Ύπνος ή Θάνατος – Μέρος Tέταρτο: “Διακηρύξαμε επανάσταση για την ελευθερία”

من بيكساباي. استخدمت تحت رخصة المشاع الإبداعي.

Φωτογραφία: Χωρίς πνευματικά δικαιώματα. Pixabay.

Ιδού το τέταρτο μέρος από το “Ύπνος ή Θάνατος”, μια σειρά έξι δημοσιεύσεων από τον ακτιβιστή Sarmad Al Jilane σχετικά με την εμπειρία του σε φυλακή της Συρίας. Διαβάστε εδώ το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο μέρος.

Παρά το ό,τι έχουμε περάσει την τελευταία αυτή εβδομάδα, όπως τα χτυπήματα, τα βασανιστήρια, το ξερίζωμα των νυχιών, το ηλεκτρικό ρεύμα που διαπερνά τα σώματά μας με μεγαλύτερη τάση από ό,τι για να δώσει ενέργεια σε τούτη εδώ τη φυλακή, υπάρχουν ακόμα άνθρωποι ανάμεσά μας, που έχουν τη δύναμη να επαναστατήσουν ενάντια στο βασανιστή τους.

Την όγδοη μέρα, μας βγάζουν έξω: τον Abdul Rahman, εμένα και πολλούς άλλους κρατούμενους. Στην πόρτα του κελιού, ο ανακριτής ακουμπά μερικά χαρτιά στον τοίχο και μας δίνει ένα στιλό: “Υπογράψτε γρήγορα”. Προσπαθώ να διαβάσω στα γρήγορα ό,τι καταφέρνω να καταλάβω από το χειρόγραφο κείμενο. Μοιάζει με ανακριτική αναφορά. Διακόπτει την ανάγνωσή μου με χαστούκια και χτυπήματα με ένα μεταλλικό ραβδί που κρατά. “Υπόγραψε χωρίς να διαβάζεις, ηλίθιε. Σου είπα υπόγραψε, όχι διάβασε”. Συνεχίζει τις προσβολές. Υπογράφω. Τελειώνουμε όλοι και επιστρέφουμε στο κελί και περιμένουμε.

Δεν είμαστε από το Αφγανιστάν, δεν είμαστε τρομοκράτες. Κανείς από εμάς δεν ξέρει πώς να “φυτεύει” αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό και κανείς από εμάς δεν έχει κηρύξει τζιχάντ. Για εμάς, τούτη εδώ είναι απλά μια επανάσταση για την ελευθερία. Δεν κατηγορήσαμε κανέναν για αποστασία ούτε είναι ο σκοπός μας να καθαρίσουμε τον κόσμο. Δεν είμαστε δολοφόνοι. Δεν έχουμε κάνει κακό σε κανέναν. Η μόνη μας συλλογική αμαρτία είναι ότι σκεφτήκαμε δυνατά και ανακοινώσαμε τα αιτήματά μας δυνατά και ξεκάθαρα.

Περνάνε μέρες. Εξαρτώμαστε από το αυτοσχέδιο ημερολόγιό μας. Μια κάθετη γραμμή για κάθε μέρα που περνά. Η πέμπτη γραμμή είναι οριζόντια και τέμνει τις τέσσερις προηγούμενες. Βάζουμε ένα μικρό κύκλο για να σημαδέψουμε τη μέρα που κάποιον από εμάς τον αφήνουν ελεύθερο. Δεν είναι όμως και το καλύτερο ημερολόγιο, όπως ανακάλυψα αργότερα, για άτομα σαν εμένα, που έχουν μεταφερθεί από τη μια φυλακή στην άλλη και έχουν αφήσει πίσω γραμμές και αίμα να σημαδεύουν τους τοίχους.

Έρχεται ο φρουρός και παίρνει τον Αbdul Rahman, αφού τον διατάξει να φτιάξει τα πράγματά του. Ο Abdul Rahman παίρνει μαζί του προφορικά μηνύματα για τους αγαπημένους μας και όσα τηλέφωνα μπορεί να απομνημονεύσει για να δώσει στις οικογένειές μας λίγα λόγια ελπίδας. Φεύγουν και μένω εγώ μόνος τώρα μαζί με άλλες 37 μοναχικές ψυχές.

