Καράκας, η πόλη που σε παραπλανά (και άλλα είδη πόνου)

Καράκας, Βενεζουέλα, άποψη από το Εθνικό Πάρκο El Avila. Φωτογραφία: GustavoMelero, Wikimedia Commons

Το άρθρο αυτό αποτελεί το τέταρτο μέρος μιας σειράς δημοσιεύσεων, που αρχικά εμφανίστηκαν από τη συντάκτρια στο Medium. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο.

Δεν μπορώ να το εκφράσω διαφορετικά: φοβάμαι την πόλη, όπου γεννήθηκα. Είναι λέξεις δυνατές, που προκαλούν πόνο, αλλά αποτελούν ειλικρινή έκφραση των συναισθημάτων μου. Το Καράκας με τρομάζει, με ένα βαθύ και ανησυχητικό τρόπο. Έχω όμως συνηθίσει να φοβάμαι και, δυστυχώς, δεν είμαι η μόνη. Ο φόβος έχει γίνει ένα εγγενές κομμάτι του τρόπου που βιώνουμε την πόλη, του τρόπου που ζούμε, δημιουργούμε και την οικοδομούμε, τόσο στο μυαλό μας όσο και στην πραγματικότητα. Και πονάει να φοβάσαι τόσο πολύ για τον τόπο όπου γεννήθηκες και μεγάλωσες.

Ο φόβος είναι μέρος αυτής της κοινωνίας, η οποία απαρτίζεται από πολίτες σε σύγχυση, που φοβούνται το τι μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον. Στην περίπτωσή μου, έχει γίνει σχεδόν εμμονή. Φοβάμαι για τα πάντα: από ληστεία μέχρι ένα συμβάν στο δρόμο που θα μπορούσε να προκαλέσει ένα επικίνδυνο γεγονός. Ένας περίπλοκος ιστός ενός μικρού περιστατικού, όπου ο μόνος κοινός παράγοντας φαίνεται να είναι ο φόβος μου για τη βία. Η βία είναι πάντα εκεί.

Ο φόβος μου για τη βία με συνοδεύει, κάθε φορά που παίρνω το λεωφορείο ή το μετρό, όταν περπατάω στο δρόμο, όταν οδηγώ σε μια πολυσύχναστη λεωφόρο. Επειδή η βία στη Βενεζουέλα είναι μέρος της καθημερινής ζωής, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι. Είναι μέρος του αστικού τρόπου ζωής που συσχετίζουμε με τις πόλεις.

Έχω γράψει για το Καράκας σε σημείο εξάντλησης: περπατούσα στους δρόμους του, με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι, προσπαθώντας να ξεπεράσω τον φόβο μου για να αιχμαλωτίσω στο φακό αυτό που μου αρέσει περισσότερο. Κατά κάποιο τρόπο, βλέπω τη δική μου ιστορία να αντικατοπτρίζεται στους παραμελημένους δρόμους και λεωφόρους της. Και όμως συνεχίζω να το υπομένω, με αυτό το αίσθημα πικρής απογοήτευσης που μοιάζει σχεδόν με προδοσία της αθωότητάς μου. Γιατί αγαπούσα πολύ το Καράκας. Η πόλη μου ήταν η πρώτη μου πηγή έμπνευσης και μέσω της ιστορίας του άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου τον ίδιο ως μέρος της πόλης.

Μιλάμε πολύ για το φόβο με γενικούς όρους, αλλά σχεδόν ποτέ δεν το αναγνωρίζουμε ως τον δικό μας. Σκέφτομαι αυτό, καθώς καθόμουν στο πάρκο El Calvario, κοιτάζοντας το Καράκας, μια σιωπηλή και με τον δικό της τρόπο μια σχεδόν απλή πόλη μες στη χαοτική της ομορφιά. Τόσο μακρινή. Το Καράκας είναι δικό μου, είναι μέρος της ιστορίας μου. Εσύ και εγώ είμαστε ενωμένοι, Καράκας, από αυτό το όραμα του κόσμου που μοιραζόμαστε κάποτε. Είναι αυτό αρκετό, αναρωτιέμαι, καθώς σηκώνω τη φωτογραφική μου μηχανή. Σε κοιτάζω μέσα από το σκόπευτρο, ο φακός μου συλλαμβάνει τους πιο κρυμμένους θησαυρούς σου και σιγά-σιγά εστιάζει σε αυτούς. Και τότε αποκαλύπτει το Καράκας των ονείρων μου.

Όταν ζεις στη δεύτερη πιο επικίνδυνη πόλη στον κόσμο, πρέπει πάντα να εξετάζεις την πιθανότητα τυχαίας βίας, οποτεδήποτε και οπουδήποτε. Ένας αόρατος, λανθάνων δείκτης ταυτότητας μιας χώρας που έχει σπάσει σε χίλια κομμάτια. Μια αγιάτρευτη πληγή.

