, ο αδερφός μου ο Aghyad προσεύχεται όλη την ώρα. Θεέ μου, δεν προσεύχομαι για μένα, αλλά για το Γαλάζιο του Μπουφάν. Δε θα ‘ναι καλό, αν πάθει κάτι και στενοχωρηθεί πολύ ο Aghyad. Κι ο πατέρας μου; Τι απόγινε αυτός; Κι αυτός προσεύχεται και επικαλείται το Θεό συχνά – αποκλείεται να μην τον έχουν αφήσει ακόμα ελεύθερο!” Μονόλογος με τον εαυτό μου, πριν πέσω για ύπνο.

Έξι η ώρα το πρωί, ο φύλακας έβαλε μια φωνή, καθώς μπήκε. “Όλοι όρθιοι, τα κεφάλια στον τοίχο”. Έπειτα, φώναξε: “Abdul Rahman, Sarmad, Adnan και Ahmed, ελάτε μπροστά”. Έμαθα αργότερα πως είχαν φτάσει τα χαράματα, όσο κοιμόμουν. Μπήκαμε σε ένα μικρό γυμνό δωμάτιο. Ένα τραπέζι και μια καρέκλα δίπλα στην πόρτα, αρκετές χειροπέδες, ένας μεταλλικός σωλήνας αντί για κουρτινόξυλο, απ’ όπου κρέμεται μια μεταλλική αλυσίδα. Ένας Πρωθυπολοχαγός κάθεται πίσω από το τραπέζι, φορώντας μια γαλάζια στολή, σαν Ναυτικού. Ο εκτελεστής ήταν ο Mohammed AlHalabi, έτσι τον φώναξε ο Πρωθυπολοχαγός. Μας έβγαλε τις κουκούλες και ξεκίνησε με τους Adnan και Ahmed. Κι οι δυο κατηγορούνται για κυνήγι με όπλο χωρίς άδεια: 20 μαστιγώματα ο καθένας ήταν αρκετά για να απομακρυνθούν από το δωμάτιο ανάκρισης, αφού τους κάλυψαν ξανά το κεφάλι με κουκούλες. Μείναμε εγώ κι ο Abdul Rahman.

“Σήμερα, δεν έχω διάθεση να σας ανακρίνω και τους δυο. Ούτε αύριο θα έχω διάθεση. Θα τιμήσουμε τους φιλοξενούμενούς μας για τρεις ημέρες κι έπειτα θα μιλήσουμε”. Βγήκε από το δωμάτιο. “Γδυθείτε. Μείνετε με τα εσώρουχα”, είπε ο Mohammed AlHalabi πλησιάζοντάς μας.

Κρατάει τα χέρια μας και τα βάζει σε χειροπέδες, έπειτα δένει τις χειροπέδες στην αλυσίδα που κρέμεται από το σωλήνα. Τραβάει την αλυσίδα μέχρι που κρεμόμαστε από τα χέρια μας, τα πόδια ίσα που ακουμπάνε στο έδαφος. Είσαι μεταξύ ουρανού και γης, στη μέση, ως αιματηρή θυσία. Καλύπτει τα κεφάλια μας με κουκούλα και ακούμε τα βήματά του, καθώς φεύγει.

Έφυγε ήρεμα και έκλεισε την πόρτα. Παραμείναμε σιωπηλοί, φοβούμενοι μήπως προκαλέσουμε κάποια κίνησή του. Δυο χέρια υψωμένα στο Θεό, με τη βία. Μια σταγόνα αίμα εκεί που οι χειροπέδες κόβουν τους καρπούς μας. Δυο τεντωμένα πόδια. Προσπαθούν να ακουμπήσουν στο πάτωμα, αλλά λίγο τα ελέγχεις. Ένα συνεχές κλαψούρισμα ακούγεται και δεν μπορώ να το σταματήσω. Το ίδιο κι ο Abdul Rahman. Αυτή ήταν η πρώτη μας γνωριμία, δυο εγκληματίες που γέννησαν και μεγάλωσαν τα χώματα αυτά. Δυο εγκληματίες, που δεν μπορούσαν να αντέξουν να βλέπουν την πατρίδα τους αιχμάλωτη, όπως τώρα είναι αυτοί, με εκπληκτική αυτοσυγκράτηση, σε μια στιγμή όπου η ανθρωπιά παύει να υπάρχει από το ανθρώπινο λεξιλόγιο σε αυτό το λουτρό αίματος σε εκείνο το υπόγειο. Κανείς κατακτητής δε θα νικήσει, ποτέ. Δε θα μας κάνανε τέτοια πράγματα, αν δεν φοβούνταν. Και τώρα κρεμάσανε δυο καρδιές νικητές εν μέσω ηττών.

Το κλαψούρισμα σταδιακά αυξάνεται. “Δοκίμασε να ακουμπήσεις τα πόδια σου πάνω στα δικά μου, να ξεκουραστείς λίγο”, είπε με δυσκολία ο Abdul Rahman. Στάθηκα στα πόδια του. Δεν υπάρχει τρόπος να μετρήσουμε πόση ώρα είμαστε εδώ, μόνο κατά προσέγγιση. Και δεν μπορούμε να μείνουμε για πολύ έτσι, από φόβο μήπως μπει ξαφνικά μέσα ο βασανιστής μας. Αλλάζουμε ρόλους, αυτός στέκεται στα πόδια μου, δεν απαλύνει όμως τον πόνο. “Αυτό λέγεται Σαμπέχ [συριακή αργκό, κρέμασμα από τα χέρια ή τα πόδια], έτσι πλέον όταν μας αφήσουν ελεύθερους θα λέμε στους φίλους μας ότι ήμαστε πολιτικοί κρατούμενοι και μας υπέβαλαν σε σαμπέχ”, είπε ο Abdul Rahman, αποτυγχάνοντας να κρύψει τον πόνο στη φωνή του.

Γελάμε με τον πόνο μας. Ο χρόνος περνά και μόλις μετά βίας δεν πέφτουμε κι οι δυο αναίσθητοι. Ξυπνάμε, όταν η πόρτα ξαφνικά ανοίγει με θόρυβο. Είναι ο Mohammed.