Πολλές μέρες αργότερα, η πολυπόθητη μέρα φτάνει: ο φρουρός έρχεται για το ημερήσιο κάλεσμα, αλλά δε φωνάζει το όνομά μου. “Sarmad, μάζεψε τα πράγματά σου και έλα μαζί μου”. Ούτε μου καλύπτει το κεφάλι ούτε μου περνά χειροπέδες. Μες στη χαρά μου, σχεδόν ξεχνάω τα τηλέφωνα που μου ζήτησαν να απομνημονεύσω οι συγκρατούμενοί μου. Βγαίνουμε έξω στην αυλή. Τα ίδια τελετουργικά καλωσορίσματος, σίγουρα αυτή τη φορά για αποχαιρετισμό. Βάζουν τα τιμαλφή μας μέσα σε τσάντες και μας δένουν σε μια μακριά αλυσίδα. Νιώθω τους χτύπους της καρδιάς μου μέχρι τα ακροδάχτυλά μου. “Η αλυσίδα για Δαμασκό είναι έτοιμη, τραβήξτε τους στην πόρτα. Θα μεταφερθούν εκεί, αφότου περάσουν δυο μέρες στο τμήμα Στρατιωτικής Αστυνομία”, λέει ένας φρουρός γεμάτος υπερηφάνεια. Φτιάχνει τον κόκκινο μπερέ του και όλοι μας ανεβαίνουμε στο λεωφορείο.

Βγαίνουμε από τις πύλες της φυλακής. Βλέπω το σπίτι των παππούδων μου, περνάω ακριβώς μπροστά του! Κάποιες πόλεις ενσωματώνουν το δράμα που έχει η ιστορία της ζωής σου, γράφουν τη μοίρα σου, προτού καν ξεκινήσει η ιστορία, μετατρέποντας το γαλήνιο σπιτικό των παιδικών και εφηβικών σου χρόνων στο ματωμένο τόπο της θυσίας σου. Νιώθω βαριά τη σκιά της επανάστασης, καθώς ταξιδεύω στο λεωφορείο και βλέπω το σπίτι της οικογένειάς μου μπροστά στα μάτια μου, μέτρα μόλις μακριά, με έναν ολόκληρο κόσμο τυραννίας ανάμεσα. Εγώ και το σπίτι μου μπροστά μου, μας χωρίζει ένα ολάκερο καθεστώς, σαν να φταίει για όλα έχουν συμβεί στη χώρα μας η ενηλικίωση ενός εφήβου ακριβώς αυτή τη χρονιά. Τότε για πρώτη φορά έβαλα τα κλάματα.

Μπαίνουμε στο τμήμα Στρατιωτικής Αστυνομίας στην Ντέιρ Εζ Ζορ. Βγαίνουμε από το λεωφορείο και μπαίνουμε σε σειρά σε ένα μικρό κήπο στο προαύλιο. Οκτώ φρουροί κάθονται εκεί, ο καθένας τους κρατά ένα μαστίγιο. Λάστιχα κάθε μεγέθους κρέμονται από παντού. Ένας φρουρός παίρνει τα χαρτιά και τα τιμαλφή μας και οι υπόλοιποι αναλαμβάνουν το μάζεμα. Μας βγάζουν τις αλυσίδες. Κάθε φρουρός διαλέγει έναν από εμάς, διαλέγει κι ένα λάστιχο που να ταιριάζει και μας “λαστιχιάζουν”, έτσι λένε το τι μας κάνουν με τα λάστιχα αυτά.

Ο δικός μου με τυλίγει σφιχτά με ένα λάστιχο, με πετά στο έδαφος κι αρχίζει να με χτυπά. Συνεχίζει μέχρι να δει αίμα, αρκεί να μη χρειάζονται λιγότερα από 15 χτυπήματα. Μας πηγαίνουν στη φυλακή, που αποτελείται από τρεις τεράστιες μονάδες, που συνδέονται με ένα μεγάλο κεντρικό χολ. Ένα μεγάλο μπάνιο, επίσης. Ο θόρυβος από τις φωνές των κρατουμένων γίνεται πιο δυνατός. Σε λίγες ώρες τρώμε μεσημεριανό, θέλετε κάτι; Εκπλησσόμαστε που μαθαίνουμε ότι εδώ μπορείς να πληρώσεις το φρουρό για να πάρεις ό,τι θέλεις, τα χρήματα όμως βρίσκονται στις τσάντες που κατέσχεσαν, οπότε ποιο το νόημα; Σερβίρεται μεσημεριανό και επιτέλους σπάμε τη δίετα από πλιγούρι, πατάτες και κόκαλα κοτόπουλου μαζί με τους υπόλοιπους κρατουμένους.

