Λιγότερο από ένα μήνα μετά τη νίκη στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2015 στην Πολωνία, το συντηρητικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη κέρδισε διεθνή προσοχή για την αμφιλεγόμενη εσωτερική του πολιτική. Μία από τις πιο έντονες συζητήσεις προκάλεσε ο νέος υπουργός Πολιτισμού και αναπληρωτής Πρωθυπουργός, καθηγητής Piotr Gliński. Σε επίσημη επιστολή που απηύθυνε στον κυβερνήτη της Κάτω Σιλεσίας, ο Glinski προέτρεψε να ματαιώσει το «Der Tod und das Mädchen», έργο που έγραψε η νομπελίστρια Elfriede Jelinek και ανέβαινε στο Πολωνικό Θέατρο στο Βρότσλαβ.
“Η σκληρή πορνογραφία δεν πρέπει να επιδοτείται από το κράτος”, δήλωσε ο Gliński , που δεν έχει παρακολουθήσει ποτέ το συγκεκριμένο έργο, αλλά απάντησε σε εικασίες ότι θα έπαιζαν στο έργο πορνοστάρ. Ορισμένες εφημερίδες χαρακτήρισαν την κίνηση «προληπτική λογοκρισία», καθώς η επιστολή εστάλη πριν την πρεμιέρα του έργου.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης σχετικά με το έργο που διοργανώθηκε στο δημόσιο τηλεοπτικό κανάλι TVP Info, ο Gliński εξέφρασε κατηγορίες, που προμήνυαν αλλαγές στην πολιτική προσέγγιση έναντι των δημόσιων ΜΜΕ. Παρά την παραδοχή ότι μπορεί να παραπλανήθηκε στο ζήτημα της πορνογραφίας, επιτέθηκε στην παρουσιάστρια Karolina Lewicka και κατηγόρησε αυτήν και ολόκληρο το σταθμό ότι έκαναν «προπαγανδιστικό πρόγραμμα», δηλώνοντας ότι ο σταθμός «χειραγωγούσε» την κοινή γνώμη για χρόνια. Ως αποτέλεσμα, η Lewicka τέθηκε σε διαθεσιμότητα και υποβλήθηκε σε έρευνα, αν και οι κατηγορίες τελικά αποσύρθηκαν.
Κατηγορίες από θρησκευτικές ομάδες
Το περιστατικό Jelinek δεν ήταν μεμονωμένο. Την ημέρα της υποψηφιότητάς του ως συμβούλου του Υπουργείου Πολιτισμού, ο Konrad Szczebiot, κριτικός θεάτρου και λέκτορας της Ακαδημίας Θεάτρου στο Białystok, ζήτησε την καταγραφή όλων των θεατρικών έργων, τα οποία παρουσιάστηκαν στο παλαιό θέατρο στην Κρακοβία, από όταν ανέλαβε καθήκοντα ο διευθυντής Jan Klata. Ο Szczebiot εξέφρασε την επείγουσα ανάγκη να «κριθεί η καλλιτεχνική αξία των έργων για σκοπούς εσωτερικής αναθεώρησης».
Ο Klata, όπως και ο σκηνοθέτης του θεάτρου του Βρότσλαβ Krzysztof Mieszkowski, έχει αντιμετωπίσει χρόνια κατηγορίες από θρησκευτικές και συντηρητικές ομάδες για ασέβεια και προσβολή κρατικών πολιτιστικών θεσμών με «φιλελεύθερη και αριστερή προπαγάνδα».