Η μητέρα μου αισθάνεται άβολα, όταν μιλάω για αυτά τα πράγματα. Κατά τα τελευταία χρόνια, είχαμε διαφωνίες και αντιπαραθέσεις εξαιτίας του φόβου που διαπερνά τις ζωές μας. Μπορείς να το πεις όπως θέλεις: αυτά τα επιχειρήματα έρχονται σε διαφορετικά σχήματα και μεγέθη, αλλά όλα προκαλούνται από φόβο. Εκφράζεται σε προειδοποιήσεις όπως “Μην αργήσεις”, “Πρόσεχε πού πηγαίνεις”, “Πρόσεξε τι κάνεις”. Αυτό, παρά το γεγονός ότι έχω περάσει τα 30, είμαι αρκετά ανεξάρτητη και είμαι γενικά προσεκτική και φροντίζω τον εαυτό μου. Αλλά για τη μαμά μου δεν αρκεί. Ποτέ δεν θα είναι αρκετό. Επειδή γι’ αυτήν, το Καράκας είναι κάτι περισσότερο από μια πόλη – αποτελεί απειλή.

“Δεν έχει να κάνει με το ότι προσέχεις. Το Καράκας είναι επικίνδυνο, επειδή είναι απρόβλεπτο”, μου λέει.

“Παραπάνω από αυτό”, λέω. “Είναι για το τι σημαίνει Καράκας με τα προβλήματα και τα ελαττώματά του. Το Καράκας είναι το Καράκας”.

“Αυτά είναι φιλοσοφίες”, λέει. “Το Καράκας δεν ήταν ποτέ τόσο επικίνδυνο ούτε σκληρό. Παλαιότερα…”

“Δηλαδή πόσο καιρό πριν;”

Η μαμά πιέζει τα χείλη της. Έχουμε κάνει αυτή τη συζήτηση τόσες φορές ήδη, που φαίνεται να επαναλαμβάνεται το ίδιο επιχείρημα ξανά και ξανά. Η μαμά θυμάται ένα Καράκας που δεν είναι πια εκεί και δεν μπορώ καν να αντιληφθώ: μια πόλη με ζωντανούς δρόμους και μια λαμπερή νυχτερινή ζωή. Ένα σύγχρονο, προηγμένο και κοσμοπολίτικο Καράκας, μια πόλη που επιδιώκει να ξεπεράσει απλά προβλήματα αστικής ανάπτυξης.

Το Καράκας που ξέρω είναι μια διαφορετική πόλη: μια σκληρή πόλη, κατεστραμμένη από την αδράνεια, σπασμένη από το βάρος του πόνου, της φτώχειας και της αδιαφορίας. Μια πόλη με κλειστές πόρτες και κάγκελα ασφαλείας. Μια πόλη μάρτυρας του θανάτου και του πόνου σε καθημερινή βάση. Το Καράκας μου, η πόλη που ξέρω, δεν είναι το ίδιο με το Καράκας της μαμάς μου.

“Το Καράκας είναι η συνέπεια της ιστορίας αυτής της χώρας, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη περιοχή ή τόπο στη Βενεζουέλα”, μου λέει. “Το Καράκας ξεκίνησε ως όνειρο: ο Guzmán Blanco ονειρευόταν μια όμορφη, γαλλοποιημένη, αλλά ταυτόχρονα ψεύτικη πόλη. Τότε ο Pérez Jiménez τη μεταμόρφωσε σε σύμβολο, την ξανάχτισε, την ενέταξε στη δική του αντίληψη για το πώς έπρεπε να είναι η χώρα: οργανωμένη και υπό στρατιωτική εξουσία. Οπαδοί των πολιτικών κομμάτων “Acción Democrática” και “Copey” πολέμησαν γι’ αυτό. Το χρησιμοποιεί και ο τσαβισμός”.

Όλα αυτά είναι αληθινά, αλλά παρά την πληθώρα συμβόλων, ιδεών και προσεγγίσεων, το Καράκας συνεχίζει να παλεύει ενάντια σε κάθε συνθήκη. Παρά τον συνεχή αυτό μετασχηματισμό, την επιμονή δηλαδή να το εξετάσουμε ως μέρος της ιστορίας και συγχρόνως ως μια μεταφορά για μια νεαρή, αναδυόμενη χώρα, το Καράκας γίνεται αυτό που θέλουμε να είναι.

Το Καράκας μπορεί να είναι αυτή η σπασμένη και χαοτική πόλη, με την παλιά συνοικία της ανοικοδομημένη κατά το ήμισυ και τις ποικιλόμορφες γειτονιές που αναπτύχθηκαν γύρω της. Μπορεί να είναι η ίδια η ιστορία, μια ιστορία που θεωρεί τον εαυτό της προσανατολισμένη προς το μέλλον και την αναδιηγούμαστε μέρα-μέρα. Το Καράκας, όμως, είναι επίσης μια μνήμη του τι θα μπορούσε να είναι. Τι δεν θα είναι πλέον. Η μαμά μου χαμογελάει όταν μου λέει για την πρώτη φορά που πήγε στο θέατρο Teresa Carreño και πόσο εντυπωσιάστηκε από τις διαστάσεις του και τη σημασία του.

