- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Παρά την ταξιδιωτική απαγόρευση Τραμπ, το Τσαντ διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη γεωπολιτική του Σαχέλ

Κατηγορίες: Υπο-Σαχάρια Αφρική, Τσαντ, Διεθνείς Σχέσεις, Μέσα των πολιτών, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Πολιτική
[1]

Τεθωρακισμένο όχημα Eland Mk7 του Στρατού του Τσαντ. Φωτογραφία: Idriss Fall, VOA. Κοινό κτήμα.

Πρόσφατα, το Τσαντ [2]στην Κεντρική Αφρική έχει αναφερθεί στα παραδοσιακά ΜΜΕ εξαιτίας της ταξιδιωτικής απαγόρευσης του Ντόναλντ Τράμπ προς όσους πολίτες του Τσαντ ταξιδεύουν στις ΗΠΑ. Αν και η χώρα έχει μια αμφίβολη εκλογική ιστορία, η απαγόρευση θεωρείται ανόητη λόγω του ρόλου του Τσαντ ως σταθεροποιητικής δύναμης στην υποσαχάρια Αφρική. Πράγματι, στις 8 Σεπτεμβρίου 2017, ο Πρόεδρος του Τσαντ, Iντρίς Ντεμπί [3], επισκέφθηκε το Παρίσι για να υπογράψει συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα στείλει στο Τσαντ χρηματοδότηση ύψους 8,3 δισεκατομμυρίων ευρώ [4] από το 2017 έως το 2021. Το σχέδιο αποσκοπεί να βοηθήσει τη χώρα να ανακάμψει από μια σοβαρή οικονομική κρίση. Κάποιοι βλέπουν αυτήν την κίνηση ως μια αντανάκλαση της στρατηγικής σημασίας του Τσαντ στη συμμετοχή του στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Ωστόσο, παρά τη χρηματοοικονομική αυτή επίδειξη υποστήριξης, οι εγχώριες πολιτικές πιέσεις απειλούν το Τσαντ από το εσωτερικό του και θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον ρόλο του ως σταθεροποιητικής δύναμης στην περιοχή.

Ο Ιντρίς Ντεμπί ανήλθε στην εξουσία το 1990, αφού ανατράπηκε ο τότε πρόεδρος Χισέν Χαμπρέ [5] με τη βοήθεια των γαλλικών Μυστικών Υπηρεσιών. Τον Απρίλιο του 2016, ο Ντεμπί κέρδισε πέμπτη θητεία στις εκλογές και έκτοτε κατόρθωσε να ενισχύσει περαιτέρω την εξουσία του, παρά τις πολυάριθμες προσπάθειες για την ανατροπή του. Από τότε έχει κατορθώσει να κάνει το Τσαντ έναν αναπόφευκτο συνεργάτη για τη διεθνή ασφάλεια στην ήπειρο. Κατά τη διάρκεια του πρόσφατου ταξιδιού του στο Παρίσι, ο Ντεμπί δέχτηκε συγχαρητήρια [6] τον Γάλλο Πρωθυπουργό Eντουάρ Φιλίπ [7] και τον Γάλλο Πρόεδρο Eμανουέλ Μακρόν [8] για το έργο του εναντίον τρομοκρατικών ομάδων στην περιοχή.

Κατά τη διάρκεια μιας πρόσφατης ομιλίας στο Παρίσι, ο Μακρόν επεσήμανε ότι η καταπολέμηση της τρομοκρατίας αποτελεί κύρια προτεραιότητα της διακυβέρνησής του. Ως αποτέλεσμα, η οικονομική βοήθεια που προσφέρεται στο Τσαντ θεωρείται μέσο διατήρησης της σταθερότητας αυτού του ισχυρού εταίρου στην περιοχή. Η σημασία του Τσαντ στις δυτικές χώρες μπορεί να διαπιστωθεί στη γεωγραφική του θέση και στο ιστορικό της συμμετοχής του σε εκστρατείες, οι οποίες στοχεύουν στη σταθεροποίηση της περιοχής.

