H ακόλουθη δημοσίευση προέρχεται από το συνεργάτη του Global Voices EurasiaNet.org και την .
Όταν η Nurziya Kazhibayeva ήταν έξι χρονών, ένας λιμός σάρωσε το Καζακστάν.
Μια μέρα τότε η μητέρα μου είπε: “Πάμε στην Κίνα. Μπορείς να περπατήσεις, δεν μπορείς; Είσαι καλό κορίτσι. Θα πάμε εκεί με τα πόδια”. Ρώτησα: “Είναι μακριά;” θυμάται η Kazhibayeva.
Ήταν στις αρχές της δεκαετίας του '30 και το Καζακστάν ήταν στο χείλος μιας ανθρωπογενούς καταστροφής, που θα στοίχιζε εκατομμύρια ζωές σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση.
Για να αποφύγει την ίδια μοίρα, η οικογένεια των νομάδων τσοπάνηδων της Kazhibayeva έφυγαν από το ανατολικό Καζακστάν και πέρασαν τα σύνορα με την Κίνα το Μάρτιο του 1933, θυμάται η 91χρονη Kazhibayeva, με φωνή ηχηρή και καθαρή, παρά το προχωρημένο της ηλικίας της.
Η θέα των νεκρών σωμάτων που συσσωρεύονταν στις διαβάσεις έκανε τον πατέρα της να πάρει μια τέτοια απόφαση. “Μια μέρα, ήρθε στο σπίτι ρωτώντας: ‘Θα επιβιώσουμε ή όχι’. Επειδή υπήρχαν τόσα πολλά νεκρά σώματα στο δρόμο…Ο πατέρας μου είδε πολλά από αυτά. Αυτά ξέρω για την πείνα”, δήλωσε η Kazhibayeva στο EurasiaNet.org σε μια συνέντευξη το Μάρτιο, όπου έμενε στο διαμέρισμα της κόρης της, Nazira Nurtazina, ιστορικού, που δημοσίευσε τα απομνημονεύματα της μητέρας της.
Ο πατέρας της Kazhibayeva είχε ήδη κάνει το επίπονο ταξίδι ως το Ξινγιάνγκ στη βορειοδυτική Κίνα. Το 1916, για να αποφύγει ένα διάταγμα που εξέδωσε η Αυτοκρατορική Ρωσία για την κινητοποίηση των μουσουλμάνων για εργασία στα μετόπισθεν κατά τη διάρκεια του Α ‘Παγκοσμίου Πολέμου, που προκάλεσε εξέγερση στην Κεντρική Ασία, δραπέτευσε στην Κίνα και επέστρεψε μόνο μετά το τέλος της Ρωσική Επανάστασης.
Σχεδόν δύο δεκαετίες αργότερα, ξεκίνησε ξανά, με την οικογένειά του σε κάρο. Ένας οδηγός συμφώνησε να τους δείξει μια διαδρομή για να αποφύγουν τις σοβιετικές περιπολίες στα σύνορα, που μπορεί να τους πυροβολούσαν, με το που τους έβλεπαν. Σε αντάλλαγμα, η οικογένεια θα τάιζε τον οδηγό και τον γιο του με πλιγούρι, που είχαν προετοιμάσει για το ταξίδι τους, και θα κουβαλούσαν το αγόρι, που ήταν άρρωστο.
“Ξεκινήσαμε τη νύχτα και ήμουν μεταξύ τους”, δήλωσε η Kazhibayeva. “Ήμουν η νεότερη από όλους – ήμουν έξι χρονών. Οι θείοι μου, οι μικρότεροι αδελφοί του πατέρα μου, με οδήγησαν κρατώντας μου το χέρι. Περπατούσαμε τη νύχτα και κοιμόμαστε την ημέρα”.
Χρειάστηκαν 15 ημέρες για να περάσουν τα βουνά στην πόλη Τατσένγκ, όπου η οικογένεια αντάλλαξε κοσμήματα για φαγητό. Αργότερα, αντάλλαξαν κάποια περιουσιακά στοιχεία για βοοειδή και εντάχθηκαν σε ένα νομαδικό καζακικό auyl (χωριό) στην ύπαιθρο.
