Ιδού το πέμπτο μέρος από το “Ύπνος ή Θάνατος”, μια σειρά έξι δημοσιεύσεων από τον ακτιβιστή Sarmad Al Jilane σχετικά με την εμπειρία του σε φυλακή της Συρίας. Διαβάστε εδώ το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο μέρος.
Μεταφερόμαστε στην περιοχή Αλ Μπαλόνι της Χομς και φτάνουμε σε ένα μεγάλο προαύλιο γεμάτο κανόνια. Πρώτη φορά βλέπω τόσο πολύ εξοπλισμό. Μας φέρνουν μέσα, γυμνούς και ξυπόλητους, ως συνήθως. Ντυνόμαστε και μας χωρίζουν στα κελιά: περισσότεροι από 400 άνθρωποι σε κάθε “κοιτώνα”, τα μεγαλύτερα κελιά απ’ όπου έχω περάσει ποτέ.
Υπάρχουν τρία μπάνια στο πίσω μέρος του κελιού, που βρίσκεται στον όροφο με τους εγκληματίες. Νιώθεις έτσι ακόμα περισσότερο φυλακισμένος μες στο κελί σου, καθώς είναι γεμάτο με υποστηρικτές του καθεστώτος. Κλέφτες, πλιατσικολόγοι και βιαστές περιμένουν να αφεθούν ελεύθεροι και μιλάνε δυνατά για “μια χούφτα παλιόσκυλα που προσπαθούν να ανατρέψουν το καθεστώς σε ένα όργιο διαδηλώσεων”, οι οποίοι πλημμύρισαν τα “ασφαλή” τους κελιά. Δύσκολα συνηθίζεις, ακόμα και για λίγα λεπτά, το συνεχόμενο ήχο των βομβαρδισμών από τα πυροβόλα. Μας λένε ότι ο βομβαρδισμός έχει στόχο τη συνοικία Μπάμπα Αμρ. Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει.
Η επόμενη μεταγωγή γίνεται ακριβώς μια μέρα αργότερα. Σκέφτομαι ξανά και ξανά πώς μοιάζουν αυτές οι τελετές εισόδου και εξόδου με λατρευτικά τελετουργικά για να πλησιάσεις τον ηγέτη. Τις διαπράττουν σαν θρησκευτικά μυστήρια και τις παρακάνουν όσο περισσότερο γίνεται.
Φτάνουμε στη Δαμασκό, στο τμήμα Στρατιωτικής Αστυνομίας στη συνοικία Καμπούν. Μας διασκορπίζουν σε ένα στενό διάδρομο και αρχίζουν να μας μοιράζουν σε κελιά, που βρίσκονται ακριβώς κάτω από τις σκάλες. 235, ακούω τον αριθμό και δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται, αλλά ξέρω το όνομά του: κελί 235. Μεταφερόμαστε στο πίσω μέρος ενός οκταθέσιου οχήματος. Δε γνωρίζω κανέναν από όσους είναι μαζί μου εκτός από έναν νεαρό από την Ράκκα, τον οποίο είχα γνωρίσει στο τμήμα στο Χαλέπι.
Φτάνουμε στην “Παλαιστίνη”, τμήμα κράτησης που έχει τη φήμη “επαγγελματιών δολοφόνων”. Μπαίνουμε, δε χρειάζεται πλέον να περιμένουμε εντολές, πλέον τις έχουμε αποστηθίσει: τα πράγματά μας σε τσάντες, στεκόμαστε γυμνοί, δυο έλεγχοι ασφαλείας, διαχωρισμός σε κελιά.
Περνάνε αρκετές μέρες και όλως περιέργως δεν είναι οι χειρότερες, αλλά μάλλον οι καλύτερες. Όταν έχεις συνηθίσει ένα συγκεκριμένο επίπεδο βασανιστηρίων, γίνεται το φυσικό σου όριο: ο,τιδήποτε λιγότερο σου φαίνεται ανταρσία. Μια ανάκριση, μια ερώτηση για το αν σκέφτομαι να αλλάξω κάποια από τις καταθέσεις μου κι έπειτα πάλι πίσω στο κελί.
