Tο άρθρο αυτό, αρχικά γραμμένο στα αραβικά από την Elham Barjas, πρωτοδημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Social Media Exchange (SMEX). Η Nadine Saliba για την ίδια ιστοσελίδα το μετέφρασε στα αγγλικά.
Οι κάτοικοι της λιβανέζικης πόλης Αρσάλ δεν έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες 3G και 4G δικτύων κινητής τηλεφωνίας για πάνω από δυο χρόνια. Tο μέτρο αυτό, το οποίο λήφθηκε για λόγους ασφαλείας σύμφωνα με κυβερνητικούς αξιωματούχους, έχει αφήσει ένα σημαντικό οικονομικό βάρος στους κατοίκους της πόλης.
Τον Αύγουστο του 2014, μαχητές του Μετώπου Αλ Νούσρα, που έχει δεσμούς με την Αλ Κάιντα, και του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και τη Συρία (ISIS) επέδραμαν στην Αρσάλ και απήγαγαν 27 Λιβανέζους στρατιώτες και ένα μέλος των λιβανέζικων δυνάμεων ασφαλείας, κρατώντας τους ομήρους στους λόφους της Αρσάλ.
Σύμφωνα με τοπικoύς ακτιβιστές πολιτικών δικαιωμάτων, η πρόσβαση 3G και 4G κόπηκε από φορείς κινητών τηλεπικοινωνιών Alfa και Touch μετά την επιδρομή, που επηρεάζουν τους 160.000 κατοίκους της βορειοανατολικής συνοριακής πόλης, που αποτελείται κι από ντόπιους και πρόσφυγες από τη Συρία. Τα τελευταία δύο χρόνια, η Αρσάλ έχει φυσικά αποκοπεί από την υπόλοιπη χώρα με τα σημεία ελέγχου και τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας. Η έλλειψη mobile Internet δεν έχει μόνο ταλαιπωρήσει τους κατοίκους: τους άφησε, επίσης, με μειωμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης και πληροφόρηση, όταν τη χρειάζονται περισσότερο.
O Khaled Rifai, πρόεδρος ενός ομίλου οργανώσεων πολιτικών δικαιωμάτων στην Αρσάλ, έκανε ερωτήματα “εκ μέρους της κοινότητας” στις δυο εταιρείες τηλεπικοινωνιών το 2016. Του ειπώθηκε ότι “η απόφαση ελήφθη από το κράτος του Λιβάνου και συνεπώς δεν είναι υπό την ευθύνη των εταιρειών τηλεπικοινωνιών”. Έπειτα, επικοινώνησε με τον τότε Υπουργό Τηλεπικοινωνιών, Boutros Harb, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι το μπλοκάρισμα της υπηρεσίας αυτής αποτέλεσε απόφαση ασφαλείας, η οποία ελήφθη από την ηγεσία του Στρατού με στόχο Συρίους, που ζούσαν στην Αρσάλ. Ο Harb επίσης διαβεβαίωσε ότι το ζήτημα “δεν περνάει από το δικό του χέρι”.
Άλλα άτομα από την περιοχή επικοινώνησαν επίσης με την Alfa και Touch για να διαμαρτυρηθούν για το μπλοκάρισμα και να ζητήσουν εξηγήσεις. Ο ακτιβιστής Bassem Atrash ρώτησε αρκετές φορές το 2015 και 2016 εκπροσώπους εξυπηρέτησης πελατών των δυο εταιρειών, οι οποίοι απάντησαν ότι δε γνώριζαν το ζήτημα. Σε συνέντευξη με το SMEX, ο Atrash μετέφερε αυτολεξεί την αντίδραση ενός εκπροσώπου: “Αλήθεια; Έχει κοπεί το Ίντερνετ στην Αρσάλ;”
Υποπτεύεται ότι προσποιούνταν άγνοια επί του θέματος, σε μια προσπάθεια να αποφύγουν να εξηγήσουν γιατί τα δίκτυα παραμένουν απροσπέλαστα. Ο Atrash επίσης παρατήρησε ότι οι υπηρεσίες 3G και 4G επανασυνδέονται αυτόματα, με το που φεύγει από την Αρσάλ και πάει σε γειτονικά χωριά.
Παρά την έλλειψη πληροφοριών από την κυβέρνηση και τις τοπικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών, είναι αντιληπτό ότι οι Αρχές επιθυμούν να περιορίσουν τη δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ βίαιων εξτρεμιστικών ομάδων. Η τακτική αυτή έχει εφαρμοστεί σε διάφορες περιοχές στον κόσμο, συχνά ως απάντηση σε αυξημένες απειλές ασφάλειας, όπως επιθέσεις ανταρτών στη χερσόνησο του Σινά της Αιγύπτου και η επίθεση στο Holey Artisan Bakery στο Μπαγκλαντές το περασμένο καλοκαίρι – και σε βάρος του τοπικού πληθυσμού.
