
Στιγμιότυπο οθόνης από το «Ζωή στις Σκιές – Παλαιστίνιοι στον Λίβανο». Πηγή: «MedicalAidPalestinians»
Αυτό είναι το δεύτερο μέρος μιας σειράς άρθρων, που γράφτηκε από τον συνεργάτη του Global Voices, Elias Abou Jaoude, και τον αρχισυντάκτη του Global Voices για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική (MENA), Joey Ayoub, στην οποία διερευνώνται οι πρόσφυγες στον Λίβανο, ένα αμφιλεγόμενο θέμα που συχνά παρερμηνεύεται από τον λιβανέζικο πληθυσμό – και τον κόσμο γενικότερα. Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος εδώ.
Από τότε που ξέσπασε η βία στη Συρία μετά την επανάσταση του 2011, ο γειτονικός Λίβανος έχει γίνει (μαζί με την Τουρκία και την Ιορδανία) η κύρια χώρα προορισμού για τους Σύριους, που είναι αρκετά απεγνωσμένοι να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Ως εκ τούτου, υπάρχουν περίπου 1 εκατομμύριο εγγεγραμμένοι Σύριοι πρόσφυγες στον Λίβανο από το 2018, αν και ο πραγματικός αριθμός είναι μεγαλύτερος.
Δεν ήταν πάντα ευπρόσδεκτοι με ανοιχτές αγκάλες. Αυτοί οι πρόσφυγες σύντομα βρέθηκαν να γίνονται αποδιοπομπαίοι τράγοι από τα ΜΜΕ και από πολιτικούς και θρησκευτικές προσωπικότητες για τα προβλήματα του Λιβάνου, τα οποία προηγούνταν της άφιξής τους.
Αυτό ακολούθησε ένα μοτίβο που είναι οικείο σε μια άλλη ομάδα προσφύγων στον Λίβανο: τους Παλαιστίνιους, οι οποίοι συχνά κατηγορούνται άδικα για τον 15ετή εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου, μεταξύ 1975 και 1990, ή αντιμετωπίζονται ως δημογραφικές απειλές.
Ο Λίβανος φιλοξενεί Παλαιστίνιους πρόσφυγες από το 1948, τη χρονιά της Νάκμπα («Καταστροφή» στα αραβικά), όταν εκατοντάδες χιλιάδες Παλαιστίνιοι έφυγαν ή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους από σιωνιστικές πολιτοφυλακές καθώς δημιουργήθηκε το κράτος του Ισραήλ. Το 1948, για να παραθέσω τον Παλαιστίνιο ακαδημαϊκό Ρασίντ Χαλίντι, «οι μισοί από τους Παλαιστίνιους… Άραβες ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους και έγιναν πρόσφυγες».
Εβδομήντα χρόνια αργότερα, τα βασικά δικαιώματα των Παλαιστινίων προσφύγων στον Λίβανο περιορίζονται με διάφορους τρόπους. Και σύμφωνα με την υπηρεσία αρωγής και έργων των Ηνωμένων Εθνών , περισσότεροι από τους μισούς ζουν σε καταυλισμούς, όπου η φτώχεια είναι συνηθισμένη και οι συνθήκες στέγασης κακές.
Αυτό, έγραψε ο Λιβανέζος ερευνητής Μπάσαμ Καουάτζα το 2011, δεν είναι τυχαίο. Αντανακλώντας ένα δημοφιλές συναίσθημα, ο Παλαιστίνιος δημοσιογράφος Γιάσερ Άλι πιστεύει ότι η κυβέρνηση θέλει «οι Παλαιστίνιοι να τα παρατήσουν, να απελπιστούν και να μεταναστεύσουν. Αυτός είναι ο κύριος στόχος».
Όπως αναφέρθηκε στο πρώτο μέρος αυτής της σειράς, μια φωτογραφία στο Instagram που ανέβασε ο Υπουργός Εξωτερικών του Λιβάνου (και γαμπρός του προέδρου) Γκεμπράν Μπασίλ τον Αύγουστο του 2017 αποτυπώνει αυτή τη στάση απέναντι στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες σε σχέση με την εισροή Σύριων. Η φωτογραφία δείχνει τον παλαιστινιακό καταυλισμό προσφύγων Άιν αλ-Χιλβέ στο νότιο τμήμα της χώρας τη δεκαετία του '60. Η λεζάντα αναφέρει: «Μην δέχεστε [προσφυγικούς] καταυλισμούς [για Σύριους], Λιβανέζοι» ακολουθούμενη από την ετικέτα «Για να παραμείνει η χώρα δική μας».
