- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Το συριακό καθεστώς διεξάγει πόλεμο εγγράφων για τους Σύριους

Κατηγορίες: Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Συρία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διεθνείς Σχέσεις, Μέσα των πολιτών, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Πολιτική

Πρεσβεία της Συρίας στην Πράγα, 12 Απριλίου 2008, Μπούμενετς, Τσεχία. Πηγή: Krokodyl/Wikipedia.

Αυτό το κείμενο γράφτηκε αρχικά για το SyriaUntold [1] σε συνεργασία με το Open Democracy. Αναδημοσιεύεται εδώ ως μέρος συμφωνίας συνεργασίας.

Μία από τις παλαιότερες εκδηλώσεις διαφθοράς της συριακής κυβέρνησης ήταν πάντα ο αποκλεισμός και ο χειρισμός επίσημων εγγράφων. Οι πολιτικοί αντιφρονούντες συχνά στερούνται των πολιτικών τους δικαιωμάτων, επαγγελματικών αδειών και προσωπικής ιδιοκτησίας [2]. Μέχρι σήμερα, οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να δωροδοκούν δημόσιους υπαλλήλους, ειδάλλως να διακινδυνεύουν την αιώνια καθυστέρηση των χαρτιών τους.

Η Rula εργαζόταν στο τμήμα μάρκετινγκ μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες λιανικής πώλησης ειδών ένδυσης στη Συρία, όταν ο Μπασάρ Αλ Άσαντ ανέλαβε για πρώτη φορά την εξουσία το 2000. “Η θέση αυτή μου εξέθεσε την έκταση της διαφθοράς και της απάτης που ελέγχει τη χώρα. Για παράδειγμα, εάν μια εταιρεία πλήρωνε, ας πούμε, 500.000 συριακές λίρες [περίπου 10.000 δολάρια ΗΠΑ την εποχή εκείνη] ετησίως σε φόρους, θα πλήρωνε 5 εκατομμύρια για δωροδοκίες, που θα κατέληγαν στις τσέπες των κρατικών υπαλλήλων. Αυτή είναι η αναλογία. Και μπορείς να κάνεις ό,τι θες. Οτιδήποτε, αρκεί να πληρώνεις”, δήλωσε η Rula στο SyriaUntold από το Ντουμπάι, όπου ζει σήμερα.

Τα τελευταία χρόνια, καθώς η πολιτική καταπίεση έχει φτάσει σε νέα ύψη, συμπεριλαμβανομένων των εγκλημάτων πολέμου [3] και της διάδοσης απαγορευμένων όπλων [4], η διαφθορά έχει επίσης αυξηθεί και χρησιμοποιείται ως εργαλείο πολέμου ενάντια στην αντιπολίτευση και μια τεράστια πηγή εισοδήματος που παράγεται από τον πόλεμο εις βάρος του πληθυσμού εν γένει.

Ζωή και Θάνατος

Μετά την έναρξη της εξέγερσης το 2011, το καθεστώς άρχισε να χρησιμοποιεί τακτικές για να εκβιάζει ανθρώπους. Πρώτον, για πολιτικούς λόγους, έπειτα και για οικονομικούς εκβιασμούς. Καθώς το καθεστώς άνοιξε πυρ εναντίον διαδηλώσεων, σκότωνε κρατούμενους υπό βασανιστήρια ή βομβάρδιζε γειτονιές αμάχων, οι οικογένειες που έπεσαν θύματα αντιμετώπιζαν μια διπλή τραγωδία: εκτός από το πένθος για τους αγαπημένους τους, το καθεστώς θα παρακρατούσε πληροφορίες για τη μοίρα των συλληφθέντων, οι οποίοι πιθανόν είχαν δολοφονηθεί όσο ήταν σε κράτηση ή σε νοσοκομεία του. Θα εμπόδιζε αυτές τις οικογένειες να λάβουν κάποια βεβαιότητα για το θάνατό τους.

