- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Το να πηγαίνεις πανεπιστήμιο στην Παραγουάη μπορεί να είναι ένας αγώνας ζωής και θανάτου (Μέρος A’)

Κατηγορίες: Λατινική Αμερική, Παραγουάη, Εκπαίδευση, Ιστορία, Μέσα των πολιτών
[1]

Ο Christian Quiñónez και ο Éver Pereira πηγαίνουν στο ιδιωτικό πανεπιστήμιο του Vallemi από Δευτέρα έως Παρασκευή. Για να πάνε εκεί, πρέπει να διασχίσουν ένα ποτάμι σε μια μικρή βάρκα. Φωτογραφία του Nicolás Sáenz από την ιστοσελίδα Kurtural με άδεια.

Αυτό το άρθρο, που δημοσιεύθηκε σε δύο μέρη, είναι το τελευταίο της σειράς “Αγελάδες που πετάνε, σχολεία που καταρρέουν” [2] της Patricia Benítez και δημοσιεύθηκε αρχικά στο Kurtural [3].

Από Δευτέρα έως Παρασκευή, από τις επτά η ώρα το πρωί μέχρι τη μία το απόγευμα, ο Christian Quiñónez εργάζεται ως γραμματέας στο δικαστήριο του Puerto Casado [4], μιας πόλης που εμφανίζεται στους Χάρτες Google ως La Victoria και το όνομά της προέρχεται από τον Carlos Casado del Alisal, έναν Ισπανό που το 1889 έγινε ιδιοκτήτης πέντε εκατομμυρίων εκταρίων δημόσιας γης: λίγο περισσότερο από τις περιοχές της Κόστα Ρίκα, της Σλοβακίας, της Ελβετίας ή του Βελγίου.

Σε αυτά τα εδάφη κοντά στα σύνορα με τη Βραζιλία, ο Casado δημιούργησε την πρώτη αμερικανική εταιρεία εξαγωγής τανίνης. Την εποχή εκείνη, η τανίνη ήταν μια πολυπόθητη ουσία λόγω του ρόλου της στη διαδικασία παραγωγής δερμάτων. Η πηγή αυτού του πολύτιμου φυσικού στυπτικού βρέθηκε στο φλοιό του quebracho, ενός δέντρου της Νότιας Αμερικής, που κάλυπτε σημαντικό τμήμα της επικράτειας, που απέκτησε ο Carlos Casado. Μια επικράτεια που απέκτησε τόσο με τους Παραγουανούς όσο και με τους αυτόχθονες λαούς, που ζούσαν εκεί.

Η εκμετάλλευση του ξύλου του δέντρου quebracho συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη του Puerto Casado στις αρχές του 20ού αιώνα. Η ηλεκτρική ενέργεια έφτασε εκεί ακόμη και πριν από την πρωτεύουσα χάρη σε ένα σύστημα αυτοτροφοδότησης. Το πριονίδι από το quebracho τροφοδοτούσε τη φωτιά, που έφερνε το νερό σε βρασμό και παρείχε την απαραίτητη ενέργεια για τη λειτουργία του εργοστασίου. Η πλεονάζουσα ενέργεια ανακατανεμόταν στις κατοικίες στελεχών, αλλοδαπών από την Αργεντινή, τη Γερμανία, την Ουγγαρία και άλλες χώρες.

Όλο το χωριό, ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος του, εργαζόταν στο εργοστάσιο. Τα νεαρά στελέχη ήταν από την Παραγουάη και χωρίς να έχουν διευθυντικές θέσεις πραγματοποιούσαν διοικητικά και λογιστικά καθήκοντα. Οι κατώτερες κατηγορίες περιλάμβαναν τους εργάτες και το γηγενές εργατικό δυναμικό, οι οποίοι προέρχονταν από διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, άλλες περιοχές του Chaco που ανατέθηκαν στο Casado. Έτσι το παρουσιάζει η Valentina Bonifacio [5], Ιταλίδα ανθρωπολόγος, μετά από ιστορική έρευνα αρκετών ετών.

Σήμερα ο πληθυσμός του Puerto Casao έχει μόλις επτά χιλιάδες κατοίκους, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι απόγονοι των εργαζομένων του παλιού εργοστασίου. Ανάμεσά τους είναι ο Christian Quiñónez, ο οποίος, όταν χτυπάει το ρολόι στις 3 μ.μ., προετοιμάζεται να αφήσει το σπίτι του με τους λευκούς τοίχους και την μεγάλη αυλή του. Το σπίτι διατηρείται χάρη σε μια ογκώδη δομή από κίονες και κορμούς δέντρων, των οποίων το ξύλο ήταν τόσο σκληρό ώστε αντιστάθηκε στα τσεκούρια, απ’ όπου και το όνομά του: quebracho [ανθεκτικό].