Συνέπειες της διακοπής λειτουργίας του Internet
Οι διακοπές λειτουργίας του Διαδικτύου θεωρούνται όλο και περισσότερο ως όπλο των κυβερνήσεων, που προτίθενται να διαταράξουν την πρόσβαση σε πληροφόρηση και ΜΜΕ. H Access Now, μια διεθνής ομάδα αφιερωμένη στην υπεράσπιση των ψηφιακών δικαιωμάτων σε όλο τον κόσμο, καθορίζει την διακοπή λειτουργίας του διαδικτύου ως «μια εσκεμμένη διατάραξη του Διαδικτύου ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθιστώντας τα απρόσιτα ή ουσιαστικά άχρηστα, για ένα συγκεκριμένο πληθυσμό ή σε μια θέση, συχνά για να ασκηθεί έλεγχος στη ροή των πληροφοριών». Κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας εκστρατείας #KeepItOn ενάντια στις διακοπές λειτουργίας του Ιnternet, η SMEX προειδοποίησε ότι «σε περιόδους πολιτικής αναταραχής, διακοπή λειτουργίας του Διαδικτύου θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση της βίας και πράξεις καταστολής, ενώ καθιστά σχεδόν αδύνατο να επιτευχθούν βασικές υπηρεσίες και να συνδεθεί κανείς με τους αγαπημένους του».
Πράγματι, η Αρσάλ γνώρισε επανειλημμένες συγκρούσεις μεταξύ του Λιβανέζικου Στρατού και εξτρεμιστικών ένοπλων ομάδων από το 2014. Αυτό έχει αφήσει τους κατοίκους υποκείμενους όχι μόνο σε πράξεις βίας, αλλά επίσης ανήμπορους να μεταφέρουν ειδήσεις προς τον έξω κόσμο. Το Crisis Group, ένας οργανισμός που παρέχει ανάλυση συγκρούσεων, ανέφερε καταγγελίες για καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από υπαλλήλους ασφαλείας. Οι εκθέσεις αυτές είναι πιο δύσκολο να επιβεβαιωθούν και να επαληθευτούν, όταν εκείνοι που πλήττονται περισσότερο δεν έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν εύκολα με τους άλλους.
Οι διακοπές λειτουργίας μπορεί επίσης να έχουν αρνητικές οικονομικές συνέπειες. Μια έρευνα που διεξήχθη από το Παρατηρητήριο του Μπαχρέιν το 2016 αποκάλυψε ένα μοτίβο διαταράξεων του Ιnternet στο χωριό Duraz του Μπαχρέιν, το οποίο υποπτεύεται η ομάδα πως συνδεόταν με διαμαρτυρίες στο χωριό των 20.000 κατοίκων. Η έρευνα αποκάλυψε ότι οι παροχείς υπηρεσιών διαδικτύου χρέωναν επιπλέον επιβάρυνση τελών, που ανέρχονταν σχεδόν σε 279.000 δολάρια το μήνα από συνδρομητές internet στο Duraz μόνο.
«Αυτό είναι, φυσικά, μια συντηρητική εκτίμηση των οικονομικών ζημιών», προσθέτει η έκθεση, «καθώς δεν λαμβάνει υπόψη τις περαιτέρω ζημίες από τη διακοπή λειτουργίας, όπως μαθητές να μην μπορούν να ολοκληρώσουν εργασίες τους και επιχειρήσεις να αδυνατούν να επεξεργαστούν πληρωμές με πιστωτική κάρτα».
Οι σταθερές συνδέσεις στο Internet είναι ακριβές
Από την επιδρομή και μετά, κάτοικοι της Αρσάλ που θέλουν να συνδεθούν στο Διαδίκτυο έχουν μόνο μια επιλογή: να εγγραφούν στον IDM, τον μοναδικό πάροχο υπηρεσιών διαδικτύου (ISP) με άδεια από το κράτος στην περιοχή. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο παρά μόνο στα σπίτια ή στους χώρους εργασίας τους και δεν έχουν πρόσβαση όταν κινούνται γύρω από την πόλη.