Την επόμενη μέρα, μεταγωγή για ανάκριση με τον ίδιο τρόπο. Κάνουμε μια στάση που κρατάει ώρες σε μια διμοιρία Στρατιωτικής Ασφάλειας στο Μεζέχ, για να φέρουν και “παρέα”, όπως το έθεσε ο φρουρός μας. Κατευθυνόμαστε προς τον τελικό μας προορισμό, κάτι στο οποίο έδωσαν έμφαση στη συζήτησή τους, ώστε να σιγουρευτούν ότι το ακούσαμε ξεκάθαρα. Μπαίνουμε σε ένα μεγάλο προαύλιο, το οποίο ίσα που προλαβαίνω να δω για λίγο, προτού μου βγάλουν τη μάσκα, καθώς φτάνω στην κορυφή μιας χαμηλής σκάλας. Κατεβαίνουμε σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Είναι πάνω από εκατό εκεί πέρα.
Όλοι γδύνονται με το που φτάνουν, τα ρούχα περνάνε από έλεγχο και μοιραζόμαστε σε κελιά. Είμαι ο αριθμός 124/1. Μπαίνουμε σε ένα μικρότερο δωμάτιο, έπειτα μέσα στο “Μονόξυλο”, όπως το αποκαλούσε ένας από αυτούς. 86 άτομα σε ένα μικρό δωμάτιο. Από το ταβάνι κρέμονται δυο λάμπες κλεισμένες σε μεταλλικά κουτιά με μικρά κάγκελα. Ακόμα και τα φώτα έχουν φυλακίσει σε αυτή τη χώρα.
Ο Uday, ο Bilal κι ο Mudar, τρεις νεαροί από την επαρχία της Ντερ Αλ Ζορ, που ξέρω καλά, μου έχουν κρατήσει μια θέση δίπλα τους. “Είσαι τυχερός, κάποιους τους μετέφεραν σήμερα, προτού αρχίσουν οι βάρδιες ποιος κάθεται ποιος μένει όρθιος. Για την ώρα, τα καταφέρνουμε μένοντας γονατιστοί και κοιμόμαστε ο ένας στον ώμο του άλλου”. Ο Bilal, που είναι σχεδόν συνομήλικός μου, προσπαθεί να με βγάλει από το σοκ.
Είναι Παρασκευή. Το καταλαβαίνω από το ένα πορτοκάλι ανά πέντε κρατούμενους που μας μοιράζουν και ένα κουτάλι μαρμελάδα το μεσημέρι. “Εδώ, μας δίνουν μια ελιά στον καθένα και μια φρατζόλα ψωμί ανά τέσσερις κρατούμενους. Κάποιες μέρες, ανάλογα την περίπτωση, μας φέρνουν και πατάτες ή ντομάτες. Μας κακομαθαίνουν αυτές τις μέρες. Ξέρω ότι δεν τρως τέτοιο φαγητό. Κανένα πρόβλημα—οι μέρες με ψωμί και μαρμελάδα είναι δικές σου και θα τα βρούμε εμείς μεταξύ μας τα υπόλοιπα”. Ο Mudar μου δίνει μια ιδέα για την κατάσταση με το φαγητό, καθώς είναι ο μεγαλύτερος ανάμεσά μας.
Καμία νέα ενημέρωση για αρκετές ημέρες. Ξυπνάμε το πρωί για την ημερήσια πρωινή αναγγελία. Μας επιτρέπεται να πάμε τουαλέτα δυο φορές τη μέρα, δέκα δευτερόλεπτα το πολύ, καθώς είναι κοντά, ακριβώς αριστερά του κελιού. Έχουμε ένα πεντόλιτρο μπουκάλι που γεμίζουμε, όταν πάμε στην τουαλέτα. Πρέπει να μας φτάσει για όλη τη μέρα. Έχουμε επίσης αρκετά άδεια δοχεία για επείγουσα ούρηση για τους πολλούς ηλικιωμένους, που δεν μπορούν να περιμένουν πολλή ώρα. Πολύ συχνά έχουμε δυο γεύματα, κάποιες φορές μονάχα ένα. Αν μαζέψεις όμως όλο το φαγητό που μας μοιράζουν, δε θα έφτανε για κανονική μερίδα για κανονικό άνθρωπο.
“Εντάξει, χρειαζόσουν δίαιτα καιρό τώρα, αυτή είναι εξαναγκαστική δίαιτα. Δε σου αρέσει η χοντρή σου κοιλιά, αλλά εμένα μου αρέσει πώς είμαι. Ταιριάζουμε απόλυτα”, λέει ο Uday, προσπαθώντας να με παρηγορήσει μαζί με τον Mudar και τον Bilal.