Ωστόσο, ακόμη και όταν οι δυνάμεις ασφαλείας αποφάσιζαν να ενημερώσουν τις οικογένειες για το θάνατο μέλους τους, συχνά κρατούσαν τα πτώματα και τα επίσημα έγγραφα που ανήκαν στα θύματα, μέχρις ότου οι οικογένειες υπέγραφαν δηλώσεις [5] που κατηγορούσαν «ένοπλες τρομοκρατικές συμμορίες» για τη δολοφονία των συγγενών τους. Αυτό συνέβαινε ήδη από το 2011, δύο χρόνια πριν σχηματιστεί η μαχητική ομάδα Ισλαμικό κράτος (IS). Καθώς αυξανόταν η κλίμακα των δολοφονιών, οι δωροδοκίες έγιναν διαδικασία ρουτίνας σε αντάλλαγμα για τέτοιες τεκμηριωμένες αποδείξεις, δημιουργώντας μια ανθηρή παράλληλη βιομηχανία για τους αξιωματούχους ασφαλείας που επέβλεπαν τους συστηματικούς φόνους.

Ωστόσο, καθώς αυτό συνέβαινε εξωδικαστικά, στα μπουντρούμια ασφαλείας με τους απλούς πολίτες διαμεσολαβητές που χειρίζονταν τις δωροδοκίες και συμφωνούσαν προφορικά για τα πάντα, υπήρξαν επίσης πολλές περιπτώσεις όπου τα παρασχεθέντα έγγραφα παραποιήθηκαν.

Η πιο γνωστή από αυτές τις περιπτώσεις ήταν αυτή της Zainab al-Hosni [6], μιας νεαρής γυναίκας από τη Χομς. Στα τέλη Ιουλίου του 2011, η Zainab εξαφανίστηκε και η οικογένειά της πίστευε ότι είχε συλληφθεί από τις δυνάμεις ασφαλείας. Δύο μήνες αργότερα, η οικογένεια έλαβε ένα ακρωτηριασμένο πτώμα από κρατικό νεκροτομείο και τους είπαν ότι ήταν η κόρη τους, αλλά τους επιτράπηκε να την πάρουν, μόνο αφού υπέγραψαν τη συνηθισμένη κατηγορία περί «ένοπλων συμμοριών». Η οικογένεια ήταν εξοργισμένη. Η αντιπολίτευση και τα διεθνή ΜΜΕ γρήγορα διέδοσαν τα νέα [7] ως ακόμα πιο απτή απόδειξη των εγκλημάτων του καθεστώτος.

Λίγες μέρες αργότερα, προβλήθηκε ένα βίντεο [8] στην κρατική τηλεόραση της Συρίας, που μετέδιδε μια συνέντευξη με τη νεαρή γυναίκα, δηλώνοντας ότι ήταν ζωντανή και σε καλή κατάσταση, για να δυσφημίσει τα ΜΜΕ της αντιπολίτευσης, παρά τα τεκμήρια που έδωσαν στην οικογένειά της. Η ταυτότητα του ακρωτηριασμένου πτώματος παραμένει άγνωστη [9] μέχρι σήμερα.

Η παραποίηση εγγράφων έχει επίσης πολλές νομικές συνέπειες, που εμποδίζουν τις οικογένειες να συνεχίσουν τη ζωή τους. Οι “χήρες”, για παράδειγμα, δεν γνωρίζουν αν είναι ακόμα παντρεμένες ή όχι μέχρι και πολλά χρόνια μετά τη σύλληψη των συζύγων τους. Δεν μπορούν νόμιμα να πάρουν διαζύγιο [10] ή να ξαναπαντρευτούν μέχρι τα δικαστήρια να αναγνωρίσουν [11] ότι οι σύζυγοι τους αγνοούνται [12] και αυτή η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει έως και τέσσερα χρόνια. Η λήψη αυτής της επίσημης αναγνώρισης εξαρτάται συχνά από την ικανότητα των γυναικών να εκπληρώνουν τα αιτήματα διεφθαρμένων δικαστών.

Επίσης, σύμφωνα με τους νόμους της Συρίας [13], μια μητέρα δεν μπορεί να εκδίδει επίσημα έγγραφα, όπως διαβατήρια, για τα παιδιά της, ακόμη και αν έχει την νόμιμη επιμέλεια ή είναι ακόμα παντρεμένη με τον πατέρα τους. Ελλείψει του πατέρα τους, ένα αρσενικό μέλος της οικογένειας του πατέρα μπορεί να είναι σε θέση να εκδίδει τέτοια έγγραφα, εάν υπάρχει επαρκής λόγος για την απουσία του πατέρα. Ο λόγος κρίνεται ως επαρκής από κυβερνητικούς υπαλλήλους, των οποίων η ευελιξία υπόκειται επίσης σε δωροδοκία.

