Βενεζουέλα: Ο τρόμος πίσω από την πόρτα

Εικονογράφηση: Leonardo González. Χρησιμοποιείται με άδεια.

Το άρθρο αυτό αποτελεί το πέμπτο μέρος μιας σειράς δημοσιεύσεων, που αρχικά εμφανίστηκαν από τη συντάκτρια στο Medium. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο και το τέταρτο.

Άκουσα την πρώτη έκρηξη νωρίς εκείνη την ημέρα. Ήταν λίγο μετά τις 10 το πρωί, όταν η Εθνοφρουρά έριξε την πρώτη βόμβα δακρυγόνου στο δρόμο μου. Βγήκα έξω από το παράθυρο και έβλεπα την σπείρα του πυκνού λευκού καπνού που σχηματιζόταν και ελισσόταν όλο και πιο γρήγορα. Στη μια άκρη, μια μικρή ομάδα διαδηλωτών είχαν πέσει στο έδαφος, ενώ μια άλλη ομάδα ουρλιάζοντας έφευγε προς την αντίθετη κατεύθυνση από το θόρυβο που προκάλεσε η έκρηξη.

“Άρχισαν νωρίς!” φώναξε ο γείτονάς μου από το διπλανό παράθυρο.

Παρακολούθησα τους ανθρώπους να τρέχουν κατά μήκος του δρόμου. Αστυνομικοί με κράνη και προστατευτικά γιλέκα τους κυνηγούσαν με σηκωμένα τα όπλα τους. Οι φιγούρες εξαφανίστηκαν ανάμεσα στα πυκνά σύννεφα τοξικού αερίου. Άρχισα να νιώθω φαγούρα στο δέρμα μου, το λαιμό μου να κλείνει. Έκλεισα γρήγορα το παράθυρο. Άλλη μια έκρηξη. Τόσο κοντά αυτή τη φορά, που τραντάχτηκαν τα παράθυρα. Όταν κοίταξα τη βεράντα του γείτονά μου, δεν μπορούσα να τη διακρίνω. Το τοξικό σύννεφο του λευκού καπνού προχωράει με τρομακτική ταχύτητα, κατακλύζει τα πάντα, μολύνει κάθε πιθανή γωνιά και κρησφύγετο.

Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω το κίνητρο πίσω από την επίθεση. Υπάρχει λόγος για αυτή την υπερβολική δύναμη; Η απλή σκέψη με γεμίζει με θλίψη. Φυσικά, δεν υπάρχει λόγος. Δεν υπήρξε ποτέ. Στη Βενεζουέλα, είσαι εγκληματίας, απλά επειδή εκφράζεις τη γνώμη σου.

Οι διαδηλωτές συνέχισαν κατά μήκος του επόμενου δρόμου, φωνάζοντας ρυθμικά και κουβαλώντας πανό. Αρκετοί σε αριθμό. Ένα ποικιλόμορφο πλήθος, ενθουσιώδες και αισιόδοξο. Η βία διέκοψε την πορεία τους, τους υπενθύμισε τα όριά τους, την δύναμη της επιθετικότητας και της καταπίεσης. Το έγκλημά μας ασκεί ένα βασικό δικαίωμα, την απλή ιδέα του να είσαι πολίτης με δικαιώματα.

Κι άλλη έκρηξη. Αυτή τη φορά δεν μπορούσα να εντοπίσω από πού προήλθε ή τι ήταν. Αέριο; Χειροβομβίδα; Η διάκριση έχει ελάχιστη σημασία στη Βενεζουέλα. Στάθηκα στο στούντιό μου και μέσα από το τζάμι παρατήρησα την πόλη που είχε γίνει μια θολούρα, τρεμοπαίζοντας ανάμεσα στο λαμπρό κίτρινο και στο όλο και πιο πυκνό κεχριμπαρένιο χρώμα. Ανατρίχιασα ολόκληρη, μια παγωμένη ριπή που με έκανε να τρέμω, τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. Η πρώτη έκρηξη πυροδότησε δύο ή τρεις σε γρήγορη διαδοχή. Ο δρόμος ήταν κρυμμένος μέσα σε σκοτεινό καπνό. Μια ομάδα πεζών έτρεξε στον επόμενο δρόμο και χωρίστηκε σε δύο. Άκουσα τις φωνές τους, τις βρισιές τους. Αργότερα, άκουσα απλά τον φόβο τους.

