- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Επίσκεψη σε ένα Κέντρο Ψυχικής Υγείας στη Μόσχα

Κατηγορίες: Ανατολική - Κεντρική Ευρώπη, Ρωσία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Μέσα & δημοσιογραφία, Μέσα των πολιτών, Υγεία, RuNet Echo
[1]

Vera Shengelia. Φωτογραφία: Anna Shmitko / Facebook

Η Vera Shengelia είναι Ρωσίδα δημοσιογράφος, ακτιβίστρια για την ψυχική υγεία και διαχειρίστρια στο Ίδρυμα με έδρα τη Μόσχα Life Route [2], το οποίο παρέχει βοήθεια σε έφηβους και ενήλικες με αναπηρία. Τα τελευταία χρόνια, ανέφερε η Shengelia στο RuNet Echo, βοηθά έναν νεαρό άνδρα με αναπηρία συγκεκριμένα, του οποίου οι συγγενείς τον έκλεισαν σε ψυχονευρολογικό κέντρο. Τον επισκεπτόταν σε κάτι εγκαταστάσεις έξω από τη Μόσχα, αλλά πρόσφατα μεταφέρθηκε σε μια κλινική μες στην πόλη.

Την προηγούμενη εβδομάδα, η Shengelia είδε τον άνδρα αυτό στο νέο του σπίτι, όπου την εξέπληξαν οι συνθήκες διαβίωσης. Στις 16 Μαρτίου, περιέγραψε την εμπειρία της [3] στο Facebook, συγκεντρώνοντας περισσότερες από 450 κοινοποιήσεις και 1.700 αντιδράσεις. Το RuNet Echo παρουσιάζει το παρακάτω κείμενο, μεταφρασμένο στα αγγλικά.

сколько раз я была на всех этих дискуссиях, круглых столах про советского человека. его культурный код, ценности, вот это все.
сегодня за пять минут все поняла. приехала в интернат для взрослых. психоневрологический как они это называют. поднялась на второй этаж. а там этот запах. на ужин рыба с картошкой. и вот если у вас начинается паническая атака от этого запаха — вот ваш культурный советский код.
разодрала воротник, уйти я не могла, поднялась еще этажом выше. там пластиковая дверь на засове. в ней продолговатое окошко. и оттуда как животные из загона на меня смотрят живые люди. с десяток мужиков в одинаковой одежде. я даже кивнуть не смогла.
господи, это же я двумя часами раньше рассказывала студентам про концепт достоинства, про права человека, про столпы социальной журналистики, про разговор на равных, про то, что любой человек это всегда человек.
и сама от страха, от этой рыбы стала искать глазами кого-нибудь в халате, какого-нибудь надсмотрщика, кого-нибудь, кто бы меня защитил.
навещала мальчика. хорошего, домашнего мальчика — учился на политологии в мгу, чинит компьютеры, переписываемся иногда по английски.
его только перевели. совсем не узнала. черный. медленный. голос дрожит, как в этих страшных фильмах про гестапо. не смог сам открыть печенье даже.
и оттуда из раковины, из под этой ваты говорит мне — Вера, лучше бы меня в тюрьму посадили. я бы уже вышел.
говорит — я думаю, что чем-то я прогневал бога. чем же он прогневал? тем, что у него умерла мама? а остальные родственника вот так его быстро упихали.
курить водят два раза в день. строем. телефон отобрали. ужин в шесть. в шесть часов у взрослого мужика ужин. и потом все. это такое наказание? это такая тюрьма? это что?
на выходе встретила замдиректора, мы знакомы. говорю — отдайте телефон парню. он же только приехал, не знает никого, ему страшно.
всегда же можно попросить позвонить у старшей медсестры, говорит. от свободы, Вера, говорит, такие страшные вещи бывают. дедовщина, например.
привезла печенья. купила кофе в автомате. сходили покурить.
мне, говорит, так неудобно тебе это говорить, но я здесь совсем не могу в туалет ходить: здесь открытые кабинки, я стесняюсь.
я не боюсь людей с ментальными нарушениями, с инвалидностью. я боюсь фашизма, боюсь, когда людей держат как коров. боюсь вашей жареной рыбы, гребаные вы суки. ни конца этому говну, ни края.

Αμέτρητες οι φορές που έχω βρεθεί σε συζητήσεις “στρογγυλής τραπέζης” για τον “Σοβιετικό Άνδρα”, όπου εξετάζουμε τον πολιτιστικό του κώδικα, τις αξίες του κι όλα αυτά. Σήμερα, μέσα σε πέντε λεπτά, κατάλαβα εν τέλει τα πάντα.

Επισκέφθηκα ένα κέντρο περίθαλψης ενηλίκων — ψυχονευρολογικές εγκαταστάσεις, το λένε.

Πήγα στο δεύτερο όροφο, όπου μου ήρθε αυτή η μυρωδιά. Για βραδινό, είχανε ψάρι με πατάτες. Αν ψάχνετε τον “σοβιετικό πολιτιστικό κώδικα”, μην ψάχνετε άλλο πέρα από την κρίση πανικού που σας έρχεται από αυτή τη μυρωδιά.