Η 57χρονη Ghada έχασε τον γιο της σε βομβαρδισμό από το καθεστώς κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Χομς (2012-14). Ήταν ήδη επικηρυγμένος από το καθεστώς λόγω του ακτιβισμού του. Κατά συνέπεια, η οικογένειά του δεν ήταν σε θέση να θάψει το σώμα του στο οικογενειακό νεκροταφείο.

Αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο πρόβλημα. “Έχω μόνο ένα άλλο γιο, ο οποίος θα έπρεπε να τελέσει στρατιωτική θητεία, αν δεν μπορούσαμε να εκδώσουμε πιστοποιητικό θανάτου για τον αποθανόντα αδερφό του”, εξήγησε. Σύμφωνα με το συριακό νόμο στρατολόγησης, οι μοναχογιοί απαλλάσσονται [14] από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία.

“Χρειάστηκαν μήνες και μήνες εργασίας, έως ότου επιτέλους καταφέρουμε να εκδώσουμε πιστοποιητικό θανάτου γι ‘αυτόν”, μια κίνηση που της κόστισε αρκετές εκατοντάδες δολάρια το 2013. Σήμερα, το κόστος φθάνει συχνά τις χιλιάδες, ανάλογα με την αναγκαιότητα του εγγράφου και την οικονομική δυνατότητα του εκβιασμένου πολίτη.

Εκπαίδευση

Ακόμη και μαθητές σχολείου χρησιμοποιούνται ως διαπραγματευτικά πιόνια σε αυτόν τον πόλεμο για επίσημα έγγραφα.

Παρόλο που το καθεστώς συνέχισε [15] να καταβάλλει μισθούς εκπαιδευτικών σε δημόσια σχολεία στην επικράτεια υπό την κυριαρχία της αντιπολίτευσης, συχνά έχει αρνηθεί να αναγνωρίσει τη νομιμότητα των εθνικών εξετάσεων. Αυτό ήταν ιδιαίτερα επιζήμιο για σπουδαστές της 9ης και 12ης τάξης [κατώτερης και ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης], που συμμετείχαν σε εθνικές εξετάσεις για να λάβουν επίσημο απολυτήριο, που τους επιτρέπει να συνεχίσουν τις σπουδές τους.

Το καθεστώς διέδωσε ότι δεν ήταν σε θέση να επαληθεύσουν ότι πράγματι ακολουθήθηκαν οι κατάλληλες διαδικασίες για την αποτροπή αντιγραφών και απάτης σε περιοχές που ελέγχονταν από την αντιπολίτευση. Συγκεκριμένα, οι πρακτικές αυτές ακμάζουν ακόμη και σε καθεστωτικές περιοχές, παράλληλα με μια άνευ προηγουμένου ζήτηση για πλαστά ακαδημαϊκά πτυχία [16], γεγονός που ώθησε πολλές χώρες να απορρίψουν ακαδημαϊκά έγγραφα που εκδόθηκαν στη Συρία μετά το 2011.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ως αποτέλεσμα επιτυχημένων διαπραγματεύσεων με τις ομάδες ελέγχουν κάθε περιοχή, οι εξετάσεις έγιναν αποδεκτές ή οι μαθητές είχαν τη δυνατότητα να εγκαταλείψουν τις πολιορκημένες γειτονιές τους για να παρευρεθούν στις εξετάσεις. Σε άλλες περιπτώσεις όμως [17], οι μαθητές και οι δάσκαλοί τους έπρεπε να υπομείνουν απειλές και πρόσθετο κόστος για να φτάσουν σε καθεστωτικά εδάφη.

Ο 32χρονος Mohammad, καθηγητής της 9ης τάξης στην πολιορκούμενη ανατολική Γούτα, μίλησε για το επώδυνο ταξίδι, στο οποίο συνόδευσε τους μαθητές του στις αρχές του καλοκαιριού του 2015. «Χρειάστηκαμε 27 ώρες για να διασχίσουμε τα ατελείωτα σημεία ελέγχου περνώντας μέσα από την πολιορκία στη Δαμασκό. Αυτή η διαδρομή μας έπαιρνε 20 λεπτά παλαιότερα”.

Το ταξίδι ήταν ακόμη πιο επικίνδυνο για τον ίδιο τον Mohammad, ο οποίος είχε χάσει δύο αδέλφια τα τελευταία τέσσερα χρόνια, και έχει γίνει ένα ανεπίσημο μοναχοπαίδι για τους ηλικιωμένους γονείς του. Η πιθανότητα να τον πάρουν για να μπει στο στρατό είναι πάντα παρούσα.