Εκεί, επιβίωσαν από το Asharshylyk, όπως λένε οι Καζάκοι το λιμό, του οποίου εορτάζεται η επέτειος στο Καζακστάν στις 31 Μαΐου – μια ετήσια μέρα μνήμης των θυμάτων των σταλινικών καταστολών.
Ο λιμός ήταν η συνέπεια των πολιτικών συλλογικοποίησης που καθιέρωσε ο Γιόζεφ Στάλιν στα τέλη της δεκαετίας του '20. Στην περίπτωση του Καζακστάν, αυτό σήμαινε το “μάντρωμα” νομάδων βοσκών και των βοοειδών τους σε συλλογικές φάρμες, όπου όλα θα διοικούνταν συλλογικά για το καλό του λαού. Ο επιταχυνόμενος ρυθμός της προσπάθειας, που περιλάμβανε μαζική επίταξη σιτηρών και των βοοειδών, οδήγησε σε γενικευμένη πείνα στη Ρωσία, τη Λευκορωσία, την Ουκρανία και το Καζακστάν.
“Ο κύριος λόγος [για τον λιμό στο Καζακστάν] ήταν η ρευστοποίηση της παραδοσιακής κτηνοτροφίας του Καζακστάν”, δήλωσε ο Talas Omarbekov, καθηγητής ιστορίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Al-Farabi στο Αλμάτι. “Στην αρχή της δεκαετίας του '30, οι Καζάκοι είχαν σχεδόν 40 εκατομμύρια κεφάλια βοοειδών. Τρία χρόνια αργότερα, έμειναν 4,5 εκατομμύρια”.
Οι νομάδες του Καζακστάν παλαιότερα περιπλανιούνταν σε μικρές ομάδες που εξασφάλιζαν τροφή για τους ίδιους, αλλά η μαζική επίταξη των κοπαδιών τους για να τροφοδοτούν άλλα μέρη της Σοβιετικής Ένωσης τους άφησε αντιμέτωπους με την πείνα.
“Η επίταξη του κρέατος ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική και καταστροφική για τους Καζάκους”, δήλωσε ο Omarbekov, ο οποίος ερευνά για ένα τέταρτο του αιώνα τον λιμό. “Οι Καζάκοι, που ήταν νομαδικός λαός και και κτηνοτρόφοι, είχαν πάντα σωθεί από τα βοοειδή τους, το κρέας τους, το γάλα τους, το κιμίζ τους – συνεπώς, αυτόματα εξαλείφθηκαν”.
“Ο μόνος πλούτος τους ήταν τα βοοειδή τους – ο μόνος πλούτος τους”, δήλωσε ο Smagul Yelubay, συγγραφέας, του οποίου η οικογένεια επέζησε από την πείνα διαφεύγοντας από το δυτικό Καζακστάν, καταλήγοντας στο Τουρκμενιστάν σε ένα χωριό στα σύνορα με το Αφγανιστάν. “Όταν τους πήραν τα βοοειδή τους, χάθηκαν”.
Συνολικά, εκτιμάται ότι ένα εκατομμύριο Καζάκοι έφυγαν για να γλιτώσουν. Από αυτούς, ίσως 400.000 επέστρεψαν αργότερα.
Ο Yelubay ήταν ο πρώτος συγγραφέας που κατέγραψε την πείνα του Καζακστάν στη λογοτεχνία, στο μυθιστόρημά του “Η μοναχική γιούρτα”.
Το βιβλίο αναβιώνει τη φρίκη της δεκαετίας του '30. Το μυθιστόρημα γράφτηκε κρυφά στη δεκαετία του '80, όταν ήταν ταμπού η συζήτηση για το λιμό στη Σοβιετική Ένωση, και δημοσιεύθηκε μετά την ανεξαρτησία. “Το έγραψα από βάθους καρδιάς”, δήλωσε ο Yelubay, ο οποίος πρόσφατα έκλεισε τα 70. “Δεν μπορούσα να το γράψω. Έκαιγε την ψυχή μου πάρα πολύ”.