Το μήνυμα ήταν απλό: αν οι Σύριοι νιώσουν πολύ άνετα, θα θελήσουν να μείνουν όπως οι Παλαιστίνιοι και θα προκαλέσουν προβλήματα όπως υποτίθεται ότι έχουν κάνει οι Παλαιστίνιοι (ας μην ξεχνάμε το γεγονός ότι το δικαίωμα επιστροφής των Παλαιστινίων το αρνιόταν πάντα η πηγή, το κράτος του Ισραήλ).

Στιγμιότυπο οθόνης της εικόνας που δημοσίευσε ο Υπουργός Εξωτερικών του Λιβάνου, Γκεμπράν Μπασίλ, στις 24 Αυγούστου 2017. Πηγή: Instagram.
Παλαιστίνιοι, οι αποδιοπομπαίοι τράγοι για την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στον Λίβανο
Η φωτογραφία, που τραβήχτηκε από το στρατόπεδο παλαιστινιακών προσφύγων Άιν αλ-Χιλβέ, δεν ήταν πολύ πριν από την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στον Λίβανο. Αν διάφορα κοινωνικά, πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα που μαστίζουν τη χώρα ήταν η αφορμή, ένα γεγονός, που μερικές φορές αναφέρεται ευφημιστικά ως το «περιστατικό Άιν ελ-Ραμανέχ, θεωρείται ευρέως ως η σπίθα.
Στις 13 Απριλίου 1975, μετά από ένα κύμα αντεγκλήσεων, πολιτοφύλακες του κόμματος Φάλαγγες άνοιξαν πυρ σε ένα λεωφορείο, που μετέφερε κυρίως Παλαιστίνιους, σκοτώνοντας 28 επιβάτες.
Στη συνέχεια, επακόλουθα κύματα βίας κατέκλυσαν τη χώρα και οδήγησαν σε έναν πόλεμο με πολλαπλές ένοπλες ομάδες Λιβανέζων και μη Λιβανέζων (κυρίως Παλαιστινίων), καθώς και με εισβολές και κατοχές τόσο από το Ισραήλ όσο και από τη Συρία, οι οποίες, αν και διαφορετικής φύσης, διήρκεσαν μέχρι το 2000 και το 2005 αντίστοιχα.
Αλλά αυτό απλοποιεί σημαντικά την κατάσταση. Αν υπάρχει ένα πράγμα που μπορεί να ειπωθεί για τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου, είναι ότι δεν μπορεί να εξηγηθεί με απλοϊκές αφηγήσεις, καθώς η μετατόπιση της πίστης συχνά αψήφησε θρησκευτικές, εθνοτικές ή ιδεολογικές λογικές.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα. Ο κύριος αντίπαλος του Μαρωνίτη Χριστιανού πολέμαρχου και νυν Προέδρου Μισέλ Αούν ήταν ένας άλλος Μαρωνίτης πολέμαρχος, ο Σαμίρ Γκεατζέα, νυν επικεφαλής του κόμματος Λιβανέζικες Δυνάμεις. Τόσο βίαιη ήταν η αντιπαλότητα μεταξύ τους προς το τέλος του εμφυλίου πολέμου που αναφέρθηκε ως «ο πόλεμος της εξόντωσης».
Οι παλαιστινιακές ένοπλες παρατάξεις, που συλλογικά σχηματίστηκαν στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ), εκδιώχθηκαν από την Ιορδανία μετά τον «Μαύρο Σεπτέμβριο» του 1970, τη σύγκρουση μεταξύ των ιορδανικών ενόπλων δυνάμεων και της ΟΑΠ. Η Ιορδανία επέτρεψε στους Φενταγίν, όπως ονομάζονται στα αραβικά, να φτάσουν στον Λίβανο μέσω Συρίας. Αυτό διευκολύνθηκε από τη Συμφωνία του Καΐρου του 1969 μεταξύ του Γιάσερ Αραφάτ, προέδρου της ΟΑΠ εκείνη την εποχή, και του διοικητή του λιβανέζικου στρατού στρατηγού Εμίλ Μπουστάνι, μια συμφωνία που επιτεύχθηκε με τη μεσολάβηση του Νάσερ της Αιγύπτου. Η συμφωνία κηρύχθηκε άκυρη το 1987 από το λιβανέζικο κοινοβούλιο.