Εκεί όπου ο Mohammad ήταν τυχερός, δεν ήταν η 50χρονη Umm Ghyath. Ως διοικητική υπάλληλος δημόσιου λυκείου από το αγροτικό Χαλέπι, που ελεγχόταν από την αντιπολίτευση, είχε συνοδεύσει κορίτσια της 9ης τάξης στην πόλη του Χαλεπιού για να λάβουν μέρος στις εξετάσεις, αλλά της έκαναν σωματικό έλεγχο σε ένα σημείο ελέγχου στο δρόμο της επιστροφής. Ένα μεγάλο ποσό μετρητών βρέθηκε πάνω της.

“Εξήγησα ότι αυτοί ήταν οι μισθοί συνταξιοδότησης των συναδέλφων καθηγητών, που δεν μπορούσαν να κάνουν ένα επικίνδυνο ταξίδι μέχρι το Χαλέπι για να τους πάρουν. Τους έδειξα τις νομικές εξουσιοδοτήσεις που είχα από αυτούς να χρησιμοποιήσω τις χρεωστικές τους κάρτες, αλλά δήλωσαν ότι αυτοί οι συνταξιούχοι υπάλληλοι ήταν καταζητούμενοι ως μέλη του Ελεύθερου Συριακού Στρατού [FSA] και κατάσχεσαν τα χρήματα και με συνέλαβαν”.

“Τους είπα: Πώς μπορώ να ξέρω αν είναι καταζητούμενοι ή όχι; Γιατί εξακολουθούν να πληρώνονται οι μισθοί τους εάν είναι μέλη του ΕΣΣ; Είναι όλοι τους συνταξιούχοι ηλικιωμένοι”. Έμεινε σε απομόνωση σε ένα γραφείο ασφαλείας για τρεις εβδομάδες και απλά την άφησαν μετά ελεύθερη χωρίς να της απαγγελθούν κατηγορίες. Δεν πήρε ποτέ τα χρήματα πίσω.

Στα πανεπιστήμια, η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Η Ramia Shami αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Συρία, αφού πέρασε τις τελικές εξετάσεις της, αλλά προτού εκδοθεί η βεβαίωση αποφοίτησης. Έδωσε στη μητέρα της νόμιμη εξουσιοδότηση να παρακολουθήσει τη διαδικασία για λογαριασμό της και εγκατέλειψε τη χώρα μια για πάντα. Μετά από απόπειρες εννέα μηνών, τελικά παράτησαν την προσπάθεια απόκτησης του πιστοποιητικού.

“Δεν μπορούσα να της ζητήσω να συνεχίσει να παίζει αυτό το άσκοπο, κουραστικό παιχνίδι μαζί τους”, δήλωσε η Ramia. Εξήγησε ότι ζητήθηκε από τη μητέρα της να παρουσιάσει το απολυτήριο λυκείου της, προκειμένου να εκδοθεί το πτυχίο της, παρόλο που το είχε προηγουμένως παρουσιάσει κατά την εγγραφή της στο πανεπιστήμιο πριν από τέσσερα χρόνια.

Παρόλο που η μητέρα της εξήγησε στους υπαλλήλους του Πανεπιστημίου της Δαμασκού ότι το αρχικό απολυτήριο έλειπε, καθώς είχε μείνει στο σπίτι της Ramia, πλέον απροσπέλαστο σε μια περιοχή ελεγχόμενη από αντάρτες, αρνήθηκαν να της χορηγήσουν τη βεβαίωση αποφοίτησης χωρίς αυτό. Οι δωροδοκίες θα μπορούσαν να έχουν λύσει την κατάσταση, αλλά δεν ήθελαν να πληρώσουν. “Τέσσερα χρόνια φοίτησης πήγαν στράφι, τόσο απλά!”, θρηνούσε.

Νομικές εξουσιοδοτήσεις

Δεδομένου ότι σχεδόν το ένα τρίτο των Συρίων έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, οι νόμιμες εξουσιοδοτήσεις [18] από πολίτες που ζουν στο εξωτερικό, οι οποίες επιτρέπουν στους εκπροσώπους τους να δρουν για λογαριασμό τους, έχουν γίνει ένας ουσιαστικός τρόπος επεξεργασίας όλων των εγγράφων και υποθέσεων στη χώρα.

