Στα 81 της χρόνια, μια Γιαπωνέζα σχολιάζει στο Twitter σχετικά με τον τρόμο που προκαλεί ο πόλεμος

まっちゃこさんと両親と弟。1939年頃、神戸市東灘区にて。許可を得て使用。

Η Macchako, οι γονείς και ο αδερφός της στο Κόμπε το 1939. Χρήση κατόπιν αδείας.

Καθώς η Ιαπωνία πρόσφατα εξοπλίστηκε με νομοθεσία, η οποία επιτρέπει στη χώρα να πάει σε πόλεμο έπειτα από 70 χρόνια επίσημου πασιφισμού, ορισμένοι Ιάπωνες συλλογίζονται τις πικρές εμπειρίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Ιαπωνία συμμετείχε ενεργά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εισβάλλοντας στην Κίνα και διευρύνοντας τη διαμάχη έναντι συμμαχικών αμερικανικών και βρετανικών δυνάμεων στη Νοτιοανατολική Ασία. Αφότου οι κύριες πόλεις της Ιαπωνίας καταστράφηκαν μέσα σε μια θάλασσα φωτιάς και έπεσαν οι ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, ο Ιάπωνας αυτοκράτορας ανακοίνωσε το τέλος του πολέμου σε ραδιοφωνικό διάγγελμα στις 15 Αυγούστου 1945.

Σύμφωνα με την ιαπωνική κυβέρνηση, πάνω από το 80% των Ιαπώνων γεννήθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μη λαμβάνοντας υπόψιν τα άτομα που πολέμησαν στις πρώτες γραμμές του μετώπου ή βίωσαν την καταστροφή του πολέμου, υπάρχουν πολύ λίγοι Ιάπωνες ζωντανοί σήμερα που έχουν αναμνήσεις παιδικών χρόνων από τις συγκρούσεις.

Όσοι λίγοι έχουν ακόμη αναμνήσεις από τον πόλεμο νιώθουν την ανάγκη να εκφράσουν τις εμπειρίες τους και να τις μοιραστούν δημοσίως.

Η μητέρα μου, που στο Twitter είναι η χρήστης “@まっちゃこ” (Macchako), μοιράζεται την εμπειρία της για τον πόλεμο στο κοινωνικό δίκτυο. Στην 70ή επέτειο από το τέλος του πολέμου, η μητέρα μου δημοσίευσε μια σειρά σύντομων tweets.

Ο Δεκαπενταύγουστος του 1945 ήταν ζεστή μέρα!

Αυτό το tweet μονάχα συγκέντρωσε περισσότερα re-tweets κι από ορισμένες φωτογραφίες που είχε δημοσιεύσει από ένα πρόσφατο ταξίδι (οι περισσότερες επαφές της στο Twitter είναι νεαρότερος κόσμος που μοιράζεται κοινά ενδιαφέροντα περί ταξιδίων και Ιαπώνων προσωπικοτήτων διασκέδασης).

Στις 15 Αυγούστου 1945, ήμουν στην πέμπτη τάξη του σχολείου. Έπαιζα μαζί με άλλα παιδιά έξω στη γειτονιά. Όλα άλλαξαν μέσα σε μια στιγμή.

Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, ο πόλεμος άρχισε (στις 8 Δεκεμβρίου 1941) όσο ήμουν ακόμα στην πρώτη τάξη.

Ο δάσκαλός μας, Fujita-sensei, μας είχε πληροφορήσει για την είδηση αυτή με τον πιο αυστηρό τρόπο που γινόταν. Δεν αποτελούσε έκπληξη για εμάς, γιατί η Ιαπωνία είχε λάβει μέρος και παλιότερα σε πόλεμο.

Κατά τη δεκαετία του '30, η Ιαπωνία χρησιμοποιούσε ποικιλία από προσχήματα για να εισβάλει στην Κίνα, σταδιακά αυξάνοντας τις συγκρούσεις εκεί.

Καθώς αυξήθηκε η πείνα της κοινής γνώμης για μάχες, το 1940 η Ιαπωνία ενώθηκε με τις δυνάμεις του Άξονα, Γερμανία και Ιταλία. Tο γεγονός εορτάστηκε, δίνοντας σε μικρά παιδιά σημαίες των τριών συμμαχικών χωρών του Άξονα:

Όταν ήμουν στο νηπιαγωγείο, μας έβαζαν να τραγουδάμε ένα τραγούδι με τους στίχους: “Η Ιαπωνία κι η Γερμανία κι η Ιταλία θα είναι πάντοτε πολύ καλοί φίλοι”.

Ως μεγαλύτερη μαθήτρια, επέστρεψα στο νηπιαγωγείο για να βοηθήσω να φτιαχτούν σημαίες των τριών δυνάμεων του Άξονα.