Σύμφωνα με τη συμφωνία, η Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης θα μπορούσε να επιχειρεί στο νότιο Λίβανο εναντίον του Ισραήλ και ο έλεγχος των 16 παλαιστινιακών προσφυγικών στρατοπέδων στον Λίβανο θα περνούσε από τις Λιβανέζικες Ένοπλες Δυνάμεις στη Διοίκηση Ένοπλου Αγώνα της Παλαιστίνης.
Αυτό με τη σειρά του ήρθε δύο χρόνια μετά τον πόλεμο του 1967 μεταξύ του Ισραήλ και ορισμένων αραβικών κρατών (κυρίως της Αιγύπτου, της Συρίας και της Ιορδανίας), ο οποίος κατέληξε σε νίκη του Ισραήλ και οδήγησε στην κατοχή της παλαιστινιακής Ανατολικής Ιερουσαλήμ, της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, καθώς και των συριακών Υψιπέδων του Γκολάν, μια πραγματικότητα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η βία θα είχε ως αποτέλεσμα περίπου 250.000 Παλαιστίνιους να καταφύγουν στη γειτονική Ιορδανία και, σε μικρότερο βαθμό, στην Αίγυπτο, εκτός από 80.000 έως 100.000 Σύρους που θα εγκατέλειπαν τα Υψίπεδα του Γκολάν. Πολλοί από τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες του 1967 ήταν ήδη πρόσφυγες από το 1948.
Για να επιστρέψουμε στον Λίβανο, μέχρι το 1975 είχαν αυξηθεί οι εντάσεις μεταξύ της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και των Φαλαγγιτών μέχρι τη λεγόμενη «σπίθα». Για μια απλοποιημένη εκδοχή ενός χρονοδιαγράμματος γεγονότων πριν και μετά το 1975 και μέχρι το 2009, η ακόλουθη λίστα παρέχεται από τον Σάμι Χερμέζ στο βιβλίο του «Ο πόλεμος έρχεται: Μεταξύ παρελθόντος και μελλοντικής βίας στον Λίβανο». Όπως συμβαίνει με κάθε λίστα που επιχειρεί να απαριθμήσει βασικά γεγονότα σε μια χώρα, δεν μπορεί να τα εξετάσει όλα. Ένα γεγονός που λείπει, σημαντικό για τους σκοπούς μας, είναι η εκδίωξη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης από τον Λίβανο μετά την ισραηλινή εισβολή το 1982.

Σελίδες από το βιβλίο «Ο πόλεμος έρχεται: Μεταξύ παρελθόντος και μελλοντικής βίας στον Λίβανο» του Σάμι Χερμέζ. Πηγή: Google Books . Σύντομες παραθέσεις που χρησιμοποιούνται για παραπομπές επιτρέπονται από τις εκδόσεις University of Pennsylvania Press. Κάντε κλικ για μεγαλύτερη εικόνα.
Στον Λίβανο μετά το 1990, ωστόσο, οι πολυπλοκότητες των πολέμων συχνά αγνοούνται και η αφήγηση ότι «οι Παλαιστίνιοι ξεκίνησαν συλλογικά τον πόλεμο» δεν εξαφανίστηκε ποτέ. Δεν γίνεται διάκριση μεταξύ ένοπλων παρατάξεων και αμάχων.
Όταν τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο, οι πολέμαρχοι, που είχαν βυθίσει τη χώρα σε μια 15ετή σύγκρουση, βρέθηκαν στην κυβέρνηση. Κάποιοι βρίσκονται στην εξουσία από τη δεκαετία του '90, ενώ άλλοι επέστρεψαν στην πολιτική σκηνή αργότερα.
Με πολλά κίνητρα να στρέψουν την προσοχή από τον ρόλο τους στον πόλεμο και να την κατευθύνουν προς κάτι άλλο, οι Παλαιστίνιοι βρέθηκαν να γίνονται ένας πολύ εύκολος στόχος. Όπως έγραψε ο Καουάτζα:
Η παρουσία [των Παλαιστινίων] προσφύγων αποτέλεσε έναν κοινό εχθρό που λειτούργησε ως κρίσιμος ενοποιητικός παράγοντας στον μεταπολεμικό Λίβανο.