Ξεκινάνε οι οδηγίες: πρέπει να βγάλεις τα ρούχα σου, να τα γυρίσεις ανάποδα, καθώς οι ψείρες ζουν στο εσωτερικό, εκεί που είναι οι ραφές. Πρέπει επίσης να τραβάς τις κάλτσες σου πάνω από τα μπατζάκια του παντελονιού σου, ώστε να μην μπαίνουν οι ψείρες. “Η γιαγιά μου έλεγε ότι το ξεψείρισμα ήταν για όσους δεν είχαν τίποτα να κάνουν. Αυτό κάνουμε τώρα. Προσπάθησε να μη σιχαίνεσαι και να μην ξύνεσαι. Απλά συνήθισέ το όπως εμείς”. Ο Mudar συνεχίζει φυσιολογικά και βγάζει ψείρες από την μπλούζα του.
Βγαίνω για την πρώτη μου ανάκριση, φορώντας κουκούλα και τα χέρια με χειροπέδες στην πλάτη. Καθώς στέκομαι στο προαύλιο, ακούω κραυγές, αγκομαχητά, ανακριτές, μαστιγώματα, ηλεκτρισμό. Διαφορετικοί ήχοι, αλλά όλοι υποδηλώνουν το ίδιο. Καταφτάνει ο ανακριτής. “Δε θα σε χτυπήσω. Απλά στάσου ακούνητος με τα πόδια χώρια και το κεφάλι στο έδαφος”. Ακούω μονάχα αυτή την πρόταση. Η ώρα περνά. Μια ώρα…δυο ώρες. Προσπαθώ να έρθω στα συγκαλά μου, αν και σχεδόν καταρρέω αρκετές φορές. Δεν έχει νόημα. Σωριάζομαι στο πάτωμα. Τα χτυπήματα και οι γροθιές συνεχίζονται για λίγα λεπτά. Με σηκώνουν ξανά όρθιο και ο κύκλος συνεχίζεται μέχρι την αυγή, ερωτήσεις δεν έχουν κάνει καμία. Με πάνε πίσω στο κελί.
H επόμενη ημέρα είναι επανάληψη των προηγουμένων και επιστρέφουμε στη ρουτίνα του ξεψειρίσματος.
Περνάνε αρκετές ημέρες. “Ο 124/1 για έρευνα”. Αφότου μου έβαλε κουκούλα και χειροπέδες, με πηγαίνει σε ένα δωμάτιο και μου βγάζει την κουκούλα. Το δωμάτιο είναι εντελώς άδειο, τρία επί δύο. Μπαίνει μέσα ένας ξανθός τύπος, λίγο πιο κοντός από μένα, περίπου 1,84. “Γδύσου γρήγορα”. Δεν κουβαλά ραβδί. Γδύνομαι. Φέρνει δυο καρέκλες. “Κάτσε. Ποια είναι η ιστορία σου με τους τρομοκράτες και τα όπλα, τη βιντεοσκόπηση και οργάνωση διαδηλώσεων; Φαντάσου ότι δεν έχω στα χέρια μου το φάκελο με τις καταθέσεις που ήρθε παρέα με σένα και επανάλαβε ό,τι έχεις κάνει τους τελευταίους μήνες μέχρι την άφιξή σου εδώ”. Στα χέρια του έχει ένα κομμάτι διαφανούς νήματος νάιλον, σαν αυτό που χρησιμοποιούν για πετονιά, αλλά μικρό σε μήκος, λίγα εκατοστά μόνο. Φαίνεται πολύ προσηλωμένος σε αυτό.
“Δεν νομίζω πως έχω να προσθέσω κάτι άλλο, αν πράγματι κουβαλούσα όπλο ή τραβούσα φωτογραφίες ή κάτι τέτοιο, θα το είχα ήδη ομολογήσει. Πιστέψτε με, τα χτυπήματα που έχω δεχτεί θα οδηγούσαν έναν άνθρωπο να ομολογήσει ό,τι τον κατηγορείτε, ακόμα και πράγματι που δεν έχει καν διαπράξει. Είμαι όμως αρκετά σίγουρος ότι δεν έκανα τίποτα κι ελπίζω να με πιστέψετε”. Η φωνή μου τρέμει. Περνάνε λίγα λεπτά μες στη σιωπή.