Η παρέμβαση του πολωνικού κράτους στην καλλιτεχνική έκφραση κρατικά επιδοτούμενων θεσμών του πολιτισμού έχει μακρά παράδοση, η οποία υπερβαίνει την άνοδο στην εξουσία του Κόμματος Νόμου και Δικαιοσύνης. Στην πραγματικότητα, πριν ο Νόμος και Δικαιοσύνη αναλάβει την υπόθεση εναντίον του έργου της Jelinek, τα μέλη της Περιφερειακής Συνέλευσης, που αποτελείτο κυρίως από δήθεν φιλελεύθερους τοπικούς εκπροσώπους της Aστικής Πλατφόρμας, απαίτησαν την άμεση απομάκρυνση του έργου στις αρχές Νοεμβρίου του 2015, απειλώντας το θέατρο με σοβαρές περικοπές στη χρηματοδότηση. Προσκάλεσαν επίσης το υπουργείο να στηρίξει την σταυροφορία τους.
Πριν από δυο χρόνια, ξέσπασε ένα τεράστιο σκάνδαλο κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Μάλτας στο Πόζναν. Το «Golgota Picnic», ένα έργο του Rodrigo Gonzales, αμφιλεγόμενο για τις κριτικές του έναντι καταναλωτισμού και κοινωνικής ανισότητας, ματαιώθηκε λόγω των απειλών μαζικών διαδηλώσεων από καθολικές οργανώσεις, μεταξύ των οποίων και η Rosary Crusade.
“Παρόμοιες διαδηλώσεις οργανώθηκαν σε πολλά μέρη του κόσμου, όπου παρουσιάστηκε το «Golgota», αλλά το Πόζναν ήταν η πρώτη πόλη που ενέδωσε», δήλωσε ο Γκονζάλες μετά το γεγονός. Ο διευθυντής του φεστιβάλ Michał Merczyński κατηγόρησε τον πρόεδρο της πόλης Ryszard Grobelny – έναν ανεξάρτητο, αλλά επικυρωμένο από την Αστική Πλατφόρμα πολιτικό – για παθητικότητα και έλλειψη υποστήριξης για την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης από πλευράς Δημοτικού Συμβουλίου.
Θρησκευτικές ανησυχίες και θέματα χρηματοδότησης
Δύο φλέγοντα ζητήματα είναι εμφανή από αυτό τη διαδοχή γεγονότων. Πρώτον, υπάρχει μια τάση οι Πολωνοί πολιτικοί να ενδίδουν σε μια συντηρητική, Καθολική άποψη του τι είναι κοινωνικά αποδεκτό στην τέχνη, σε μια χώρα η οποία – σύμφωνα με το Σύνταγμά της – είναι κοσμική.
Καθώς το 90% περίπου των πολιτών της Πολωνίας χαρακτηρίζονται ως Ρωμαιοκαθολικοί, είναι εύκολο για τους Πολωνούς εκπροσώπους να χρησιμοποιούν θρησκευτικές ρητορείες για να αποκτούν πολιτική επιρροή. Η Καθολική Εκκλησία της Πολωνίας ήταν ένας από τους σημαντικότερους θεσμούς της αντιπολίτευσης κατά τη διάρκεια του κομμουνιστικού καθεστώτος και εξακολουθεί να κατέχει πολλή πολιτική δύναμη και επιρροή στην πολωνική κοινωνία. Οι εκδηλώσεις θρησκευτικής συνείδησης είχαν κεντρική θέση στην εκστρατεία του Προέδρου Andrzej Duda και συνέχισαν να επηρεάζουν την τρέχουσα πολιτική του.