Η εισροή Σύριων έχει φέρει για άλλη μια φορά στο προσκήνιο αυτή την τάση. Για παράδειγμα, πριν από λίγα χρόνια, η Λιβανέζα βουλευτής Νάιλα Τουένι έγραψε στην εφημερίδα Αν-Ναχάρ της οικογένειάς της ότι οι Παλαιστίνιοι-Σύροι (Παλαιστίνιοι πρόσφυγες στη Συρία) που αναζητούν καταφύγιο από τον συριακό πόλεμο στον Λίβανο:
…θα μας οδηγήσει στο να βρεθούμε αντιμέτωποι με μια νέα πραγματικότητα, με νέους εποίκους και ένα νέο βάρος, επιστρέφοντας στις αναμνήσεις μας από τον παλαιστινιακό εφιάλτη στον Λίβανο [τη δεκαετία του '70].
Παλαιστίνιοι κατηγορούνται ότι απειλούν το σύστημα κατανομής εξουσίας του Λιβάνου
Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο οι Παλαιστίνιοι παρουσιάζονται ως «μπαμπούλας» έχει να κάνει με τα δημογραφικά στοιχεία.
Ο παλαιστινιακός πληθυσμός είναι ευρέως αποδεκτός ότι ανέρχεται σε 450.000, συχνά στρογγυλοποιημένος σε 500.000. Αυτός ο αριθμός, ωστόσο , πρόσφατα διαψεύστηκε μετά από απογραφή της κυβερνητικής Επιτροπής Λιβανέζικου-Παλαιστινιακού Διαλόγου, η οποία αποκάλυψε ότι υπάρχουν 174.422 Παλαιστίνιοι πρόσφυγες στον Λίβανο.
Αλλά από το 1990 ειδικότερα, ο αριθμός των 500.000 έχει χρησιμοποιηθεί από Λιβανέζους πολιτικούς και θρησκευτικές προσωπικότητες, που επιδιώκουν να υποδαυλίσουν ξενοφοβικά αισθήματα για να αποτρέψουν οποιαδήποτε συζήτηση σχετικά με τα δικαιώματα των Παλαιστινίων στη χώρα.
Η εκτεταμένη πολιτικοποίηση των Παλαιστινίων προσφύγων θα μπορούσε να συνοψιστεί καλύτερα από μια συνέντευξη του 2014 με τον επικεφαλής της Μαρωνιτικής Εκκλησίας, Μπούτρος Αλ-Ράχι, στην οποία είπε:
Τώρα θέλετε να μας ρίξετε πάνω τους ενάμιση εκατομμύριο Σύριους. Αυτοί ισοδυναμούν με το ένα τρίτο του πληθυσμού του Λιβάνου. Και με μισό εκατομμύριο Παλαιστίνιους, δηλαδή 2 εκατομμύρια, αυτό ισοδυναμεί ακριβώς με το μισό του πληθυσμού του Λιβάνου.
Απηχώντας μια κοινή τάση στην ισραηλινή πολιτική, αυτή της θεώρησης των Παλαιστινίων ως δημογραφικών απειλών, ο Γκεμπράν Μπασίλ μάλιστα είπε το 2012: «Όταν λέμε ότι δεν θέλουμε εκτοπισμένους Σύριους και Παλαιστίνιους, είναι επειδή θέλουν να πάρουν τη θέση μας».
Δεδομένου ότι οι περισσότεροι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες είναι Σουνίτες Μουσουλμάνοι, η ιδέα της παροχής βασικών δικαιωμάτων συχνά αποφεύγεται δημόσια ή αντιτίθεται κατηγορηματικά, με το σκεπτικό ότι θα διατάρασσε την ισορροπία μεταξύ των αιρέσεων της χώρας.