Έζησε κάτω από την ίδια στέγη με την οικογένειά του χάρη στον πατέρα του και την άφθονη κληρονομιά των μεγάλων ιδιοκτητών αγροκτημάτων. Όμως, αντίθετα με τον πατέρα του, τον πρώην σιδηρουργό του παλιού εργοστασίου, ο Christian δε μεγάλωσε γνωρίζοντας την τανίνη ούτε ποτέ παρακολούθησε τα τρένα να τρέχουν στη σιδηροδρομική γραμμή που χτίστηκε από την εταιρεία το 1927 μεταφέροντας τα στρογγυλά δέντρα στο εργοστάσιο.

Η μετάβαση στο πανεπιστήμιο

Σήμερα, δεν υπάρχει πια δημόσιο ή ιδιωτικό πανεπιστήμιο στο Puerto Casado. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο ο Christian Quiñónez, δικαστικός υπάλληλος από τη Λα Παζ και τριτοετής φοιτητής νομικής, ελπίζει να πάρει το πανεπιστημιακό δίπλωμα του πέρα από τον ποταμό, στο Vallemi, στο δημοτικό διαμέρισμα Concepción. Μέχρι τώρα, το διέσχιζε από Δευτέρα έως Πέμπτη με τον παλιό φίλο του Ever Pereira, με τον οποίο ήταν ήδη στην ίδια τάξη στο λύκειο. Και οι δύο παρακολουθούν το παράρτημα στο Vallemi του Πανεπιστημίου María Serrana, ιδιωτικού ιδρύματος, το οποίο ιδρύθηκε το 2009 και του οποίου τα πτυχία δεν έχουν ακόμη πιστοποιηθεί από την Εθνική Υπηρεσία Αξιολόγησης και Διαπίστευσης της Ανώτατης Εκπαίδευσης (Aneaes [6]).

Εάν είχε τη δυνατότητα να επιλέξει, ο Quiñónez μάλλον θα είχε πάει σε δημόσιο πανεπιστήμιο. “Το όνειρο εκείνων που θέλουν να κάνουν μια καριέρα είναι να πάνε στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Ασουνσιόν”, λέει. Αλλά από την εμπειρία του, το να θέλεις δε σημαίνει ότι μπορείς. Το πλησιέστερο δημόσιο πανεπιστήμιο είναι αυτό της Ασουνσιόν, αλλά βρίσκεται στα βόρεια της πόλης, περίπου 200 χιλιόμετρα από το χωριό του.

Η προσφορά της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Παραγουάη είναι περιορισμένη. Η χώρα έχει επτά δημόσια πανεπιστήμια με κάποιες σχολές κατανεμημένες σε άλλες πόλεις – ενώ υπάρχουν σαράντα επτά ιδιωτικά με πολλούς κλάδους σε όλη τη χώρα. Γενικά, η πλειοψηφία του πληθυσμού δεν μπορεί να σπουδάσει σε δημόσια πανεπιστήμια για διάφορους λόγους [7]. Το κόστος της εγγραφής είναι υψηλό, τα προγράμματα ορισμένων μαθημάτων είναι δεσμευτικά και δεν επιτρέπουν την παράλληλη εργασία, μία υποχρέωση για όσους δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν τις σπουδές τους.

[1]

Η μετακίνηση με το δικό του σκάφος κοστίζει στον Christian Quiñónez 1 δολάριο. Διαφορετικά, θα μπορούσε να πάρει τη σχεδία μιας ιδιωτικής εταιρείας που θα του κόστιζε 15 φορές περισσότερο από τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην Ασουνσιόν. Φωτογραφία του Nicolás Sáenz από το Kurtural με άδεια.

Τα προβλήματα εμφανίστηκαν μία λαμπερή μέρα χωρίς σύννεφα ή άνεμο. Το ταξίδι στο Vallemi διαρκεί τουλάχιστον μιάμιση ώρα. Παρά το ευνοϊκό κλίμα, η απεραντοσύνη του ποταμού Παραγουάη στη συμβολή του με τον ποταμό Άπα δεν κάνει το ταξίδι κρουαζιέρα απόλαυσης. Ο εκκωφαντικός ήχος του κινητήρα του σκάφους βύθιζε τους ταξιδιώτες στη μοναξιά τους, καθώς σκέφτονταν το φυσικό περιβάλλον – τόσο συναρπαστικό για όσους το βλέπουν για πρώτη φορά, αλλά κουραστικό, όταν είναι ρουτίνα. “Καθόμαστε και έχουμε tovasy (σοβαρά πρόσωπα), jagua canóaisha (όπως τα σκυλιά σε ένα κανό), προχωράμε προς στο Vallemi,” αστειεύεται ο Christian στη γλώσσα γκουαρανί.