Η τωρινή καλλιτεχνική λογοκρισία μπορεί συνήθως να ανιχνευθεί σε θρησκευτικές διαμαρτυρίες που χαρακτηρίζουν τα έργα «ανήθικα» και ζητούν από τα θέατρα να «επιστρέψουν σε πιο παραδοσιακούς τρόπους, προωθώντας εθνικές, καθολικές αξίες». Η διασφάλιση ότι ο εθνικός διάλογος για τις αξίες και τα όρια της καλλιτεχνικής έκφρασης είναι πραγματικά πλουραλιστικός εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση που πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Δεύτερον, υπάρχει η ίδια η χρηματοδότηση και ο τρόπος οργάνωσης της διαχείρισης του πολιτισμού τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Το πολωνικό κράτος είναι ο κύριος παράγοντας, όσον αφορά στην οικονομική στήριξη των πολιτιστικών ιδρυμάτων. Ενώ άλλες χώρες μπορούν να βασίζονται στον ιδιωτικό τομέα για χρηματοδότηση, οι Πολωνοί δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά να χρηματοδοτήσουν πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Το Μάιο του 2016, η Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία της Πολωνίας δημοσίευσε μια έκθεση με βάση στοιχεία που συλλέχθηκαν το 2014, συνοψίζοντας τις μέσες ετήσιες δαπάνες για τον πολιτισμό στο τυπικό πολωνικό νοικοκυριό. Με τον μέσο όρο (διογκωμένο από εισοδήματα στις πόλεις) μισθού περίπου στα 920 ευρώ (κατώτατος μισθός ήταν 440 ευρώ) μόνο 5,50 ευρώ ανά άτομο δαπανήθηκαν για εισιτήρια θεάτρου ή κινηματογράφου. Συγκριτικά, ένα μέσο ευρωπαϊκό νοικοκυριό δαπανά περίπου 1.300 ευρώ ετησίως για τον πολιτισμό και την αναψυχή.
Με το βάρος της οικονομικής στήριξης που εμπίπτει κυρίως στο κράτος, είναι επίσης το κράτος που υπαγορεύει τη διαίρεση των χρηματικών πόρων. Έτσι, το Υπουργείο Πολιτισμού αποφασίζει όχι μόνο ποιος διορίζεται σε βασικές θέσεις σε πολλά εξέχοντα πολιτιστικά ιδρύματα, αλλά και τη σύνθεση υποθετικά ανεξάρτητων Συμβουλίων Εμπειρογνωμόνων που συμβουλεύουν και εποπτεύουν τα εν λόγω ιδρύματα. Οποιαδήποτε αλλαγή στην κοινοβουλευτική κατανομή της εξουσίας σημαίνει συνήθως άμεση αλλαγή του προσωπικού και, κατά συνέπεια, προς την κατεύθυνση της πολωνικής πολιτιστικής πολιτικής.
Κεντρικά ελεγχόμενη υποστήριξη
Στα χαρτιά, η κρατική επιρροή δεν είναι τόσο ευρεία – μόνο τρία ιδρύματα ελέγχονται πλήρως από το Υπουργείο· ένα από αυτά είναι το Εθνικό Θέατρο Στάρυ στην Κρακοβία. Τα περισσότερα από τα 140 πολωνικά δημόσια θέατρα χρηματοδοτούνται από τις τοπικές αρχές. Όμως, η πλειοψηφία των τοπικών αρχόντων συνδέονται με κάποιο από τα εθνικά κόμματα και έτσι πρέπει να τηρούν τη γραμμή του κόμματός τους. Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση του Εθνικού Κέντρου για το Πολιτισμό της Πολωνίας, οι χρηματοδοτήσεις για τον πολιτισμό σε ολόκληρη τη δομή του προϋπολογισμού των τοπικών αρχών είναι οι χαμηλότερες από το 2010 και είναι δύσκολο να βασιστούν, ακόμα και μερικώς, σε κεντρικά ελεγχόμενη υποστήριξη.