Ο σταθεροποιητικός ρόλος του Τσαντ στην περιοχή

Το Τσαντ βρίσκεται στο σταυροδρόμι της Βόρειας Αφρικής. Οι γείτονες του Τσαντ, συγκεκριμένα η Νιγηρία, το Νότιο Σουδάν και η Λιβύη, είναι τρεις χώρες, όπου υπάρχει εξτρεμιστική απειλή, κυρίως με την Μπόκο Χαράμ στη Νιγηρία. Λόγω της γεωγραφικής του θέσης, το Τσαντ θεωρείται στρατηγικό για τα συμφέροντα των γαλλικών και των δυτικών χωρών στον αγώνα κατά της τρομοκρατίας.

Το Τσαντ είναι σημαντικό μέλος του συνασπισμού G5 Σαχέλ [9] και παράλληλα με το Μάλι, τη Μαυριτανία, τη Μπουρκίνα Φάσο και το Νίγηρα, επιδιώκει να ενισχύσει τη συνεργασία και την ασφάλεια στην περιοχή Σαχέλ [10]. Στο πλαίσιο της επιχείρησης Barkhane [11], μιας αντι-επαναστατικής επιχείρησης στην περιοχή Σαχέλ, το Τσαντ στεγάζει ένα σημαντικό γαλλικό στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από μια γαλλική δύναμη 3000 ατόμων που εδρεύει στην πρωτεύουσα Ντζαμένα.

Είναι επίσης ένα από τα σπάνια αφρικανικά κράτη που έχει ιστορία “σερίφη” στην περιοχή. Ο Daniel Eizenga, ένας ερευνητής πολιτικών επιστημών του Τσαντ, εξηγεί [12]:

The Chadian government then held several negotiations with the rebel groups and the Sudanese government which had been providing a safe haven for the rebel groups. After the negotiations, and following an agreement between Chad and Sudan, the national military integrated most rebel forces. This provided a degree of stability even if some rebel groups continue to contest Déby’s authority.

Στη συνέχεια, η κυβέρνηση του Τσαντ διεξήγαγε αρκετές διαπραγματεύσεις με τις ομάδες ανταρτών και την κυβέρνηση του Σουδάν, η οποία παρείχε ασφαλές καταφύγιο για τις ομάδες ανταρτών. Μετά τις διαπραγματεύσεις και μετά από συμφωνία μεταξύ Τσαντ και Σουδάν, οι εθνικές στρατιωτικές δυνάμεις ενσωμάτωσαν τις περισσότερες ανταρτικές δυνάμεις. Αυτό παρείχε κάποιο βαθμό σταθερότητας, ακόμη και αν ορισμένες ομάδες ανταρτών συνεχίζουν να αμφισβητούν την εξουσία του Ντεμπί.

Η εκλογή του Εμανουέλ Μακρόν πιθανότατα θα ενισχύσει τους δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών, δεδομένης της εστίασης του αγώνα κατά των εξτρεμιστικών ομάδων Μπόκο Χαράμ [13] και AQIM [Αλ Κάιντα στο Ισλαμικό Μαγκρέμπ]. Η Διεθνής Ομάδα Κρίσεων [14] εξηγεί την κατάσταση:

Boko Haram’s presence in Chad has been most strongly felt around Lake Chad, which lies primarily within Chadian territory. The area combines rich agriculture, pastoralism and fishing and is a magnet for migrants from all over the Sahel, leading to tensions over control of resources. Boko Haram has taken advantage of the geography of the lake seeking refuge on its many islands. To counter the ongoing threat while responding to the immediate and longer-term needs of the population, Chadian authorities need to build on the relatively successful regional security cooperation, start to move away from their highly militarised response to include a more significant civilian component

Η παρουσία της Μπόκο Χαράμ στο Τσαντ έγινε αισθητή έντονα γύρω από τη λίμνη Τσαντ, η οποία βρίσκεται κυρίως στην επικράτεια του Τσαντ. Η περιοχή συνδυάζει πλούσια γεωργία, κτηνοτροφία και αλιεία και είναι μαγνήτης για τους μετανάστες από όλο τον Σαχέλ , κάτι που οδηγεί σε εντάσεις για τον έλεγχο των πόρων. Η Μπόκο Χαράμ εκμεταλλεύτηκε τη γεωγραφία της λίμνης που αναζητά καταφύγιο στα πολλά νησιά της. Για να αντιμετωπιστεί η συνεχιζόμενη απειλή παράλληλα με την ανταπόκριση στις άμεσες και μακροπρόθεσμες ανάγκες του πληθυσμού, οι αρχές του Τσαντ πρέπει να αξιοποιήσουν τη σχετικά επιτυχημένη περιφερειακή συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας, να ξεκινήσουν να απομακρύνονται από την πολύ στρατιωτικοποιημένη ανταπόκρισή τους, ώστε να συμπεριλάβουν ένα σημαντικότερο πολιτικό στοιχείο.