Κατά συνέπεια, η διαφθορά του καθεστώτος εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία αυτή. Ένα νέο πιστοποιητικό ασφαλείας [19] εισήχθη ως προϋπόθεση για την έκδοση πολλών επίσημων εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων των νομικών εξουσιοδοτήσεων [20] που εκδίδονται από τις πρεσβείες της Συρίας, εμποδίζοντας έτσι τα δικαιώματα των Συρίων ως πολίτες που ζουν στο εξωτερικό, εάν θεωρούνται πολιτικά ανεπιθύμητοι ή δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά (ή δεν θέλουν) το “λάδωμα”.

Η 36χρονη Nada, που φοιτούσε στην Ευρώπη για το διδακτορικό της τα τελευταία τρία χρόνια, μας είπε για τον αγώνα της μητέρας της να σώσει το σπίτι της στη Χομς. Η Nada είχε εγγραφεί σε ένα πρόγραμμα δημόσιας στέγασης πριν από μια δεκαετία και κατέβαλλε μηνιαίες δόσεις γι’ αυτό από τότε. Μετά από αρκετά χρόνια καθυστέρησης, το 2016 το σπίτι ήταν τελικά έτοιμο.

Ωστόσο, η Nada συμμετείχε επίσης ενεργά στο να μιλάει δημόσια για τις θηριωδίες του καθεστώτος. «Η μητέρα μου είναι υποστηρικτής του καθεστώτος και δεν μου έχει μιλήσει σχεδόν δύο χρόνια γι’ αυτό το λόγο». Ωστόσο, η ειρωνεία ήρθε, όταν η μητέρα της αντιμετώπισε τη διαφθορά και την υπεξαίρεση του καθεστώτος, καθώς εμποδίστηκε από το να ενεργήσει για λογαριασμό της Nada για να πάρει το σπίτι της λόγω της απόρριψης της βεβαίωσης ασφαλείας της κόρης της.

«Θέλαμε απλώς να το χρησιμοποιήσουμε σωστά», εξήγησε η υποψήφια διδάκτωρ. “Υπάρχουν πολλοί άστεγοι στη Χομς τώρα που το χρειάζονται. Τώρα δεν μπορώ ούτε να το νοικιάσω ούτε να το πουλήσω ούτε να κάνω τίποτα μ’ αυτό”. Φοβάται ότι η έλλειψη ασφάλειας θα οδηγήσει φιλοκαθεστωτικούς να αρπάξουν το σπίτι της και να το χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι.

Ιθαγένεια και κινητικότητα

Στον υπόλοιπο κόσμο, η πιο ανησυχητική πτυχή αυτού του γραφειοκρατικού δεσποτισμού σχετίζεται με τα διαβατήρια [21]. Τα διαβατήρια έχουν χρησιμοποιηθεί πάντοτε από το καθεστώς ως εργαλείο ελέγχου της παγκόσμιας κινητικότητας. Ο έλεγχος των διαβατηρίων σήμαινε τον έλεγχο του ποιος μπορεί να εγκαταλείψει τη χώρα και πώς, ποιος μπορεί να ταξιδέψει στο εξωτερικό και ποιος όχι, ποιος αναγκάζεται να ζητήσει άσυλο και ποιος είναι ουσιαστικά απογυμνωμένος από την ιθαγένειά του και έχει μείνει άπατρις.

Ένα μεγάλο ποσοστό Συρίων που μετακόμισαν σε γειτονικές χώρες, όπως η Τουρκία, η Ιορδανία ή ο Λίβανος, το έκαναν χωρίς τα διαβατήρια τους ή με οποιαδήποτε μορφή ταυτότητας, αφότου εγκατέλειψαν τα βομβαρδισμένα σπίτια τους, όπου τα έγγραφά τους πιθανότατα καταστράφηκαν.

Αυτό σήμαινε επίσης ότι αυτοί οι Σύριοι “κόλλησαν” σε οποιαδήποτε χώρα τους δέχτηκε, ανίκανοι να την εγκαταλείψουν νομίμως. Μια κατάσταση που αποδείχθηκε ιδιαίτερα κερδοφόρα για τους λαθρεμπόρους, οι οποίοι έγιναν η μόνη επιλογή των ανθρώπων αυτών να εγκαταλείψουν τις χώρες υποδοχής τους.