«H ανακατανομή των δημόσιων πόρων σε τοπικό επίπεδο – μέχρι τώρα – επηρεαζόταν λιγότερο από την πολιτικοποίηση και εξαρτιόταν περισσότερο στις προσωπικές διασυνδέσεις. Κάποιοι [τώρα] καταλαμβάνουν ηγετικές θέσεις αρκετά χρόνια και δεν έχουν καμία επιτυχία να δείξουν στον πολιτιστικό τομέα. Ωστόσο, με τους νέους διορισμούς στις θέσεις των κυβερνητών των επαρχιών από το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη, η όλη διαδικασία των επιχορηγήσεων των ιδιωτικών θεάτρων μπορεί να γίνει μία περισσότερο πολιτική υπόθεση. Με τα ιδιωτικά θέατρα να μπορούν με δυσκολία να τα βγάλουν πέρα, πιθανότατα μόνο αυτοί, οι οποίοι θα αψηφήσουν τα καλλιτεχνικά τους πιστεύω για χάρη των κομματικών αξιών, θα στηριχτούν και – συνεπώς – θα επιβιώσουν», σχολίασε μία ανώνυμη πηγή που συνδέεται με τη θεατρική κοινότητα της Κρακοβίας.
Έτσι, έρχεται στο φως και ένα άλλο ζήτημα προβληματικής: μαζί με τα δημόσια ιδρύματα, το κράτος επιδοτεί επίσης ιδιωτικές και μη κυβερνητικές πολιτιστικές πρωτοβουλίες. Μέχρι σήμερα, με αυτά ενασχολούνταν ανεξάρτητα Συμβούλια Εμπειρογνωμόνων, αλλά ήταν η καλή διάθεση της κυβέρνησης που εξασφάλιζε την σταθερότητα της διαδικασίας. Με το υπουργείο να ανακοινώνει μια «νέα ανακατανομή της μερίδας», και να κατονομάζει την Wanda Zwinogrodzka ως υφυπουργό και ειδική σύμβουλο στο θέμα των δημόσιων θεάτρων, αυτή η παράδοση ίσως λησμονηθεί σύντομα.
Αν και η Ζwinogrodzka ισχυρίστηκε ότι «η Πολιτεία πρέπει να μείνει μακριά από την καλλιτεχνική ελευθερία της έκφρασης», η απάντησή της σε σχέση με τη διαμάχη για το αμφιλεγόμενο σκηνοθετικό έργο του Klata εξέφραζε ότι: « Τα ουρλιαχτά των αριστερών παραλύουν την ικανότητα της ομιλίας. Πρέπει να αποσιωπηθούν για να μπορέσουν να ακουστούν και άλλες φωνές».
Πολιτικοποίηση στη χρηματοδότηση του κινηματογράφου
Πρόσφατα γεγονότα, που αφορούν στο Πολωνικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, ακολουθούν και αυτά το πρότυπο της βαθύνουσας πολιτικοποίησης των πολιτιστικών θεσμών. Κάθε χρόνο, ένας κατάλογος ειδικών – ανθρώπων γνωστών για τα κατορθώματα τους στη βιομηχανία του κινηματογράφου – συντάσσεται από το Ινστιτούτο. Αυτοί οι ειδικοί γίνονται μέλη επιτροπών, οι οποίες εξετάζουν τις αιτήσεις για χρηματοδότηση. Ο κατάλογος πρέπει να εγκριθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού, που συνήθως δεν προχωρά σε αλλαγές. Ωστόσο φέτος, 30 παραπάνω ονόματα παρουσιάστηκαν και πολλά ονόματα διαγράφηκαν. Κάποια από τα καινούργια ονόματα προκάλεσαν έκπληξη στους κινηματογραφικούς κύκλους, όπως αυτά των Rafal Ziemkiewicz και Jan Pospieszalski. Πρόκειται για δύο γνωστούς συντηρητικούς δημοσιογράφους και μακροχρόνιους υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος, των οποίων η σύνδεση με τον κόσμο του κινηματογράφου προκαλεί πολλά ερωτήματα.