“Εννοείς ότι δε θα χαρούν τ’ αυτιά μου να ακούσουν κάτι καινούριο από σένα, εκτός από τα συνηθισμένα σου ψέματα;” Παραμένω σιωπηλός, φοβάμαι τον οξύ του τόνο.
“Σήκω”, λέει, με ακόμα πιο δυνατό και σοβαρό τόνο. Μου βάζει ξανά χειροπέδες, με σπρώχνει με όλη του τη δύναμη στον τοίχο και σηκώνει το δεξί μου πόδι. Προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Με το νάιλον νήμα δένει το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού μου ποδιού στους όρχεις μου. Σίγουρα είναι κομμάτι πετονιάς, το νιώθω. Με αφήνει να στέκομαι στο ένα πόδι. Οποιαδήποτε κίνηση ή δόνηση θα ήταν αρκετή για να τραυματίσει τηην ψυχή κάποιου. Η ψυχή μου κομματιάζεται από τον πόνο. Κάθεται σε μια καρέκλα απέναντί μου, διασφαλίζοντας ότι δε θα ξεκουράζομαι ακουμπώντας στον τοίχο.
Δεν μπορώ να υπολογίσω πόσο κρατά αυτό, αλλά ξέρω πως είναι ο μεγαλύτερος εξευτελισμός που έχω υποστεί μέχρι τώρα. Χάνω τις αισθήσεις μου μετά από λίγο και ξυπνάω πίσω στο κελί.
Δεν υπάρχει παράδεισος κάτω από τα πόδια της μητέρας του, αντίθετα με τη ρήση του Προφήτη Μωάμεθ (pbuh), της μητέρας που μεγάλωσε ένα τέτοιο τέρας, ένα δολοφόνο, έναν χασάπη. Εκείνες τις στιγμές, ένιωθα γεμάτος μίσος για τους πάντες και τα πάντα. Προσποιούμαι ότι κοιμάμαι ακόμα, να μη δει κανείς τα δάκρυά μου.
Τότε, δεν περίμενα κανέναν να λυπηθεί για μένα ή για όσους ήταν μαζί μου σε αυτή τη φάρσα, που αποκαλούσαμε πατρίδα. Δεν περίμενα κάποιο χαμόγελο ή ενθάρρυνση για ό,τι έκανα ως θυσία για την επανάσταση μιας χώρας. Τότε, ήμουν ο Sarmad—απλά ο Sarmad, ο 18χρονος, το βασανιστήριο του οποίου θεωρούνταν το θεμέλιο για να χτιστεί μια χώρα και του οποίου ο θάνατος από βασανιστήρια θα θεωρούνταν το μονοπάτι για την είσοδο στον παράδεισο. Φύτεψαν μίσος και κακία μέσα μας, είτε μας άρεσε είτε όχι. Κόβουν την καρδιά μας και φυτέουν μεταλλικά σύρματα, που χωρίζουν τη χώρα και μεγαλώνουν και γίνονται ψηλά τείχη απομόνωσης, τρεφόμενα από μια επιθυμία για εκδίκηση.
Ο Mudar, ο οποίος κατηγορείται για οπλοφορία, προσπαθεί να με παρηγορήσει. “Όλα αυτά είναι τιμή για εμάς. Αυτοί θα έπρεπε να ντρέπονται, όχι εμείς. Όταν στάθηκες εκεί, όλοι είχαν σταθεί σαν κι εσένα για δυο και τρεις ημέρες. Προσπαθούν να προσβάλουν τον ανδρισμό σου τώρα, αλλά δεν μπορούν, γιατί οι ίδιοι δεν είναι καν άντρες”.