Ο Ιντρίς Ντεμπί ανέπτυξε τους στρατιώτες του σε πολλαπλά μέτωπα, στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, [15] στο Μάλι και πιο πρόσφατα στη λεκάνη της Λίμνης Τσαντ για την καταπολέμηση της Μπόκο Χαράμ, επιδιώκοντας στρατηγική στρατιωτικής διπλωματίας για να οδηγήσει τον αγώνα κατά της τρομοκρατίας στην περιοχή. Οι στρατιωτικές δαπάνες βοήθησαν επίσης το Τσαντ να επεκτείνει τη συμμετοχή του εκτός των αφρικανικών συνόρων, καθώς υποστηρίζουν τον συνασπισμό υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας για την καταπολέμηση των πολεμιστών Χούθι [16] στην Υεμένη.

Το Τσαντ είναι επίσης σημαντικός εταίρος στην τρέχουσα μεταναστευτική κρίση, καθώς πολλοί πρόσφυγες προσπαθούν να φτάσουν στη Λιβύη διασχίζοντας τα σύνορα του Τσαντ. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, πολλοί Σουδανοί έχουν επίσης βρει καταφύγιο στη χώρα. Ένα πιο πρόσφατο σημάδι της αυξανόμενης πολιτικής επιρροής του Τσαντ ήταν η εκλογή του Moussa Faki Mahamat, [17] πρώην Υπουργού Εξωτερικών του Τσαντ, ως επικεφαλής της Επιτροπής της Αφρικανικής Ένωσης.

Ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του σε αυτά τα έργα, οι συνολικές στρατιωτικές δαπάνες του Τσαντ εκτοξεύτηκαν τα τελευταία 13 χρόνια, φθάνοντας από 67 εκατομμύρια δολάρια το 2005 σε 247 εκατομμύρια δολάρια το 2006. Οι στρατιωτικές δαπάνες έφθασαν στο υψηλότερο σημείο όλων των εποχών το 2009 (670 εκατομμύρια δολάρια). Οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας έχουν πλέον μετατραπεί σε ένα από τα καλύτερα εξοπλισμένα σώματα στην ήπειρο. Η συμμετοχή του Τσαντ στον πόλεμο εναντίον τρομοκρατικών ομάδων στο Μάλι, για παράδειγμα, κατέστησε αναγκαία την αγορά πιο σύγχρονων όπλων. Μεταξύ 2006 και 2014, το καθεστώς αγόρασε 139 αεροσκάφη και 153 οπλισμένα οχήματα.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου, σε μια προσπάθεια να αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή και βοήθεια από άλλες χώρες, ο Ιντρίς Ντεμπί απείλησε να μην συμμετάσχει στη συμμαχία Σαχέλ G5 και να αποσύρει ένα μέρος των ξένων στρατευμάτων που εφαρμόστηκαν στη χώρα του, εάν δεν παρεχόταν ισχυρή οικονομική στήριξη στο Τσαντ.

Είναι η πολιτική επιρροή του Τσαντ μια μακροπρόθεσμη τάση;