Ξεκινάει το επισκεπτήριο. Ένας από τους κρατούμενους γνωρίζει το θείο μου. Λαμβάνει μήνυμα από τη γυναίκα του και της ζητά να πάρει τηλέφωνο τους γονείς μου. Το κάνει και μέσα σε μια ώρα φτάνει ένας φύλακας με 1.500 συριακές λίρες και ένα καινούριο ζευγάρι πιτζάμες που μου είναι πολύ μεγάλες ή ίσως είναι στο μέγεθός μου, προ φυλακής. Κανένα πρόβλημα, αυτό που με νοιάζει περισσότερο είναι να μπορώ να απαλλαγώ λίγο από την ένταση και το άγχος και το πιο σημαντικό, να απαλλαχθώ από το βάρος του να νοιάζομαι για το μπλε μπουφάν, το οποίο το έχω πακετάρει διπλωμένο κάτω από το πουλόβερ μου, τώρα που έχω καινούριες πιτζάμες να φορέσω.

“Αυτά είναι για σένα. Απαγορεύονται οι επισκέψεις για εσένα, κάποιος στα έφερε”. Αργότερα, αφότου αφέθηκα ελεύθερος, ανακάλυψα ότι τα πράγματα τα είχε φέρει ο Aghyad. Ο φρουρός δεν του επέτρεψε να μπει και απαίτησε 1000 συριακές λίρες για να μου φέρει τα πράγματα. Καταγράφουν την ταυτότητα κάθε επισκέπτη. Αν είχε επιτραπεί η είσοδος στον Aghyad, δε θα βγαίναμε ζωντανοί από ‘δω πέρα. Είναι επικηρυγμένος και ο ανακριτής επικεντρώθηκε πολύ σε αυτόν κατά την ανάκριση.

Επιστρέφουμε μέσα. Φοράω τα καινούρια μου ρούχα. Κάθομαι και περιμένω τη μεταγωγή. Περνάνε δυο μέρες και την τρίτη μέρα μας πάνε στην Ράκκα—στο εκεί τμήμα Στρατιωτικής Ασφάλειας. Το ίδιο τελετουργικό—έχουν όλοι λάβει την ίδια εξαχρείωση από το Κόμμα Μπαάθ. Άλλες δυο μέρες και μεταγωγή στο Χαλέπι, στο τμήμα Στρατιωτικής Αστυνομίας στο AlJmaylie. Ήταν η τελευταία φορά που επισκέφθηκα το Χαλέπι. Έριξα μια κλεφτή ματιά από το παράθυρο του λεωφορείου, καθώς μου πίεζαν το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια μου. Ήταν μια στιγμή θριάμβου, ο θρίαμβος μιας κλεφτής ματιάς στους δρόμους, στους ανθρώπους, αφότου πέρασα τόσες μέρες προσμένοντας μια ματιά για τέτοια πράγματα. Η καφετέρια  AlYamani ήταν το κατάστημα που μου τράβηξε την προσοχή. Το όνομα αυτό είναι χαραγμένο στη μνήμη μου τέσσερα χρόνια αργότερα.

Φτάνουμε στο τμήμα. Καλύπτουν τα κεφάλια μας και λύνουν την αλυσίδα. Μπαίνουμε στο κτίριο. Ένα μεγάλο δωμάτιο με 40 άτομα μέσα. “Όλοι στον τοίχο, γδυθείτε και πάμε για δυο μέτρα ασφαλείας, γρήγορα!”, φωνάζει ένας φρουρός όλο εμπάθεια, καθώς μας βγάζει τις κουκούλες. Είναι κοκαλιάρης, δεν ξεπερνά το 1,70, κρατά ένα μαύρο ραβδί ίσαμε τα πόδια του. Είμαστε εντελώς γυμνοί, στεκόμαστε ακίνητοι όσο επιτηρεί. Πρώτη φορά μας σοδόμισαν. Ξεκινά να παίζει το ραβδί πάνω στα γεννητικά μας όργανα και τους πισινούς μας, χτυπώντας μας προκλητικά. Μας σοδομίζει όλους, σαν να παίρνει εκδίκηση από έναν παλιό δαίμονα. Γι’ αυτούς, οι θριαμβευτικές μας κραυγές ελευθερίας ήταν κάτι σαν βιασμός, οπότε τώρα είναι η σειρά τους για εκδίκηση.