Έσπευσα να σφραγίσω τα παράθυρα με αδέξια χέρια. Μια λωρίδα εφημερίδα. Για ένα άλλο, κομμάτια μόνο από αυτοκόλλητο χαρτί. Κανείς δεν σε προετοιμάζει για αυτόν τον φόβο, για αυτό το αίσθημα απελπισίας, για τη φρίκη του να κρατείσαι όμηρος βίαια μες στο ίδιο σου το σπίτι. Όταν άρχισα να βήχω, με ένα βήχα που με τράνταζε και με έπνιγε ολόκληρη, η κατάσταση έγινε σουρεαλιστική. Δύσκολο να την αντιληφθείς. Έτρεχα μέσα στο διαμέρισμά μου, παγιδευμένη από τον τοξικό καπνό. Ήταν αφόρητο – ο καπνός ήταν παντού.

Είχα μόλις κλείσει τα 18 μου, την πρώτη φορά που διαδήλωσα ενάντια στην κυβέρνηση του Ούγο Τσάβες. Κατέβηκα στους δρόμους με ένα πανό και όλη μου την αποφασιστικότητα. Ένιωθα πραγματικά ότι είχα ένα σκοπό. Εξέφρασα τη γνώμη μου με έναν ακριβή και δίκαιο τρόπο. Κουλουριασμένη τώρα στο δωμάτιό μου, προσπαθώντας να αναπνεύσω μέσα στη βρώμα και το αφόρητο τσούξιμο, θυμάμαι το σπάνιο σθένος που βρήκα και με ώθησε να βγω έξω, βλέποντας καλά πλέον, με το αξέχαστο συναίσθημα ότι η χώρα εξαρτιόταν από τις προσπάθειές μου, από τη δύναμη της θέλησής μου, από την ανάγκη να αντιταθώ σε αυτή την πανούκλα του αυταρχισμού που διαπότιζε την ασταθή δημοκρατία της χώρας. Βάζω τα κλάματα με αυτή την απλή και θρυμματισμένη εικόνα. Με την ιδέα ότι έχεις χάσει κάτι αναντικατάστατο.

Οι εκρήξεις γίνονται συχνότερες και πλησιάζουν. Ακούω, προσπαθώντας να παραμείνω ήρεμη. Ο κόσμος ουρλιάζει βρίζοντας, με θυμό. Η αναταραχή στο δρόμο ακολουθείται από μια μακρά συντριπτική σιωπή. Ο αέρας αρχίζει να καθαρίζει κάπως και το δέρμα μου σταματάει να με καίει. Παραμένω όμως κουλουριασμένη στο πάτωμα. Τα χέρια μου είναι τόσο πιεσμένα στο πάτωμα, που αρχίζουν να με πονάνε, οι αρθρώσεις και οι καρποί μου έχουν γίνει άσπροι. Δεν μπορώ να σταματήσω να φέρνω στο μυαλό μου την εικόνα όσων έτρεχαν να γλιτώσουν. Όσων φώναζαν από φόβο, πνιγμένων και παρασυρμένων από το ξέσπασμα της βίας, συντετριμμένων από τη δύναμη υπό το προσωπείο της καταπίεσης.

Κάθε θαμπή, παρατεταμένη, ξeρή έκρηξη φαίνεται να ανοίγει την πόρτα σε περισσότερο πόνο, μια νέα πύλη προς την καταστροφή. Ο φόβος σε σκληραίνει για επιβίωση, για έλεγχο. Μέσα στην όλη σύγχυση, αναρωτιέμαι πώς συνεχίζεις, όταν ξέρεις, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, ότι δεν υπάρχει διαφυγή. Όταν, σε μια χώρα που καταστρέφεται από το χάος, την αδιαφορία και τις πολιτικές φιλοδοξίες, η βία είναι παντού.