Η προσπάθεια να εκδοθούν νέα διαβατήρια στις πρεσβείες της Συρίας στις χώρες υποδοχής των προσφύγων δεν ήταν δυνατή για αρκετά χρόνια. Από το 2011 και καθ’ όλη τη διάρκεια του 2012, οι πρεσβείες του καθεστώτος [22] στην Ιορδανία, την Τουρκία και πολλές άλλες χώρες [23] δεν λειτουργούσαν κανονικά. Επιπλέον, από το 2013, το καθεστώς ενίσχυσε τους όρους ασφαλείας για την έκδοση διαβατηρίων, εφαρμόζοντας ελέγχους για να βεβαιωθεί ότι οι αιτούντες δεν «κατηγορούνται» ως αντιφρονούντες ή ζητώντας να παραδώσουν τα παλιά, συχνά χαμένα, διαβατήριά τους.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, πολλοί Σύριοι αναγκάστηκαν να ζητήσουν άσυλο στις χώρες διαμονής τους, όχι για οικονομικούς λόγους ή άδειες διαμονής, αλλά επειδή η έλλειψη έγκυρων εγγράφων ταυτοποίησης καταστούσε αδύνατη την, κατά τ’ άλλα νόμιμη, διαμονή τους σε αυτές τις χώρες.

Αναδείχθηκαν συνεπώς μαύρες αγορές [24] για ψεύτικα ή κλεμμένα διαβατήρια, συχνά περιλαμβάνοντας διεφθαρμλενους καθεστωτικούς αξιωματούχους. Τα πράγματα μπλέκονται ακόμα περισσότερο, καθώς οι μαυρές αυτές αγορές επεκτάθηκαν πέραν των αναγκών των Συρίων, που στερούνταν τα νόμιμα διαβατήριά τους από το καθεστώς, και περιελάμβαναν αιτούντες άσυλο από διάφορες χώρες, οι οποίοι επιθυμούσαν να επωφεληθούν από το ανθρωπιστικό άσυλο που προσφέρεται σε Σύριους πολίτες.

Στη Γερμανία, για παράδειγμα, ο 42χρονος Nader μας αφηγήθηκε την εμπειρία του ως εθελοντής διερμηνέας σε κέντρο προσφύγων το καλοκαίρι του 2015. “Δεδομένου ότι πολλοί έφτασαν χωρίς έγγραφα ή με ψεύτικα, ορισμένοι από τους Γερμανούς συναδέλφους μάς ζητούσαν να χρησιμοποιήσουμε λέξεις από τοπικές διαλέκτους για να αξιολογήσουν εάν το άτομο ήταν όντως από τη Συρία ή όχι”. Ο Nader κάθε άλλο παρά χαιρόταν με αυτό το καθήκον. “Η προφορά των Συρίων από την Ντέιρ Αζ Ζορ είναι πολύ παρόμοια με των Ιρακινών”, εξήγησε. Όχι μόνο ήταν δύσκολο, αλλά αποτέλεσε επίσης ηθική πρόκληση για τον Nader, καθώς άνθρωποι και από τις δύο πλευρές των συριακών και ιρακινών συνόρων μπορεί να έφευγαν να γλιτώσουν από την ίδια καταπίεση του Ισλαμικού Κράτους ή από τις αεροπορικές επιδρομές του αμερικανικού συνασπισμού.

Τέλος, κάτω από διεθνή πίεση και οικονομική ανάγκη για ξένο νόμισμα [25], το καθεστώς υπαναχώρησε το 2015 και επανέφερε την έκδοση διαβατηρίων [26] για Σύριους πολίτες, συμπεριλαμβανομένων όσων ήταν καταζητούμενων για ακτιβισμό ή στρατολόγηση. Το κόστος απόκτησης επίσημου ταξιδιωτικού εγγράφου διπλασιάστηκε και χρεωνόταν σε δολάρια ΗΠΑ για όσους υπέβαλαν αίτηση από το εξωτερικό. Την εβδομάδα της 31ης Μαρτίου διπλασιάστηκε [27] και πάλι και έφτασε τα 800 δολάρια για έκδοση εξπρές, σε αντίθεση με λιγότερα από 100 δολάρια πριν το 2011.