Σημαίνει, επίσης, ότι υπόκεινται σε αυξημένα κόστη. Όπως σημειώνει ο Atrash, μολονότι δεν έχει συνεπή εξυπηρέτηση, «ακόμα ενεργοποιώ την υπηρεσία μηνιαία, γιατί επισκέπτομαι αυτά τα χωριά δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα και τη χρησιμοποιώ εκεί». Το φθηνότερο πρόγραμμα του IDM, που προσφέρει 2Μ-10GB, κοστίζει 12 δολάρια το μήνα, συν τέλη ενεργοποίησης. Αντιθέτως, προγράμματα κινητής τηλεφωνίας για 24 ή 48 ώρες (με πρόσβαση σε εφαρμογές απευθείας άμεσων μηνυμάτων) κοστίζουν περίπου 1 δολάριο, επιτρέποντας ωρομίσθιους εργαζομένους να επικοινωνήσουν με τους αγαπημένους τους σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Στο βόρειο Λίβανο, όπου τα ποσοστά φτώχειας είναι από τα υψηλότερα στη χώρα, οι υπηρεσίες IDM είναι απλά πολύ δαπανηρές για πολλούς κατοίκους.
Σε αντίθεση με πολλούς ανθρώπους, ο Atrash μπορεί να πληρώνει μηνιαίο πρόγραμμα. Πληρώνει «50.000 λίρες Λιβάνου μηνιαία (περίπου 33 δολάρια) για την πολύ ασθενή υπηρεσία διαδικτύου, που μερικές φορές κόβεται για μια ώρα ή και περισσότερο, ειδικά κατά τη διάρκεια καταιγίδων», λέει.
Η διακοπή λειτουργίας διαταράσσει επίσης κι άλλες πτυχές της ζωής των κατοίκων της Αρσάλ και ακτιβιστές. «Μερικοί άνθρωποι, κυρίως σπουδαστές, πρέπει να πάνε σε γειτονικές πόλεις για να έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο», εξήγησε ο Tarek al-Hujeir. O εξοργισμένος Rifai, πρόεδρος του ομίλου, μοιράστηκε κι αυτός την απογοήτευσή του. «Μερικές φορές πρέπει να φύγω από τη δουλειά και να πάω σπίτι μου απλά για να στείλω ένα email». Εν τω μεταξύ, ο κάτοικος Mahmoud Fleiti παρατήρησε ότι «οι άνθρωποι φαίνεται να έχουν συνηθίσει σε αυτήν την πραγματικότητα».
Είναι αυτό νόμιμο υπό τη νομοθεσία του Λιβάνου;
Το κράτος του Λιβάνου λαμβάνει αυτά τα είδη των μέτρων, παρά το ψήφισμα της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, που εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2016, που ζητά την προώθηση και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο διαδίκτυο. Μέσω του ψηφίσματος, το Συμβούλιο καταδικάζει «μέτρα για την σκόπιμη πρόληψη ή διακοπή πρόσβασης ή διάδοσης πληροφοριών στο διαδίκτυο κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα και καλεί όλα τα κράτη να απέχουν από τα μέτρα αυτά και να τερματίσουν σχετική δραστηριότητα».
Η στέρηση στους ανθρώπους της πρόσβασης στο διαδίκτυο μόνο και μόνο λόγω του τόπου κατοικίας τους είναι επίσης παραβίαση του συντάγματος του Λιβάνου, η οποία ορίζει την ισότητα ως αρχή. Το προοίμιο του Συντάγματος ορίζει ότι ο Λίβανος «βασίζεται στο σεβασμό των δημόσιων ελευθεριών, ιδίως της ελευθερίας της γνώμης και πεποιθήσεων, και στο σεβασμό για την κοινωνική δικαιοσύνη και την ισότητα των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων μεταξύ όλων των πολιτών, χωρίς διακρίσεις».
Παρά την απουσία διάταξης που να εγγυάται ρητά το δικαίωμα της πρόσβασης στο διαδίκτυο, ο Νόμος Τηλεπικοινωνιών 431 (2002), ο οποίος ρυθμίζει τις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, προβλέπει ότι η υπηρεσία internet είναι μέρος των δημόσιων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Ο νόμος αυτός υποχρεώνει τους παρόχους των υπηρεσιών αυτών να εξασφαλίσουν την πρόσβασή τους προς όλους τους πολίτες και κατοίκους σε όλες τις περιοχές. Η πρόσβαση στο διαδίκτυο, ως δημόσια υπηρεσία, κατοχυρώνεται από το νόμο. Αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομική βάση, επί της οποίας το κράτος του Λιβάνου μπορεί να στερήσει από μια ολόκληρη πόλη βασικές δημόσιες υπηρεσίες στην ψηφιακή εποχή.
Χωρίς νομική βάση για τη διακοπή της ζωής των 160.000 ανθρώπων και την έλλειψη σαφούς επικοινωνίας από κυβερνητικούς αξιωματούχους, οι κάτοικοι έχουν αφεθεί ευάλωτοι και περισσότερο απομονωμένοι σε αυτή την απομακρυσμένη πόλη στα σύνορα.