Προσπαθώ να δουλέψω, ενώ οι εκρήξεις συνεχίζονται. Ακόμα και τρεις ώρες αργότερα, τις ακούς ακόμα: η ασταμάτητη ηχώ της βίας. Ο δρόμος είναι άδειος και δεν μπορώ να καταλάβω ιατί συμβαίνουν ακόμα οι εκρήξεις, γιατί συνέχιζαν να επιτίθενται, όταν οι προσπάθειές τους για καταστολή ήταν σαφώς επιτυχείς. Αλλά δεν υπάρχει απάντηση και υποθέτω ότι δεν θα υπάρξει. Ο παρατεταμένος θόρυβος των βομβών ακούγεται σαν ένα είδος απίστευτα μεγάλου όγκου πυρομαχικών: ο μεταλλικός ήχος που αναμειγνύεται με την ξερή βροντή της έκρηξης. Ένα άσπρο σύννεφο καπνού περιβάλλει τα πάντα, η αφόρητη δυσοσμία βίας αγκαλιάζει αδιάκοπα τους δρόμους, πνίγοντας τα πάντα, κρύβοντας την άγρια και πανταχού παρούσα βία.

Κάποιος φωνάζει, λέω μέσα μου, προσπαθώντας να επικεντρωθώ στη δουλειά που έκανα. Τ’ ακούτε; Κάποιος φωνάζει. Κάποιος κραυγάζει με όσο αέρα έχει στα πνευμόνια του με έναν τόσο γνήσιο και αναγνωρίσιμο φόβο που τρέμω. Κάποιος φωνάζει, κάποιος έχει πληγωθεί. Κάποιος προσπαθεί να τρέξει να σωθεί, αλλά δεν μπορεί. Κάποιος φωνάζει, επειδή δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνει. Κάποιος φωνάζει από καθαρό παράλογο πόνο ή από φόβο, που είναι σχεδόν το ίδιο πράγμα. Κάποιος φωνάζει στο δρόμο, το δρόμο που ξέρεις απ’ έξω και ανακατωτά. Σε αυτό το μέρος, που αποκαλείς “σπίτι”.

Δεν μπορώ να συνεχίσω να προσπαθώ να μείνω ήρεμη. Πάω στο παράθυρο και ανοίγω τα παραθυρόφυλλα. Περισσότερος καπνός, βρωμερός και έντονος, αποκρύπτει τι συμβαίνει κάτω. Εξακολουθώ όμως να ακούω την κραυγή, ξεκάθαρα. Και ξαφνικά, κάτι πιο πολύ από στριγκλιά. Συνθήματα, βρισιές. Είναι ο αχός της εξέγερσης, του φόβου και της αγωνίας. Περισσότερες εκρήξεις. Ένας θολός, φρικτός, όξινος ανεμοστρόβιλος, τα πάντα χάος. Οι σιλουέτες των ένστολων φρουρών εμφανίζονται από τις σκιές. Όπως και οι σιλουέτες των διαδηλωτών που κρύβονταν. Προσπαθούν να αντισταθούν στον φόβο, να ξεπεράσουν αυτή την πυκνή φρίκη που τους περιβάλλει. Τους βλέπω να τρέχουν να φύγουν, να βρουν να καλυφθούν. Τα χέρια τους προστατεύουν τα κεφάλια τους. Σώματα κουλουριασμένα, ο τυφλός δρόμος, το κενό. Και η βία τους συνοδεύει, τους ακολουθεί, τους κτυπά. Αληθινή, ακόρεστη βία. Βία της Βενεζουέλας.