Τέτοιες τάσεις μπορούν να παρατηρηθούν σε πολλά πολωνικά ιδρύματα (όχι μόνο πολιτιστικά), τα οποία χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο. Οι νομικές αλλαγές στα δημόσια μέσα, που ετοιμάζει η κυβερνητική πλειοψηφία, ίσως κάνουν καθημερινή πραγματικότητα υποθέσεις σαν αυτή της διαθεσιμότητας της Lewicka. Κατά τις τελευταίες μέρες του 2015, μία τελική ψηφοφορία έγινε σε ένα πρώτο νομοσχέδιο, με σκοπό τη ρύθμιση της διαδικασίας εκλογής επιτροπών και ηγετικών θέσεων στο Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο. Σύμφωνα με αυτό το νομοσχέδιο, o Υπουργός Οικονομικών θα αποφασίζει πώς θα προσλαμβάνονται ή θα εκδιώκονται άτομα από αυτές τις θέσεις. Το νομοσχέδιο ουσιαστικά έδινε ένα τέλος στους ανοιχτούς διαγωνισμούς για αυτές τις θέσεις.
Η γνώμη του Οργανισμού για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Ελσίνκι είναι ξεκάθαρη:
Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις είναι αντίθετες στο βασικό Ευρωπαϊκό πρότυπο για τα Δημόσια Μέσα, το οποίο αναφέρει ρητά ότι τα Δημόσια μέσα πρέπει να είναι ελεύθερα από την πολιτική επιρροή όσο το δυνατόν περισσότερο. Το νομοσχέδιο – παρά τους ισχυρισμούς της κυβερνητικής πλειοψηφίας – δεν συνεισφέρει στην καλύτερη λειτουργία των Δημόσιων Μεσών, αλλά μπορεί να οδηγήσει μόνο σε εκβάθυνση των ήδη υπαρχόντων προβλημάτων αυτού του θεσμού.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η βαθμιαία πολιτικοποίηση των δημόσιων μεσών στην Πολωνία είναι μία πολύπλοκη διαδικασία που ξεκινά τουλάχιστον το 2002, αν όχι νωρίτερα. Αν και οι διαδικασίες εκλογής επιτροπών και διορισμού ηγεσίας πάντα επέτρεπαν ως ένα βαθμό τις πολιτικές παρεμβάσεις, πρώτη φορά η πολιτικοποίηση έφτασε σε τέτοιο επίπεδο λόγω του προαναφερθέντος νομοσχεδίου.
Αποδυνάμωση του δημόσιου διαλόγου
Φαίνεται ότι 25 χρόνια δημοκρατικού καθεστώτος δεν ήταν αρκετά για να δημιουργηθούν πραγματικά σταθεροί και ανεξάρτητοι θεσμοί, οι οποίοι – αν και πάλι θα εξαρτιόνταν από τις κρατικές χρηματοδοτήσεις – δεν θα επηρεάζονταν από τις διαφορετικές πολιτικές και αξίες του κράτους. Ο στόχος των δημόσιων πολιτιστικών ιδρυμάτων θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλες τις οπτικές των μελών της κοινωνίας, να τις παρουσιάζει και να τις προκαλεί, να τις αποδομεί ανοίγοντας χώρο για έναν δημόσιο διάλογο. O περιορισμός σε μία μόνο οπτική του κόσμου αποδυναμώνει τον δημόσιο διάλογο.
Aυτό το συνεχές πολιτικό παιχνίδι καθιστά σχεδόν αδύνατο τον διάλογο για την πραγματική καλλιτεχνική αξία της εθνικής παραγωγής. Κάθε φωνή κριτικής ή επαίνου θεωρείται διαφορετική πολιτική τοποθέτηση. Τα θύματα αυτών των πολιτικών ζυμώσεων είναι – ως συνήθως – οι πολίτες.
Aυτό το κείμενο γράφτηκε από το Freemuse, τον κύριο υπερασπιστή των μουσικών παγκοσμίως, και το Global Voices για τo Artsfreedom.org. Το άρθρο μπορεί να αναδημοσιευθεί από μη εμπορικά μέσα, αναφέροντας το όνομα της συγγραφέως Anna Gotowska, το Freemuse και το Global Voices και χρησιμοποιώντας σύνδεσμο στο πρωτότυπο.