Φυσικά, η ιαπωνική σημαία ήταν η πιο εύκολη να φτιαχτεί. Τότε, η Ιαπωνία δεν είχε μπει ακόμα στον πόλεμο.

Και οι τρεις δυνάμεις του Άξονα νικήθηκαν στον πόλεμο. Κι εμείς ήμαστε σύμμαχοι με τη Γερμανία του Χίτλερ! Και μόνο που το σκέφτομαι τώρα ανατριχιάζω.

Στην αρχή του πολέμου, η Ιαπωνία παρουσιάστηκε ως βοηθός των μικρών χωρών της Ασίας για να σταθούν έναντι των υπόλοιπων χωρών του κόσμου. Οι Ιάπωνες τότε υποστήριζαν ενθουσιωδώς την πολεμική προσπάθεια της Ιαπωνίας.

Η αντίσταση στον πόλεμο στην πατρίδα αποκρούστηκε βίαια. Οποιοσδήποτε στην Ιαπωνία αντιτίθετο δημοσίως στον πόλεμο φυλακιζόταν και βασανιζόταν σύμφωνα με την ιαπωνική πολεμική Νομοθεσία Διαφύλαξης της Δημόσιας Τάξης (治安維持法) και εξοστρακιζόταν δημόσια.

“Το μόνο που βλέπαμε ήταν μια θάλασσα από φωτιά”

Η Macchako γεννήθηκε στο Κόμπε της Επαρχίας Χιόγκο και βίωσε το μαζικό βομβαρδισμό της πόλης στις 5 Ιουνίου 1945. Η ταινία κινουμένων σχεδίων του Studio Ghibli Grave of the Fireflies” απεικονίζει τον βομβαρδισμό του Κόμπε και άλλων πόλεων από τις δυνάμεις των Συμμάχων κοντά στο τέλος του πολέμου το 1945.

Οι γονείς της διατηρούσαν ζαχαροπλαστείο στην Higashi Nada του Κόμπε. Μαζί με τη Macchako και τα δυο αδέρφια της, ήταν πέντε άτομα στην οικογένεια.

Ο πατέρας της Macchako είχε χρόνια ασθένεια και γι’ αυτό δεν εστάλη στο μέτωπο. Τα πολεμικά συσσίτια κατέστησαν δύσκολο το να συνεχίσει να λειτουργεί η οικογενειακή επιχείρηση. Όταν η Macchako πήγαινε στην τετάρτη το 1944 και πλησίαζε το τέλος του πολέμου, η σχολική μέρα τελείωνε νωρίτερα με τις σειρήνες των αεροπορικών επιδρομών.

Την επόμενη χρονιά, το 1945, λίγο αφού η Macchako έκλεισε τα 11 της χρόνια, ο πατέρας της έγινε επιστάτης στην οικία μιας πλούσιας οικογένειας.

Ολόκληρη η οικογένεια μετακόμισε και ένα πρωινό, μια εβδομάδα αργότερα, το Κόμπε δέχτηκε μαζική αεροπορική επιδρομή:

Στις 5 Ιουνίου 1945, όταν πήγαινα στην πέμπτη, η οικογένειά μας πήγε σε ένα καταφύγιο, αφότου ακούστηκαν οι σειρήνες για αεροπορική επιδρομή. Αχ όχι! Το σπίτι μας θα καιγόταν συθέμελα!

“Μην ανησυχείς, ο πατέρας σου κι εγώ θα σβήσουμε τη φωτιά. Εσείς παιδιά πάτε εκεί που είναι ασφαλές μέρος, στον Ναό Shonin Hill [έξω από την πόλη]”, είπε η μητέρα μου.

Με την τετράχρονη αδερφή μου κρεμασμένη στην πλάτη μου, δεν μπορούσα να κουνηθώ βήμα. Τότε, ο εξάχρονος αδερφός μου κι η αδερφή μου με τράβηξαν ως το ναό.

Το μόνο που μπορούσαμε να δούμε ήταν μια θάλασσα φωτιάς. Μικρές μπάλες φωτιές χτυπούσαν στο έδαφος σαν φλεγόμενα νομίσματα.

Αν και τα παιδιά βρήκαν καταφύγιο σε ένα νεκροταφείο στα μισά του δρόμου, τους κυνηγούσαν πυρά από πολυβόλα και δεν μπορούσαν να φτάσουν στο ναό.

Ο δρόμος προς το ναό Shonin Hill ήταν διάσημος για πολυτελή αρχοντικά πλούσιων εμπόρων. Σε απόσταση μπορούσαμε να ακούσουμε εκρήξεις βόμβων. Βρήκαμε καταφύγιο σε ένα χαντάκι και έβαλα τον αδελφό και την αδελφή μου να κλείσουν τα αυτιά τους με τους αντίχειρές τους, να καλύψουν τα μάτια τους με τα δάχτυλά τους και να ξαπλώσουν με το πρόσωπο κάτω. Υπάκουσαν σε όσα τους είπα.