Ανήμπορη να φύγω, ανέβηκα στον από πάνω όροφο. Εκεί, βρήκα μια πλαστική πόρτα θεόκλειστη. Η πόρτα είχε ένα μικρό ορθογώνιο παράθυρο. Μέσα από αυτό είδα ανθρώπους να με κοιτάνε, σαν ζώα σε στάβλο. Ήταν καμιά δεκαριά άνδρες, φορούσαν όλοι τα ίδια ρούχα. Δεν μπορούσα καν να τους νεύσω.

Χριστέ μου, δυο ώρες νωρίτερα, μιλούσα σε ένα δωμάτιο γεμάτο φοιτητές για την ιδέα της αξιοπρέπειας, για ανθρώπινα δικαιώματα, για τα θεμέλια της κοινωνικής δημοσιογραφίας, για τον ισότιμο λόγο και για το ότι κάθε άτομο αποτελεί πάντα έναν άνθρωπο. Τώρα, από ξεκάθαρο φόβο και λόγω αυτής της απαίσιας ψαρίλας, άρχισα να περιεργάζομαι το δωμάτιο ψάχνοντας για κάποιον με φόρμα εργαστηρίου, κάποιον επιτηρητή — για κάποιον που μπορούσε να με προστατέψει.

Επισκέφθηκα έναν νεαρό άνδρα — ένα καλό, προσγειωμένο παιδί, που είχε σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Επισκευάζει υπολογιστές και κάποιες φορές ανταλλάσσει μηνύματα με φίλους στα αγγλικά. Μόλις τον μετέφεραν εδώ. Δε θα το καταλάβαινα. Είχε φθαρεί ήδη. Κινούνταν αργά. Η φωνή του έτρεμε, σαν σε μια από αυτές τις φριχτές ταινίες για την Γκεστάπο. Του έφερα μπισκότα και δεν μπορούσε καν να ανοίξει το κουτί μόνος του.

[4]

Φωτογραφία: InLiberty / Facebook

Κι από αυτό το λάκκο της απελπισίας, κάτω από τις παχιές του κουβέρτες, μου λέει: “Vera, καλύτερα να με είχαν βάλει φυλακή. Θα είχα ήδη βγει έξω”. Λέει: “Συλλογίζομαι ότι μάλλον έκανα κάτι που εξόργισε το Θεό”.

Τι έκανε όμως και εξόργισε τον οποιοδήποτε; Το ότι πέθανε η μητέρα του; Ότι οι εναπομείναντες συγγενείς του τον ξεφορτώθηκαν εδώ πέρα;

Δυο φορές τη μέρα, τους βγάζουν για τσιγάρο, ο ένας πίσω από τον άλλο στη σειρά. Του έχουν πάρει το κινητό. Βραδινό στις έξι. Ένας μεγάλος άνθρωπος να τρώει βραδινό στις έξι. Κ αυτό ήταν, για όλη τη μέρα. Πρόκειται για κάποιο είδος τιμωρίας; Κάποια φυλακή; Τι είναι;

Βγαίνοντας, συναντήθηκα με τον υποδιευθυντή του κέντρου. Γνωριζόμαστε ήδη μεταξύ μας. Του λέω: δώστε σε αυτό τον άνθρωπο πίσω το τηλέφωνό του. Μόλις ήρθε εδώ πέρα, δεν ξέρει κανέναν, έχει κατατρομάξει. Μου λέει πως ο νεαρός μπορεί πάντα να ζητήσει από την προϊσταμένη να πάρει ένα τηλέφωνο. “Vera”, μου λέει, “συμβαίνουν πολλά τρομακτικά πράγματα, όταν αρχίζεις να παραχωρείς ελευθερίες”. Καψόνια, για παράδειγμα.

Άφησα τα μπισκότα. Αγόρασα καφέ από το αυτόματο μηχάνημα και βγήκα έξω για ένα τσιγάρο. Όταν γύρισα, ο νεαρός μου είπε με δυσφορία ότι ούτε στο μπάνιο δεν μπορεί να πάει σε αυτό το μέρος: δεν υπάρχουν καμπίνες, τα πάντα είναι ανοιχτά, και ντρέπεται.

Δε φοβάμαι τους ανάπηρους ή τους ανθρώπους με ψυχικές διαταραχές. Φοβάμαι όμως το φασισμό και όταν οι άνθρωποι είναι κλειδωμένοι σαν πρόβατα στο μαντρί. Φοβάμαι το τηγανισμένο σας ψάρι. Φοβάμαι, όταν δεν υπάρχει τέλος και καμιά άκρη σε αυτή τη σκατίλα.

Tο κείμενο αυτό αρχικά δημοσιεύτηκε στα ρωσικά στο Facebook, από την Ρωσίδα δημοσιογράφο και ακτιβίστρια για την ψυχική υγεία Vera Shengelia. Μπορείτε να βρείτε την αρχική δημοσίευση εδώ [3].