Τίποτα δεν είναι λιγότερο σίγουρο. Αν και η χώρα φαίνεται ισχυρή, χάρη στη σταθερή στρατιωτική της δύναμη και στα σταθερά πολιτικά θεσμικά όργανα, η χώρα αρχίζει να αντιμετωπίζει ισχυρά χτυπήματα από την εγχώρια αντιπολίτευση. Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει επί του παρόντος κάποιες επικρίσεις σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα δημοκρατικά ζητήματα και αντιμετωπίζει μια έντονη οικονομική κρίση, που αποδεικνύεται από τη μείωση της καθημερινής ποιότητας ζωής του Τσαντ. Οι τιμές του πετρελαίου επίσης κατέρρευσαν, προκαλώντας απώλειες στα έσοδα από εξαγωγές για τη χώρα. Η κρίση επιδεινώθηκε επίσης από τις επιθέσεις της Μπόκο Χαράμ, που εμπόδισε το εμπόριο με τη Νιγηρία και το Καμερούν, μειώνοντας την τιμή του πετρελαίου, κάτι ιδιαίτερα επιζήμιο δεδομένης της ισχυρής εξάρτησης της οικονομίας από τα έσοδά της από το πετρέλαιο. Έχουν εισαχθεί δραστικές περικοπές του προϋπολογισμού από τότε που άρχισαν να πέφτουν οι τιμές του πετρελαίου, επηρεάζοντας πολλές δημόσιες υπηρεσίες όπως η αστυνομία, οι υποτροφίες σπουδαστών και οι συντάξεις. Έχει επίσης προκαλέσει διαμαρτυρίες από ανήσυχους πολίτες.

Η κυβέρνηση αντέδρασε σε αυτές τις διαμαρτυρίες με την καταστολή της δημόσιας διαφωνίας. Κατά τους τελευταίους μήνες [18], έχουν αναφερθεί περιπτώσεις παρενόχλησης, αυθαίρετων συλλήψεων και κακομεταχείρισης. Ταυτόχρονα, η αύξηση των βασανιστηρίων δημοσιογράφων, ακτιβιστών και πολιτικών αντιπάλων είναι ανησυχητική. Ο μόνος τηλεοπτικός σταθμός Tele-Tchad [19] είναι κρατικός και η κάλυψή του ευνοεί την κυβέρνηση.

Οι εξωτερικές απειλές είναι επίσης σε άνοδο. Η βία που προκλήθηκε από την Μπόκο Χαράμ στις αρχές του 2016 προκάλεσε τον εκτοπισμό περισσότερων από 100.000 ανθρώπων [20] και την άφιξη περίπου 7000 προσφύγων στη χώρα. Πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις σημειώθηκαν στην Ντζαμένα και γύρω από τη λίμνη Τσαντ, όπου η γεωγραφική εγγύτητα με την Μπόκο Χαράμ είναι ανησυχητική. Η χώρα αντιμετωπίζει επίσης σημαντικές πιέσεις από άλλες εξωτερικές απειλές, όπως τον πόλεμο στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και ένα κύμα προσφύγων από τις γειτονικές χώρες – π.χ. το Σουδάν.

Ενόψει αυτών των προκλήσεων, οι αρχές του Τσαντ πρέπει να αποφύγουν την πολιτική θρησκευτικού ή γεωγραφικού αποκλεισμού. Η Μπ΄κο Χαράμ δεν είναι η μόνη απειλή για την πολιτική σταθερότητα στο Τσαντ. Μια άλλη είναι μια εθνική πολιτική κρίση, που είναι το τέλειο γόνιμο έδαφος για κάθε είδους βίαιους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των τζιχαντιστών. Για να αποφευχθεί αυτό, το κράτος του Τσαντ πρέπει να ανοίξει πολιτικό χώρο και να οικοδομήσει βιώσιμα θεσμικά όργανα. Αρχίζει με τη θητεία νέων κοινοβουλευτικών εκλογών, οι οποίες αναβλήθηκαν πρόσφατα από τον Ιντρίς Ντεμπί, υπό τον ισχυρισμό μη επαρκούς προϋπολογισμού. Στο περιθώριο της επίσκεψης του προέδρου του Τσαντ στο Παρίσι, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν Ιβ Λε Ντριάν [21], προέτρεψε τη χώρα να διεξαγάγει νέες κοινοβουλευτικές εκλογές [22], υπενθυμίζοντας ότι η υποστήριξη της Γαλλίας εξαρτάται από την ύπαρξη δημοκρατικού καθεστώτος, αυξάνοντας την πιθανότητα ύφεσης στη Γαλλία και ευρωπαϊκής στήριξης, εάν ο Ιντρίς Ντεμπί αποφασίσει να αγνοήσει τις τρέχουσες επικρίσεις.