Τα λέει αυτά με μισή καρδιά, αυτός, που έχει υποστεί κι αυτός διαφόρων ειδών βασανιστήρια. Μου είχε πει ότι την πρώτη φορά, είχαν καλύψει το κεφάλι του με μια πλαστική σακούλα και την είχαν δέσει στο κάτω μέρος, έτσι ώστε να νιώθεις ότι κάθε ανάσα ήταν το τελευταίο κομμάτι οξυγόνου σε αυτή τη ζωή. Συνεχίζεις όμως να αναπνέεις αυτές τις τελευταίες ανάσες. Υπήρχαν πολλές περιπτώσεις λιπoθυμίας, έλεγε, δεν υπήρχε κανένας λόγος να ντρέπομαι. Φέρνουν κόσμο στο κελί με κομμένες πλάτες ή ματωμένα πόδια, επειδή τους κρεμάνε ανάποδα. Άλλους τους κρατάνε για μέρες σε μια δεξαμενή με νερό μονάχα με μια μικρή τρύπα να αναπνέουν. Κατουράνε μες στο νερό και πίνουν από εκεί.
Πρόκειται για ένα καθεστώς, του οποίου οι φριχτές ιστορίες βασανιστηρίων είναι αληθινές, ένα καθεστώς συνηθισμένο στη βαρβαρότητα, ένα καθεστώς που ξέρει πώς να σκοτώνει και είναι και δημιουργικό, ένα καθεστώς, του οποίου τα χέρια είναι γεμάτα από το αίμα που έχει χυθεί σε αυτά τα υπόγεια, ξεχασμένα από την ιστορία.
Οι “εργάτες” στις πτέρυγες και στους κοιτώνες είναι όσοι επιλέγονται να πάνε έξω να φέρουν ψωμί και φαγητό, αλλά εδώ είναι μια ομάδα εσώκλειστων νεαρών. Η ομορφιά τους είναι η αμαρτία, την οποία πρέπει να κουβαλάνε σε όλη τους τη ζωή. Αυτό το νεαρό ξανθό αγόρι, όχι πάνω από 16 ετών, το έχουν βιάσει. Ο φρουρός που το έκανε δεν είναι Αλαουίτης, οπότε εδώ δεν υπάρχει θέμα θρησκευτικού σεχταρισμού. Ωστόσο, είμαι σίγουρος ότι τέτοιος άνθρωπος δεν ανήκει σε καμιά σέχτα, σε καμιά θρησκεία ούτε δόγμα, δεν ανήκει καν στην ανθρώπινη φυλή. Λυπάμαι που είναι Σύριος, από την ίδια χώρα με μένα.
Αυτόν τον νεαρό άνδρα συνέχισαν αν τον βιάζουν, μέχρι που χάσαμε τον ανδρισμό μας. Είχε συλληφθεί κατά τη διάρκεια εκείνων των εξάρσεων των συλλήψεων στην Χομς. Ο Bilal μου είπε ότι υπάρχουν κι άλλοι σαν κι αυτόν, ένας που είναι μετά βίας 12 ετών και τον έχει εγκαταλείψει μήνες η οικογένειά του. Έπειτα από μήνες κράτησης, ήρθε ο πατέρας του εν τέλει να τον επισκεφθεί και ανακάλυψε ότι ο γιος του υπήρξε θύμα βιασμού, οπότε τον αποκήρυξε, εντός ενός πλαισίου μακράς ιστορίας κοινωνικών κανόνων.
Όλοι μας έχουμε υπάρξει θύμα βιασμού, ούτως ή άλλως, από τη στιγμή της άφιξής μας που κάναμε τα δυο τυποποιημένα μέτρα ασφαλείας μέχρι τη στιγμή που αφεθήκαμε ελεύθεροι. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτή, κάθε κρατούμενος ζει γυμνός, ξεγυμνωμένος από τα πάντα εκτός από τις ηθικές μας αξίες, τις οποίες πακετάρουμε και παραδίδουμε μαζί με τα τιμαλφή μας, προσευχόμενοι στο Θεό να παραμείνουν όλα ανέγγιχτα.
Σε τέτοιες στιγμές, ένιωθα ότι πάθαινα ασφυξία. Έντεκα ή δώδεκα φορές, έχω ξεχάσει πόσες, που με αλλάζανε τμήμα και επαρχία, κάθε φορά αναγκασμένος να κάνω “το τελετουργικό λατρείας του τμήματος ασφαλείας”. Φανταστείτε ότι όλα αυτά δεν τα θεωρούν βιασμό αυτοί! Προσπαθούν να μας κλέψουν τον ανδρισμό, υποβοηθούμενοι από τις μάζες που μας απεχθάνονται, αλλά δεν είναι παρά ένα κοπάδι πρόβατα που σέρνονται τυφλά από άλλους.