Ένας ένστολος φρουρός εμφανίζεται μες στο τεχνητό σκοτάδι. Περπατάει στο δρόμο με το όπλο στον ώμο. Σταματάει, επιθεωρεί το περιβάλλον του. Σκύβει κάτω. Ακούω την έκρηξη, άμεση, ισχυρή, προτού καταλάβω τι συμβαίνει. Πριν ο ήχος τραντάξει τα παράθυρα και με κάνει να πισωπατήσω. Πυροβολούν το κτίριο μου, λέω μέσα μου, σαν να προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι είναι όντως πραγματικό. Συμβαίνει. Η βία είναι εδώ και δεν μπορώ να ξεφύγω.

Τρέχω στο διάδρομο, καθώς συμβαίνει άλλη μια έκρηξη. Κάθε φορά, πιο κοντά. Κίνδυνος, απλά και κατανοητά. Δεν έχω καμία πιθανότητα, έχω παραλύσει. Ο φόβος είναι σαν ένας τοίχος, ένα αόρατο οδόφραγμα. Και δεν μπορώ να περάσω. Κλείνω τα μάτια μου, σαν να μπορούσα να ξεφύγω απλά με τη φαντασία μου. Μένω να στέκομαι, προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου και να αναπνεύσω, καθώς συνεχίζονται οι εκρήξεις. Ξανά και ξανά. Μια ασταμάτητη διαδοχή. Μια οδυνηρή και οικεία αλυσίδα. Λέω και πάλι στον εαυτό μου, η βία είναι εδώ. Είναι τόσο κοντά που έχει σταματήσει να είναι απλώς μια ιδέα. Αισθάνομαι τον θανατερό έντονο τρόμο και με αφήνει αδύναμη και κουρασμένη.

Ξαφνικά, τα δακρυγόνα είναι παντού. Μία τεράστια τοξική θολούρα με περιβάλλει. Δεν μπορώ να αναπνεύσω και το δέρμα μου καίει, σαν μια μεγάλη ανοιχτή πληγή. Και πάλι τρέχω, αλλά δεν υπάρχει πουθενά κάτι για να ξεφύγω προς τα εκεί. Δεν υπάρχει κανένα μέρος να μπορώ να βρω καταφύγιο, όπου μπορώ να αισθάνομαι ασφαλής. Εκείνη τη στιγμή, νομίζω ότι θα πεθάνω. Μόνη. Ο λαιμός μου κλείνει, η μυρωδιά καίει τη μύτη μου, οι πνεύμονές μου αγωνίζονται να ανασάνουν. Η σκέψη με τρομάζει, με ωθεί να τρέξω ξανά. Σκοντάφτω σε αόρατα έπιπλα, συγκρούομαι με τοίχους που δεν θα ‘πρεπε να είναι εκεί. Όταν ανοίγω την πόρτα θέλω να ουρλιάξω, αλλά δεν μπορώ. Είμαι παγιδευμένη, παγιδευμένη από αυτή την ανώνυμη επιθετικότητα που δεν καταλαβαίνω.

Έχουν περάσει σχεδόν εννέα ώρες από τότε που ξεκίνησε η καταστολή. Η νύχτα αρχίζει να πέφτει, η βρόμα από τα δακρυγόνα είναι παντού, διεισδύει στα πάντα. Μπορείς ακόμα να ακούσεις την υπόκωφη ηχώ των εκρήξεων, άλλες μακριά, άλλες κοντά. Μια συνεχής και ακατανόητη αλυσίδα γεγονότων.

Είμαι ακόμα εδώ, τρέμω από φόβο, αβοήθητη και καμένη από την σκληρή καταστολή, που δεν τελειώνει ποτέ, σαν ψιλή βροχή. Δεν μου αφήνω περιθώρια να σκεφτώ πότε έγινα θύμα της βίας της χώρας μου. Ή πότε έγινα εχθρός των δυνάμεων, επειδή απλά εξέφρασα τη γνώμη μου. Ίσως δεν υπάρχει απάντηση στην ερώτησή μου. Και αυτό, ίσως, είναι το πιο τρομακτικό απ’ όλα.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.