Ο Λίβανος έχει το γνωστό ως ομολογιακό σύστημα (πιο γνωστό ως σεχταρισμός), που κατανέμει την εξουσία με βάση τη θρησκεία: ο πρόεδρος πρέπει να είναι Μαρωνίτης Χριστιανός, ο πρόεδρος του κοινοβουλίου πρέπει να είναι Σιίτης Μουσουλμάνος και ο πρωθυπουργός πρέπει να είναι Σουνίτης Μουσουλμάνος. Κάθε σέχτα έχει επίσης έναν αριθμό εδρών, που κατανέμονται στο κοινοβούλιο. Το AJ+ έχει ένα καλό βίντεο, που εξηγεί πώς λειτουργεί αυτό παρακάτω:
Για τους υποστηρικτές αυτού του συστήματος, επιτρέπει στις τρεις πιο πολυπληθείς αιρέσεις της χώρας να αισθάνονται ότι εκπροσωπούνται. Η ίδια η χώρα εκτιμάται ότι αποτελείται περίπου από 27% Σουνίτες, 27% Σιίτες, 40% Χριστιανούς (εκ των οποίων οι μισοί είναι Μαρωνίτες) και 6% Δρούζους, εκτός από έναν μικρό αριθμό Εβραίων και άλλων θρησκευτικών ομάδων.
Ένας σημαντικός παράγοντας που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι οι προαναφερθέντες αριθμοί δεν προέρχονται από καμία επίσημη κρατική απογραφή, καθώς δεν έχει διεξαχθεί τέτοια απογραφή από το 1932. Και ελλείψει επίσημων αριθμών, οι υποτιθέμενοι αριθμοί μπορούν να πολιτικοποιηθούν (και συχνά πολιτικοποιούνται).
Για παράδειγμα, μια σεκταριστική ερμηνεία του Πρωθυπουργού Σαάντ Χαρίρι, Σουνίτη, ως προστάτη της Λιβανέζικης-Παλαιστινιακής Επιτροπής Διαλόγου θα ήταν ότι, ως Σουνίτης, θέλει οι Παλαιστίνιοι να γίνουν πολίτες, καθώς αυτό θα ωφελούσε τους Σουνίτες πολιτικούς εις βάρος των Σιιτών και των Χριστιανών.
Αυτό έχει συμβάλει με την πάροδο των ετών στην λαϊκή αντίσταση στην ενσωμάτωση των Παλαιστινίων προσφύγων στη λιβανέζικη κοινωνία είτε μέσω πολιτογράφησης είτε μέσω αυξημένων δικαιωμάτων. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κανένας Παλαιστίνιος δεν πολιτογραφήθηκε ποτέ. Ενώ δεν υπάρχουν διαθέσιμοι επίσημοι αριθμοί, εκτιμάται ότι περίπου 60.000 Παλαιστίνιοι έγιναν Λιβανέζοι πολίτες από το 1996.
(Αποποίηση ευθύνης: Ο παππούς ενός από τους συγγραφείς, ο οποίος επωφελείται από τη σχετική ευκολία που παρέχεται στους Παλαιστίνιους Χριστιανούς να πολιτογραφηθούν, είναι μεταξύ εκείνων που πολιτογραφήθηκαν τη δεκαετία του '50).
Αλλά η πολιτογράφηση, ίσως όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν ζωγραφισμένη με τη γλώσσα του σεκταρισμού. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, παρακάτω είναι ένα απόσπασμα από μια εργασία του 1996 από την Έκθεση για τη Μέση Ανατολή με έδρα τις ΗΠΑ :
Στον πρώτο γύρο [πολιτογράφησης] το 1994, οι περισσότεροι ήταν Σιίτες από παραμεθόρια χωριά, που είχαν καθεστώς Παλαιστίνιου πρόσφυγα. Οι υπόλοιποι ήταν Σουνίτες οι οποίοι, για λόγους που δεν δημοσιοποιήθηκαν, πολιτογραφήθηκαν το 1995, ίσως για να εξισορροπήσουν την πολιτογράφηση των Σιιτών. Η διαμαρτυρία των Μαρωνιτών διασφάλισε ότι οι λίγοι εναπομείναντες Παλαιστίνιοι Χριστιανοί χωρίς λιβανέζικη υπηκοότητα πολιτογραφήθηκαν στη συνέχεια.
Με άλλα λόγια, είτε το θέμα αφορά την πολιτογράφηση είτε την αύξηση των δικαιωμάτων, αποτελεί αντικείμενο θρησκευτικών διαπραγματεύσεων και όχι εξέτασης βάσει των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το επόμενο άρθρο αυτής της σειράς θα επικεντρωθεί στις προκατειλημμένες συμπεριφορές και τους μεροληπτικούς εργατικούς νόμους, που αντιμετωπίζουν οι Παλαιστίνιοι στον Λίβανο.