Μας διατάζει να ξαναντυθούμε. Μας επιστρέφουν τα χρήματα, αλλά κρατάνε τις τσάντες με τα τιμαλφή. Μας μοιράζουν στα κελιά. Μπαίνουμε στα κελιά και βρίσκουμε τσάι και τσιγάρα, αντικείμενα ταμπού! Μέσα σε αυτό το όνειρο, όπου μονάχα μια γουλιά τσάι και μια ρουφηξιά από καπνό AlHambra μπορούσε να σε ξυπνήσει και να σε επαναφέρει στη ζωή. Παραγγέλνουμε ένα πεντόλιτρο τσαγερό, αν και είμαστε μόλις επτά άτομα. Παραγγέλνουμε τσιγάρα και πολύ φαΐ. Παραγγέλνεις φαγητό και καθημερινά αμελητέα πράγματα, που είναι βασικό σου δικαίωμα κι έπειτα τους ευχαριστείς που σου έφεραν τα πράγματα, που αγόρασες εσύ ο ίδιος με τα χρήματά σου, ενόσω σε έχουν φυλακισμένο και σε βασανίζουν. Φορούσα παπούτσια σνίκερς, οπότε εκμεταλλεύτηκα το γεγονός ότι οι άλλοι ήταν απασχολημένοι, ξεκόλλησα τη σόλα ενός παπουτσιού και προσεχτικά γλίστρησα από κάτω της ένα τσιγάρο AlHambra— περισσότερα γι’ αυτό αργότερα.

Οι δυο μέρες περνάνε γρήγορα. Μας βγάζουν έξω για μεταγωγή ξανά. Το ίδιο μεγάλο δωμάτιο. Είναι κι ο Taher εδώ! Μας δένουν όλους με μια αλυσίδα. Ακούγεται ολοένα και δυνατότερος ο ήχος από καβγά μεταξύ του Taher κι ενός από τους φρουρούς. “Σου είπα, πάντοτε ήμουν η κεφαλή της φατρίας μου και κανείς από εσάς και κανείς στον κόσμο δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Θα με ξεδέσεις και θα με βάλεις πρώτο στη σειρά!” Ο Taher ουρλιάζει αδιαφορώντας για τους πάντες και τα πάντα. Έπειτα από ένα μακροσκελή διαπληκτισμό, ο φρουρός ξεδένει τον Taher, τον μεταφέρει πρώτο στη σειρά και τον ξαναδένει.

Ο Συνταγματάρχης πίσω από το τραπέζι αρχίζει να σφραγίζει τα έγγραφα μεταγωγής. Ο Taher περπατά αργά μπροστά —όλα τα μάτια είναι καρφωμένα πάνω του—και τραβά μια σακούλα φρατζόλες ψωμί από το συρτάρι δίπλα από το Συνταγματάρχη και αρχίζει να μοιράζει ψωμί στους κρατούμενους. Ο Συνταγματάρχης του φωνάζει. “Κύριε, δεν μπορώ να ανοίξω μάτι, αν δεν φάω κάτι και ξέρετε πως δεν μπορώ να τρώω μόνος μου και να με βλέπουν οι άλλοι, οπότε σκέφτηκα καλύτερα να μοιράσω λίγο ψωμί στους δύστυχους”. Όσο και μετά βίας να προσπαθεί να κρατηθεί σοβαρός, πάντοτε υπάρχει ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του Taher, όταν μιλά. Ένας φρουρός ξεκινά να τον χτυπά, μέχρι που πέφτει στο πάτωμα.

Περιμένει να φύγει ο φρουρός και σηκώνεται με δυσκολία, έπειτα κάθεται στη μεταλλική καρέκλα δίπλα στο τραπέζι. Ο Συνταγματάρχης τον κοιτάζει, προσπαθώντας να συγκρατήσει το θυμό του. Ένας φρουρός πλησιάζει σβέλτα για να χτυπήσει τον Taher. “Κύριε, δεν είμαστε όλοι παιδιά του κύριου Προέδρου, του αρχηγού μας; Σου πάει η καρδιά να μην αφήσεις να ξεκουραστεί λιγάκι σε μια καρέκλα ένας αδερφός σου από την ίδια χώρα και με τον ίδιο πατέρα ηγέτη;” Ο Συνταγματάρχης δεν μπορεί να συγκρατήσει το γέλιο του, με το που ακούει τα λόγια του Τaher. Τελειώνει με τις σφραγίδες.

Μας βγάζουν έξω στο προαύλιο. Περιμέναμε να δούμε λεωφορείο, αλλά αντ’ αυτού μας περιμένει ένα μεγάλο φορτηγό, σαν αυτά που μεταφέρουν λαχανικά. Σκαρφαλώνουμε στο χώρο των κατεψυγμένων, 93 άτομα, στριμωγμένοι στην καρότσα ενός φορτηγού σαν σαρδέλες. Ο φίλος μού δείχνει πώς να χαλαρώσω τις χειροπέδες, γιατί ο δρόμος είναι μακρύς. Κανείς δε μιλά. Σιωπή και φόβος για το τι θα επακολουθήσει.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.