Ωστόσο, αυτό δεν σήμαινε το τέλος του εκβιασμού εναντίον ακτιβιστών, καθώς οι έλεγχοι ασφαλείας συνεχίζουν να περιπλέκουν τυχαία τη διαδικασία σε ατομική βάση, προκαλώντας μερικές φορές καθυστερήσεις για αρκετούς μήνες. Οι αιτούντες καλούνται συχνά να υποβάλλουν τα παλαιά τους διαβατήρια πριν λάβουν τα νέα, μένοντας στο έλεος του καθεστώτος και αναγκασμένοι να καταβάλουν ό,τι πρόσθετο “λάδωμα” προκύψει επιπλέον των επίσημων δαπανών.

Διεθνής συμμόρφωση

Πιο πρόσφατα, το καθεστώς χρησιμοποιεί μια νέα μέθοδο που σχετίζεται με τη διεθνή συμμόρφωση: απορρίπτει διαβατήρια ως κλεμμένα ή απλά ακυρωμένα. Τέτοια ήταν η περίπτωση της βραβευμένης δημοσιογράφου και ακτιβίστριας Zaina Erhaim [28], της οποίας κατέσχεσαν το διαβατήριο οι βρετανικές αρχές στο αεροδρόμιο κατά την άφιξή της στο Λονδίνο το Σεπτέμβριο του 2016.

Αφού ζήτησε εξήγηση, έχοντας ξεμείνει στο αεροδρόμιο με το νεογέννητο κοριτσάκι της, το προσωπικό του Υπουργείου Εσωτερικών αναφέρθηκε αόριστα στο διαβατήριό της ως “ότι αναφέρθηκε ως κλεμμένο”, με ελάχιστες εξηγήσεις για τη φύση αυτών των “αναφορών”.

Η απάντηση αυτή αποτέλεσε έκπληξη για την δημοσιογράφο, αφού δεν ερωτήθηκε για το αν ήταν ή όχι η Zaina Erhaim. Οι βρετανικές αρχές δέχθηκαν την κατηγορία ότι η ίδια έκλεψε το δικό της διαβατήριο. Σχολιάζοντας αυτό το επεισόδιο, ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Εσωτερικών δήλωσε [29] στο Guardian: “Αν ένα διαβατήριο αναφέρεται από ξένη κυβέρνηση ότι έχει χαθεί ή κλαπεί, δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να το κατάσχουμε”.

Οι αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών φαίνεται επίσης να συμμορφώνονται με τον έλεγχο του καθεστώτος επί των επίσημων εγγράφων, όπως στην περίπτωση του Khaled al-Khatib, του κινηματογραφιστή του βραβευμένου με Όσκαρ ντοκιμαντέρ “The White Helmets [30]“. Ο Al-Khatib έλαβε βίζα επισκέπτη στις ΗΠΑ για να παραστεί στην τελετή απονομής των βραβείων. Ωστόσο, του απαγορεύτηκε να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο στην Τουρκία τον περασμένο Φεβρουάριο και οι τουρκικές αρχές του δήλωσαν ότι η βίζα του είχε «ακυρωθεί».

Οι αμερικανικές αρχές είχαν τη δυνατότητα να “παρακάμψουν” τις απαιτήσεις του διαβατηρίου και να μπορέσει να επιβιβαστεί στην πτήση, αλλά επέλεξαν να μην το κάνουν, παρά το γεγονός ότι γνώριζαν καλά το ιστορικό του καθεστώτος για τη δίωξη αντιφρονούντων.

Η επίσημη εξήγηση του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας για την παρεμπόδιση του al-Khatib είναι ότι έλαβαν “παραπλανητικές πληροφορίες [31]” γι’ αυτόν, ένας ευρύς όρος που θα μπορούσε να περιλαμβάνει παρατυπίες διαβατηρίων καθώς και ανησυχίες περί ασφάλειας. Ερωτηθείς για διευκρινίσεις, ένας υπάλληλος της Συριακής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ δήλωσε στο SyriaUntold ότι “για να ταξιδέψουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ταξιδιώτες από τη Συρία πρέπει να έχουν έγκυρη βίζα και διαβατήριο”. Αυτή η τυποποιημένη απάντηση [32] ήταν η μόνη που δόθηκε στα ΜΜΕ από τις αρχές των ΗΠΑ.

Χρησιμοποιήθηκαν ψευδώνυμα για λόγους ασφαλείας, με εξαίρεση τους Zaina Erhaim και Khalid al-Khatib.