Ο Éver Pereira, φοιτητής λογιστικής, πάντα αγαπούσε τα μαθηματικά. Είναι επίσης πατέρας δύο μικρών παιδιών, τα οποία συντηρεί μέσω της εξαντλητικής δουλειάς του στη μέση του δάσους, όπου κόβει δέντρα για να μετατραπούν σε χαρτί. Σε αυτό το υπαίθριο γραφείο, το οποίο απολάμβανε πολύ, αποφάσισε μια μέρα του 2015 να συνεχίσει τις σπουδές του.

Το ναυάγιο

Έως τις 8 Ιουνίου 2016, ο Christian Quiñónez και ο Éver Pereira δεν είχαν ποτέ ναυαγήσει. Την ημέρα εκείνη ο άνεμος δε φυσούσε ούτε βόρεια ούτε νότια, αλλά έκανε πολύ κρύο. Όπως έκαναν συνήθως από τον Μάρτιο, ο Quiñónez, ο Pereira και ο 19χρονος αδελφός του, ο Luis, ο οποίος επίσης σπούδαζε μαζί τους, διέσχισαν το ποτάμι προς το πανεπιστήμιο. Αυτή τη φορά συνοδεύονταν από τον Ramón Paredes και τον γιο του, Blásido, γείτονες που χρειάζονταν να περάσουν στο Vallemí για να αγοράσουν ανταλλακτικά μοτοσικλετών. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο μηχανικός Paredes είχε ταξιδέψει μαζί τους. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι επρόκειτο να συμβεί.

Σε αυτό το κρύο απόγευμα του τέλους του φθινοπώρου, η κίνηση πήγε ομαλά. Αντιθέτως, η επιστροφή, ίσως λόγω του πρόσθετου βάρους των ανταλλακτικών, ήταν τρομερή. Είκοσι λεπτά μετά την επιβίβαση, το πλήρωμα πανικοβλήθηκε. Ήταν περίπου δέκα το βράδυ, όταν το μικρό πλοίο άρχισε να βυθίζεται σε απόσταση 6 χλμ. από το λιμάνι του Vallemi. Με ένα μόνο φακό, τα πέντε μέλη του πληρώματος προσπάθησαν να αδειάσουν χωρίς επιτυχία το σκάφος, που δεν σταματούσε να πλημμυρίζει. Ούτε και η απόπειρα πρόσδεσης, που προτάθηκε από κάποιον, που ο Christian δεν θυμάται πλέον, μια από τις φωνές που φώναζαν απελπισμένα, δεν δούλεψε. Λόγω του εντελώς βυθισμένου κινητήρα, η μόνη διέξοδος ήταν να πηδήξουν μέσα στο σκοτάδι. Κανένας από αυτούς δεν είχε σωσίβιο.

“Πήδηξα χωρίς να βλέπω τίποτα. Προσπάθησα να κολυμπήσω, κρεμόμουν σε ένα camalote (ΣτΜ: μεγάλο φυτό του νερού που επιπλέει) και άρχισα να αναδύομαι”, θυμάται ο Quiñónez λυπημένα. Δεν είχε φτάσει ακόμη στην ηπειρωτική περιοχή του Vallemi ή του Puerto Casado. Ήταν σε ένα μικρό νησί μεταξύ των δύο. Οι αδελφοί Pereira, γιοι ψαράδων και άριστοι κολυμβητές, τα κατάφεραν επίσης. Αλλά δεν υπήρχε κανένα σημάδι των Ramón και Blásido Paredes.

Ο Quiñónez και οι αδελφοί Pereira τους φώναξαν για λίγα λεπτά, αλλά κανείς δεν απάντησε. Βρεγμένοι και στα όρια της υποθερμίας, επέστρεψαν στο νησί αναζητώντας βοήθεια και μόνο τότε συναντήθηκαν με μια ομάδα ψαράδων, που ήρθαν για να τους βοηθήσουν να βρουν τους φίλους τους. Το άψυχο σώμα του Blásido Paredes βρέθηκε λίγες ώρες αργότερα. Αυτό του πατέρα του εμφανίστηκε τρεις ημέρες αργότερα, μετά την έρευνα που διεξήγαγε ο στρατός.

“Ξέραμε ότι θα μπορούσε να συμβεί, αλλά όχι ότι θα μπορούσε να είναι τόσο σοβαρό. Παρά τον κίνδυνο αυτό, εμείς επιβιβαζόμαστε καθημερινά. Το να είναι κανείς μέσα στο νερό είναι ήδη επικίνδυνο, αλλά και η ίδια η ζωή είναι, το νερό είναι ακόμα περισσότερο, αυτό είναι όλο”, λέει ο Quiñónez σκεπτόμενος το ατύχημα που κόστισε τους δύο φίλους του. Αλλά δεν ήταν η πρώτη φορά που οι σπουδές οδήγησαν σε μια τραγωδία.

Το δεύτερο μέρος αυτής της έρευνας [8] θα εξετάσει προσεκτικότερα τις δυσκολίες που συναντούν και τους κινδύνους που διατρέχουν ο Quiñónez και άλλοι υποψήφιοι που παρακολουθούν σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.