Όταν κοιτάξαμε, είδαμε, σε απόσταση 30 μέτρων, ανθρώπους που είχαν βρει καταφύγιο σε ένα νεκροταφείο. Αντιγράφοντάς τους, βρήκαμε επίσης καταφύγιο στο νεκροταφείο. Ένα μέγαρο στα αριστερά μας παραδόθηκε στις φλόγες.

Στο πίσω μέρος του καταφυγίου υπήρχε ένα άγαλμα ενός μποντισάτβα. Περίπου 20 άνθρωποι είχαν στριμωχτεί στο καταφύγιο και υπήρχε ένα κορίτσι ακόμα μικρότερο από εμένα που κρατούσε ένα μωρό. Μια τρελή γυναίκα άρχισε να ψάλλει μια προσευχή με μια τρομακτική στριγγιά.

Ξαφνικά η γυναίκα μου φώναξε: “Γιατί δεν βοηθάς και δε φροντίζεις το μωρό εδώ;”

Απάντησα αδύναμα: “Επειδή δεν είναι οικογένειά μας”.

Μόλις σταμάτησε ο βομβαρδισμός, τα παιδιά μπόρεσαν να επανενωθούν με τη μητέρα τους, που τα έψαχνε.

Μόλις ο βομβαρδισμός φάνηκε να έχει σταματήσει και βγήκαμε έξω, το προσωπικό από το ναό έδωσε στον καθένα ένα κομμάτι τεμπούρα στην κύρια αίθουσα. Ενώ έλαβα ένα κομμάτι από χτυπημένη ρίζα λωτού, το έδωσα χωρίς σκέψη στο νεαρό κορίτσι.

Μετά από αυτό είχα πάντα την κακή συνήθεια να προσποιούμαι ότι φαινόμουν πιο κουλ από ό, τι πραγματικά ήμουν, lol.

Η μητέρα μου, που είχε σκεφτεί ότι είχαμε φύγει στους λόφους, μας βρήκε τελικά στο νεκροταφείο και έκλαιγε καθώς μας συνάντησε.

Μία βροχή όλο στάχτη άρχισε να πέφτει κι έκανε τα μούτρα μας κατάμαυρα.

Επέστρεψαν στην πόλη και βρήκαν το σπίτι, στο οποίο ζούσαν, καθώς και το οικογενειακό κατάστημα, να έχουν καεί ολοσχερώς.

Μόλις είχαν περάσει τα εχθρικά αεροπλάνα, επέστρεψα στο σπίτι μας, που είχε γκρεμιστεί συθέμελα. Μικρές φλόγες εξακολουθούσαν να ξεπετάγονται και να καίνε.

Ο πατέρας μας είχε επιστρέψει για να φέρει ό,τι μπορούσε από το σπίτι, αλλά το μόνο που μπόρεσε να διασώσει ήταν δύο φωτογραφικά άλμπουμ και ένα βαρέλι ρύζι. Περίμενε πολύ καιρό πριν να προσπαθήσει να το ανοίξει, αλλά μόλις το έκανε, το βαρέλι έβγαλε ένα σύννεφο στάχτης.

Ξέσπασα σε κλάματα, γιατί ένιωσα οίκτο για τον πατέρα μου. Ή μήπως έκλαιγα, επειδή δεν είχα τίποτα να φάω;

“Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα πτώμα”

Οι φίλοι στο Twitter της Macchako είπαν ότι τα tweets της τους έκαναν να κλαίνε. Ωστόσο, οι επακόλουθες αναμνήσεις της ανέδειξαν ακόμα μεγαλύτερο τραύμα.

Την επομένη της αεροπορικής επιδρομής οι γονείς της Macchako πήγαν να δουν μια γειτόνισσα. Δεν μπορούσαν να βρουν κανένα ίχνος αυτού του προσώπου, η οποία ήταν τόσο κοντά τους, που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και μέλος της οικογένειας.

Ήταν μια γυναίκα χωρίς άλλη οικογένεια που ζούσε σε ένα χώρο στο οικογενειακό ζαχαροπλαστείο και είχε φροντίσει την Macchako και τον αδελφό της και την αδερφή της.

Υπήρξαν μάρτυρες που είπαν ότι είχε εγκαταλείψει το καταφύγιο κατά τη διάρκεια της επιδρομής. “Θα μπορούσε;” αναρωτήθηκε ο πατέρας μου, καθώς έσκαβε στα καμένα ερείπια του ζαχαροπλαστείου μας με μια σκαπάνη …

“Θα μπορούσε να βρίσκεται εδώ;” Εμφανίστηκε ένα οστό. Το σώμα της ήταν μια καμένη μάζα καφέ δέρματος. Ήμουν 11 ετών και ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα πτώμα που έμοιαζε σαν αυτό.