“Ένα θέατρο παγκόσμιας κλάσης”, μου λέει. “Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που ήρθε στο μυαλό μου καθώς ανέβηκα στην τεράστια σκάλα, κοιτάζοντας και θαυμάζοντας το μέρος. Το ολοκαίνουργιο θέατρο, ένα σύμβολο της «Σαουδικής Βενεζουέλας». Δεν υπήρχε άλλο κτίριο στη χώρα που να μπορούσε να συγκριθεί μαζί του και σκέφτηκα: αναρωτιέμαι τι μας περιμένει στο μέλλον”.

Και παρόλο που δεν λέω λέξη, αισθάνομαι λυπημένη. Πριν από λίγους μήνες πήγα στο Θέατρο Teresa Carreño και ήταν εντελώς διαφορετικό από τις αναμνήσεις της μητέρας μου. Ραγισμένοι τοίχοι. Γανιασμένα δάπεδα. Όλος ο τόπος βρώμαγε φθορά. Ωστόσο για μένα διατηρούσε λίγη από την ομορφιά της. Παρά την ξεραμένη βλάστηση, τα μικρά σημάδια φθοράς που κανείς δε νοιάζεται να επιδιορθώσει. Είναι ακριβώς όπως το Καράκας, πολύ μακιγιάζ για να κρύψει τις ρυτίδες, το στόμα του με ένα μορφασμό καθαρής πικρίας. Αλλά είναι το Καράκας και το αγαπώ.

“Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να αγαπάμε το Καράκας”, λέει ο F, ένας πωλητής φρουτοχυμών μπροστά από την εκκλησία της Altagracia. Πηγαίνω περίπατο πότε-πότε εκεί, προσπαθώντας να ανακαλύψω ξανά το Καράκας, να θυμηθώ πώς ήταν, ακόμα κι αν δεν γνώριζα τότε την πόλη. Αλλά ο F είναι αισιόδοξος: ακόμα και σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, που είναι δύσκολο ακόμη και να βρει ζάχαρη για τους χυμούς που πωλεί και τα πορτοκάλια πολύ ακριβά για την οικονομική του κατάσταση. Συνεχίζει όμως να πουλά φρουτοχυμό, επειδή είναι “καλό για την καρδιά” και οι πελάτες του εξακολουθούν να το αγοράζουν. Σαν εμένα. Απολαμβάνω τη γεύση των φρεσκοκομμένων πορτοκαλιών με μια σχεδόν παιδική συγκίνηση. Έχει γεύση ιστορίας, όπως κάποια μικρά θαύματα μες στην πόλη αυτή, που έχει σταματήσει να πιστεύει σε οτιδήποτε.

«Μερικές φορές νιώθω τόσο φοβισμένη για το πόσο δύσκολο είναι να αγαπώ αυτήν την πόλη», του λέω. Ο φίλος μου κουνάει το αχτένιστο αλλά σεβάσμιο κεφάλι του και το ρυτιδιασμένο του πρόσωπο σχηματίζει ένα χαμόγελο.

“Είναι εύκολο να φοβάσαι. Είναι αρκετά απλό – μπορεί κανείς να φοβάται σχεδόν τα πάντα. Αλλά το Καράκας είναι διαφορετικό, έχει μια αίσθηση ταυτότητας. Υπάρχει φόβος σίγουρα, αλλά υπάρχει και η ευτυχία των μικρών πραγμάτων. Η μυρωδιά των εμπειριών που έχει περάσει κάποιος σε αυτό. Mικροί κρυμμένοι θησαυροί”.

Πολύ ποιητικό, σκέφτομαι, καθώς τελειώνω το χυμό μου. Τι θαυμάσια στιγμή: το Καράκας γίνεται σχεδόν όμορφο με τον θόλο της εκκλησίας να ακτινοβολεί στον ήλιο και αυτό το ζεστό, ευχάριστο αίσθημα του αιώνιου καλοκαιριού. Και η μυρωδιά της πόλης: διαπεραστική, σκληρή, ξεχωριστή. Ένα μείγμα οσμών οσμών. Στηριζόμενη σε ένα μισοχτισμένο τοίχο, μιλώντας στον F, αισθάνομαι ότι η ζωή τραβά πολύ γρήγορα και μερικές φορές μπορεί να είναι και ωραία. Υποθέτω ότι έτσι θυμάται η μητέρα μου το Καράκας.

Εγώ όμως βιώνω την πόλη με διαφορετικό τρόπο. Για μένα, είναι το άγχος που αισθάνομαι όταν περπατώ στους δρόμους της. Το αίσθημα ότι πρέπει να έχω συνεχώς μάτια στην πλάτη μου. Υπάρχει όμως και ο Εθνικός Δρυμός El Ávila, “ένας χώρος τόσο εκθαμβωτικός που με εξοργίζει. Τι ευχαρίστηση να περνάς το χρόνο σου θαυμάζοντας την αγριότητα της βλάστησης του. Πόσο ευχάριστο να χαμογελάς και να σκέφτεσαι το αξέχαστο πράσινο του. Και τότε όμως, δεν είναι αρκετό. Όχι μέσα σε τόσο πολλή απελπισία, τρεχάλα και φόβο.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.