Μέχρι σήμερα, κανείς δεν ξέρει πόσοι άνθρωποι πέθαναν λόγω του λιμού στο Καζακστάν. Μικρές εκτιμήσεις ανεβάζουν τους θανάτους στο 1 εκατομμύριο. Η έρευνα του Omarbekov υποδηλώνει ότι έως και 2,3 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από την πείνα και τις ασθένειες – δηλαδή πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού του Καζακστάν των 6,2 εκατομμυρίων πριν τον λιμό.
Για τους Καζάκους, ήταν μια δημογραφική καταστροφή που αντηχεί μέχρι σήμερα.
“Αν δεν υπήρχε η πείνα εκείνη την εποχή, το μέγεθος του πληθυσμού του Καζακστάν σήμερα θα είχε φθάσει σε αρκετές δεκάδες εκατομμύρια”, δήλωσε ο Boris Dzhaparov, διευθυντής του Αρχείου του Προέδρου, σε συνέντευξή του στο γραφείο του στο Αλμάτι.
Στα σκονισμένα αρχεία, μια ερευνήτρια ξοδεύει μέρος του χρόνου της προσπαθώντας να τεκμηριώσει τα ονόματα των θυμάτων της πείνας για ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε πέρυσι, χρησιμοποιώντας κυρίως αρχειακά τεκμήρια, αλλά και υποβολές από το κοινό. “Είναι πολύ δύσκολο”, δήλωσε η Aynash Seysenbayeva, επιδεικνύοντας στην οθόνη της τη βάση δεδομένων Asharsylyq.kz, όπου συγκεντρώνονται οι πληροφορίες. “Βλέπεις ένα όνομα [σε ένα έγγραφο], αλλά πρέπει να το διαβάσεις και να προσπαθήσεις να μάθεις τι είναι αυτό το όνομα … και να εξετάσεις εάν το άτομο πέθανε από πείνα ή όχι”.
Είναι ένα τιτάνιο έργο. Σε μόλις ένα χρόνο, το Asharsylyq.kz κατάφερε να επιβεβαιώσει μόλις 415 ονόματα.
Στην Ουκρανία, ο λιμός, ο οποίος είναι γνωστός εκεί ως Holodomor, χαρακτηρίζεται επισήμως ως γενοκτονία. Πολλοί ιστορικοί εκεί υποστηρίζουν, σε μια ιστορική ανάγνωση που αμφισβητείται βίαια από πολλούς Ρώσους συναδέλφους τους, ότι ο λιμός σχεδιάστηκε για να εξαλείψει τους Ουκρανούς ως λαό.
Η επικρατούσα κυρίαρχη άποψη στο Καζακστάν, που έχει περί πολλού τη συμμαχία του με τη Ρωσία, είναι ιδιαίτερα διαφορετική. Ο Πρόεδρος Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ το απεικονίζει ως μια συλλογική τραγωδία, για την οποία ήταν υπεύθυνο το ολοκληρωτικό σύστημα, αν και κάποιοι θα ήθελαν να δουν μια ιστορική αναμέτρηση.
Η Kazhibayeva θεωρεί τύχη ότι η οικογένειά της κατάφερε να μείνει ζωντανή από την πείνα και κατάφερε να επιστρέψει στο Καζακστάν μετά από έξι μήνες.
“Ήρθαμε στο σταθμό των συνόρων – το θυμάμαι – και τρεις ή τέσσερις ιππείς ήρθαν καλπάζοντας. Είχαν κόκκινα περιβραχιόνια”, θυμάται. Όταν ο πατέρας της εξήγησε ότι γυρνούσαν σπίτι, “αυτοί οι Ρώσοι ακούμπησαν τον πατέρα μου στον ώμο και φώναξαν: ‘Μπράβο! Καλός άνθρωπος!'…Έτσι επιστρέψαμε στη χώρα μας ασφαλείς και υγιείς”.