- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Οι κίνδυνοι της στρατιωτικής συμπλοκής κατά της Βόρειας Κορέας

Κατηγορίες: Ανατολική Ασία, Βόρεια Αμερική, Βόρεια Κορέα, Η.Π.Α., Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Διεθνείς Σχέσεις, Ιδέες, Ιστορία, Μέσα των πολιτών, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Πολιτική, Γέφυρα
[1]

Λεπτομέρεια από το Μεγάλο Μνημείο Mansudae στην Πιονγκγιάνγκ της Βόρειας Κορέας. Φωτογραφία από τον Stefan Krakowski μέσω Wikimedia Commons (CC BY 2.0)

Τα 20 εκατομμύρια δολάρια που δαπανούμε καθημερινά για τη διατήρηση του πυρηνικού οπλοστασίου των ΗΠΑ θα μπορούσαν αντ’ αυτού να χρησιμοποιηθούν για την παροχή 1.000 δολαρίων ανά ημέρα για καθένα από τα είκοσι χιλιάδες παιδιά που πεθαίνουν από την πείνα. – J. Philip Newell (A New Harmony)

Αντιμετωπίζοντας τώρα την πιθανότητα πυρηνικού πολέμου στην Ανατολική Ασία, αναρωτιέμαι συχνά τι θα μπορούσαν να είχαν πει για τους πρόωρους θανάτους τους οι άμαχοι που εξολοθρεύτηκαν στις άκαρδες εκστρατείες του σύγχρονου πολέμου, τις οποίες διέταξαν τυράννοι και πρόεδροι αρκετά μακριά από τις περιοχές της καταστροφής.

Τόσες αθώες ζωές έχουν χαθεί από βόμβες, πυρηνικά όπλα και τα τελευταία χρόνια, drones. Έχουν ψυχή οι δημοκρατικά εκλεγμένοι ηγέτες, έχουν δεχθεί τα πραγματικά γεγονότα στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι; Η τεχνολογία έχει κάνει τον πόλεμο απρόσωπο και σκληρό, αλλά φαίνεται ότι οι αρχηγοί των εθνών είναι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν τις υψηλότερες αρχές τους με αντάλλαγμα τις τελευταίες πολεμικές τεχνολογίες και όπλα μαζικής καταστροφής.

Στην παρούσα αντιπαράθεση με τη Βόρεια Κορέα, το κύριο μέλημα της αμερικανικής κυβέρνησης είναι εάν μια επίθεση στη Βόρεια Κορέα θα θέσει σε κίνδυνο τα αμερικανικά εδάφη της μητέρας πατρίδας [2]. Θεωρητικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποτίθεται ότι υπερασπίζονται τους συμμάχους της, τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία. Ωστόσο, αν οι Αρχές ανησυχούν πραγματικά για την ασφάλεια των συμμάχων τους, η πρόκληση μιας απελπισμένης δικτατορίας, που έχει δηλώσει ανοιχτά την πρόθεσή της να εκτοξεύσει πυραύλους κατά της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας, είναι εξαιρετικά προβληματική, τόσο από στρατηγικής όσο και από ανθρωπιστικής απόψεως.

Ο στρατός των Η.Π.Α. διαφημίζει συνήθως [3] την παντελή καταστροφή που μπορεί να προκληθεί από τα όπλα του, με στόχο τον «αποκεφαλισμό» του βορειοκορεατικού καθεστώτος. Οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες υποστηρίζουν ότι 300 πύραυλοι Τόμαχοκ είναι επαρκείς για να απενεργοποιήσουν τον στρατό της Βόρειας Κορέας, αλλά αυτό δεν εγγυάται ότι μπορούν να καταστρέψουν όλους τους υπάρχοντες πυραύλους και πυρηνικά όπλα, εάν αυτά εκτοξεύονταν ταυτόχρονα από κρυφές βάσεις, κινητούς εκτοξευτές και πυρηνικά υποβρύχια.

Φαίνεται ότι το καθεστώς της Πιονγιάνγκ έχει αναγκαστεί σε μια νοοτροπία πολιορκίας: έναν ορθολογικό φόβο ότι οι ΗΠΑ θα χρησιμοποιήσουν τις συμβατικές τους δυνάμεις για να τους εξαλείψουν ανά πάσα στιγμή. Κατά ειρωνικό τρόπο, όμως, ο κόσμος αντιμετωπίζει τώρα την ανησυχητική σκέψη ότι η σημερινή κυβέρνηση των Η.Π.Α. είναι παγιδευμένη σε μια παρόμοια ψυχολογική παγίδα. Ενώ η Πιονγιάνγκ προωθεί την ανάπτυξη διηπειρωτικών βαλιστικών πυραύλων [4], η διοίκηση Τραμπ μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το μόνο της καταφύγιο είναι να ξεκινήσει μια άμεση επίθεση, παρά τις αναμενόμενες παράπλευρες ζημίες στους συμμάχους της.

Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι πρόεδροι, πρωθυπουργοί και δικτάτορες έχουν την εξουσία να πυροδοτούν όπλα μαζικής καταστροφής. Οι πολίτες των στρατιωτικών αυτών δυνάμεων δεν έχουν επισήμως επιβάλει κυρώσεις ή δεν τους έχουν χορηγήσει αυτή την εξουσία μέσω δημοψηφισμάτων ή άλλων δημοκρατικών μέσων. Όταν κάποιος εξετάζει το Πρόγραμμα Μανχάταν [5], γίνεται οδυνηρά σαφές το πώς ο στρατηγός Groves, ο διευθυντής του προγράμματος, επηρέασε τον Πρόεδρο Τρούμαν [6], ώστε να επιτρέψει την πτώση των ατομικών βόμβων.

Τις δεκαετίες που ακολούθησαν, λίγοι έλεγχοι υπήρξαν στην αλυσίδα διοίκησης για να εμποδίσουν συναισθηματικά ασταθείς προέδρους να δράσουν παρορμητικά βάσει της εχθρότητας και του φόβου τους. Με απλά λόγια, τόσο ο Tραμπ όσο και ο Kιμ Γιονγκ Ουν έχουν επικίνδυνες βαθμίδες εξουσίας, που δεν μπορούσαν να οραματιστούν ούτε οι Ιδρυτές Πατέρες του Αμερικανικού Έθνους ούτε ο Μαρξ ούτε ο Έγγελς.

Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι οι αρχηγοί κρατών της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας δεν επιμένουν περισσότερο στην αντίθεσή τους σε μια επίθεση των ΗΠΑ κατά της Βόρειας Κορέας. Κορεάτες ηλικίας άνω των 70 ετών θυμούνται με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες [7] τον καταστροφικό βομβαρδισμό που εξαφάνισε την Πιονγκγιάνγκ και γνωρίζουν ότι ο στρατός του Κιμ Γιονγκ Ουν θα προσπαθήσει να εξοντώσει τη Σεούλ με την ίδια οργή. Η θέση της Ιαπωνίας παρέμεινε η ίδια, αφότου ανήλθε στην εξουσία ο νυν Πρωθυπουργός Άμπε. Υποσχόμενος την αδιαμφισβήτητη στήριξη στις εξωτερικές πολιτικές του Τραμπ, ο Άμπε δήλωσε επανειλημμένα ότι η Ιαπωνία σύντομα θα προσπαθήσει να τροποποιήσει το Σύνταγμα, ώστε να επιτρέψει στους στρατιώτες της να «υπερασπιστούν τη χώρα», μια εξέλιξη που αναμφισβήτητα θα αποσταθεροποιούσε ακόμα περισσότερο την Ανατολική Ασία. Αντί να προσπαθεί να επιδιώξει την αμοιβαία κατανόηση του παρελθόντος, ο Άμπε και η ομάδα εθνικιστών ιστορικών του προωθούν μια ρεβιζιονιστική άποψη για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία αρνείται τον εξαναγκασμό των λεγόμενων «γυναικών παρηγορίας» και υποβαθμίζει τα καταναγκαστικά έργα 600.000 Κορεατών υπό σκαιές συνθήκες. Στην πραγματικότητα, τόσο στη Βόρεια όσο και στη Νότια Κορέα, οι πολιτικοί και οι διπλωμάτες από καιρό αισθάνονται ταπεινωμένοι από την έλλειψη ειλικρίνειας και λύπης της ιαπωνικής κυβέρνησης [8].

Κάθε χώρα που σκέφτεται μια επίθεση στη Βόρεια Κορέα πρέπει να αντιμετωπίσει το ερώτημα του ποιος μετέτρεψε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας σε ένα τόσο προκλητικό έθνος. Όσο το καθεστώς του Kιμ Γιονγκ Ουν πρέπει να καταστεί υπαίτιο για τη δύσκολη κατάσταση της χώρας, οι τρεις δεκαετίες βάναυσης ιαπωνικής αποικιοκρατίας και ο βομβαρδισμός της Βόρειας Κορέας, που υπερέβη τη ζημιά που έπληξε τις γερμανικές ή ιαπωνικές πόλεις κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, φέρεουν μερική ευθύνη για τη δημιουργία αυτού του εκδικητικού στρατιωτικού καθεστώτος.

Η επίλυση της πυρηνικής αντιπαράθεσης απαιτεί ατομική περισυλλογή και σχετικιστική σκέψη. Κοιτάζοντας πίσω μερικές δεκαετίες, δεν είναι δύσκολο να βρεθούν παραδείγματα εθνικών ηγετών, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να αποφύγουν την κραταστροφή και το θρήνο. Ειδικότερα ο Πρόεδρος Ρήγκαν και ο Γενικός Γραμματέας Γκορμπατσόφ, οι οποίοι απάντησαν ορθολογικά στην προοπτική ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος συναντώμενοι για να αντιμετωπίσουν τις πολιτικές και στρατηγικές διαφορές τους στη Σύνοδο Κορυφής του Ρέικιαβικ του 1986, γεγονός που οδήγησε σε αποσυμφόρηση των εντάσεων.

Το να υπηρετείς ένα έθνος μπορεί επίσης να σημαίνει διάλογο με τους πολίτες κάθε έθνους και μεταξύ ατόμων υπάρχει πάντα ελπίδα για επούλωση και μεταμόρφωση. Γιατί λοιπόν θα ήταν αδύνατο να αλλάξουμε τις σχέσεις μεταξύ ανταγωνιστικών εθνών;