Ενώ δεν ήταν φυσιολογικό τότε να εκφράζονται ανοιχτά σκέψεις, τα θύματα των βομβαρδισμών ήταν επίσης θύματα του αυτοκρατορικού καθεστώτος της Ιαπωνίας.

Ενώ οι γονείς μου είχαν αναλάβει τη φροντίδα της, εκείνη δεν είχε οικογένεια ή συγγενείς. Κάθε μέρα ζούσε μόνο 330 γραμμάρια ρύζι και γκρίνιαζε όταν η μερίδα μειώθηκε στα 300 γραμμάρια.

Είχε κάνει καλή δουλειά, φροντίζοντας τον αδελφό και την αδερφή μου. Είχε επίσης χρησιμοποιήσει ένα απόκομμα εφημερίδας που έδειχνε τον αυτοκράτορα πάνω σε ένα άλογο ως δοχείο νυκτός για τη μικρότερη αδελφή μου.

“Αν με πιάσουν που το έκανα αυτό θα με συλλάβουν για lese majeste”, είχε πει.

Την εποχή εκείνη οι φωτογραφίες του αυτοκράτορα λατρεύονταν ως θρησκευτικά αντικείμενα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο θάνατος για τον αυτοκράτορα θεωρούνταν ως η ανώτατη υπηρεσία που θα μπορούσε να προσφέρει κανείς στη χώρα του. Ακόμη και όταν ήταν προφανές ότι η Ιαπωνία έχανε, η καταστροφή συνεχίστηκε με το σύνθημα “100 εκατομμύρια θρυμματισμένα κοσμήματα” (一 億 玉 砕, ichioku gyokusai, ο πληθυσμός της Ιαπωνίας τότε ήταν περίπου 100 εκατομμύρια άνθρωποι).

“Προετοιμάσου. Οι άνεμοι της αλλαγής φυσούν κατά πάνω μας”

Αφού χειραγωγήθηκαν από μια κυβέρνηση πολέμου και ΜΜΕ που δόξαζαν τη σύγκρουση, πολλοί Ιάπωνες αποφάσισαν να μην επιτρέψουν ποτέ στα παιδιά τους να ζήσουν για δεύτερη φορά τον πόλεμο.

Κατά τη διάρκεια της επταετούς αμερικανικής κατοχής, θεσπίστηκε το μεταπολεμικό σύνταγμα της Ιαπωνίας, που αποκήρυσσε τον πόλεμο. Πολλοί Ιάπωνες ήταν υπερήφανοι και ευχαριστημένοι που η χώρα τους είχε αναπτύξει μια παγκόσμια φήμη ως ειρηνική χώρα.

Τον Αύγουστο του 2015, όμως, οι προσπάθειες της κυβέρνησης Άμπε να περάσει ένα νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο θα επέτρεπε στην Ιαπωνία να πάει ξανά σε πόλεμο κυριάρχησε ξανά στην κάλυψη των ΜΜΕ της χώρας για την 70ή επέτειο από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Αφότου η οικογένεια της Macchako έχασε το σπίτι της σε αυτή τη σύγκρουση, έμειναν με συγγενείς για αρκετές ημέρες. Μετά από αυτό, μετακόμισαν σε ένα σπίτι γνωστού στα βουνά της αγροτικής και απομακρυσμένης περιφέρειας Shimane, όπου έζησαν ως εκτοπισμένοι μέχρι το τέλος του πολέμου.

Ενώ η οικογένεια γνώρισε κάποιες δυσκολίες όντας αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο στο αγροτικό Shimane, τo διαφορετικό στην εμπειρία τους ως εκτοπισμένοι σε σύγκριση με τα παιδιά στην προαναφερθείσα ταινία κινουμένων σχεδίων “Grave of the Fireflies” ήταν ότι δεν λιμοκτονούσαν.

Η Macchako απέφυγε αυτή τη μοίρα παρά τρίχα και έζησε τα επόμενα 70 χρόνια υμνώντας μια ειρηνική Ιαπωνία.

Στην πραγματικότητα, μεγάλωσα ακούγοντας τις ιστορίες της μητέρας μου για την αεροπορική επιδρομή.

“Ακόμα κι αν γεράσω και ξεμωραθώ και δεν μπορώ να αναγνωρίσω το πρόσωπό σου, θα συνεχίσω να λέω την ιστορία των αεροπορικών επιδρομών”, λέει. “Προετοιμάσου. Οι άνεμοι της αλλαγής φυσούν κατά πάνω μας και ο αλλοτινός κόσμος δεν είναι και τόσο μακριά μας τώρα. Δεν πρέπει ποτέ να αφήσουμε να ξανασυμβεί πόλεμος”.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.