Για “παράνομη απόκτηση πληροφοριών” συνελήφθησαν δημοσιογράφοι του Reuters, που καλύπτουν την σφαγή των Ροχίνγκια στη Μιανμάρ

Δημοσιογράφοι διαδηλώνουν μπροστά από το Κέντρο Ειρήνης στη Μιανμάρ. Φωτογραφία: Kyaw Zaw Win, Kyaw Lwin Oo. Από την σελίδα του Facebook RFA Burmese με άδεια χρήσης.

Δύο δημοσιογράφοι του πρακτορείου Reuters, οι Wa Lone and Kyaw Soe Oo, κατηγορούνται για παραβίαση του νόμου περί κρατικών μυστικών στη Μιανμάρ, επειδή φέρεται να κατείχαν στρατιωτικά αρχεία σχετικά με τη σφαγή των Ροχίνγκια.

Οι δύο τους εξαφανίστηκαν στις 12 Δεκεμβρίου 2017. Δύο εβδομάδες αργότερα, οι αρχές της Μιανμάρ αποκάλυψαν ότι συνέλαβαν και προφυλάκισαν τους δημοσιογράφους, ισχυριζόμενοι ότι “απέκτησαν παράνομα πληροφορίες με σκοπό να τις κοινοποιήσουν σε ξένα μέσα ενημέρωσης”.

Η αστυνομία ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω δημοσιογράφοι απέκτησαν στρατιωτικά έγγραφα, τα οποία περιείχαν πληροφορίες σχετικές “με τον αριθμό των δυνάμεων ασφαλείας και την ποσότητα πυρομαχικών που χρησιμοποιήθηκε στις επιθέσεις τον Αύγουστο” στην πολιτεία Ρακάιν.

Οι συγκρούσεις στην πολιτεία Ρακάιν οδήγησαν στον εκτοπισμό πάνω από 600.000 μουσουλμάνους Ροχίνγκια. Πολλοί εκ των οποίων δραπέτευσαν στο γειτονικό Μπαγκλαντές, αναζητώντας καταφύγιο στα στρατόπεδα προσφύγων. Το κράτος της Μιανμάρ δεν αναγνωρίζει τους γηγενείς Ροχίνγκια ως πολίτες, όπως ακριβώς κάνει και με τις υπόλοιπες εθνικές μειονότητες της χώρας.

Στο πλευρό των προσφύγων, πλήθος ξένων κυβερνήσεων και διακυβερνητικών οργανισμών (συμπεριλαμβανομένης και της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες) έχουν απαιτήσει και ασκήσει πιέσεις στην κυβέρνηση της Μιανμάρ να απαγορεύσει τους Βουδιστές εθνικιστές να επιτίθενται στα χωριά των Ροχίνγκια και να εγγυηθεί την ασφαλή επιστροφή όσων εγκατέλειψαν τη χώρα.

Εικόνα από την σελίδα του Facebook “Protection for Journalists Committee” – Μιανμάρ.

Από την πλευρά της, η κυβέρνηση της Μιανμάρ κατηγορεί την ένοπλη ομάδα του Στρατού Σωτηρίας των Ροχίνγκια του Αρακάν για την έναρξη των συγκρούσεων στην επαρχία Ρακάιν.

Μετά την κλιμάκωση των συγκρούσεων τον Αύγουστο 2017, η κυβέρνηση επέβαλε αυστηρούς ελέγχους στην ροή των πληροφοριών σχετικά με το τι συμβαίνει στην επαρχία Ρακάιν. Σε ορισμένους δημοσιογράφους δόθηκε μόνο μία περιορισμένη επίσκεψη στα πληγέντα χωριά. Οι τοπικές αρχές απέτρεψαν ακόμη και την Yanghee Lee, Ειδική Εισηγήτρια του ΟΗΕ πάνω σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Μιανμάρ, να εκτελέσει την αποστολή της με την απαγόρευση εισόδου στη χώρα.

Σε μια επίσημη αναφορά, η Lee είπε:

By not giving me access to Myanmar and by refusing to cooperate with the mandate, my task is made that much more difficult, but I will continue to obtain first-hand accounts from victims and witnesses of human rights violations by all means possible, including by visiting neighbouring countries where some have fled.

Απαγορεύοντάς μου την πρόσβαση στη Μιανμάρ και αρνούμενη να συνεργαστώ με το διάταγμα, το καθήκον μου γίνεται ακόμη πιο δύσκολο, αλλά θα συνεχίσω να συλλέγω απευθείας μαρτυρίες θυμάτων και μαρτύρων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη κι αν χρειαστεί να επισκεφθώ γειτονικές χώρες, όπου έχουν καταφύγει ορισμένοι.

Μέσα σε αυτή την πολιτικά φορτισμένη και επικίνδυνη κατάσταση βρέθηκαν οι δύο δημοσιογράφοι του Reuters να ερευνούν έναν ομαδικό τάφο που ανακαλύφθηκε νότια της πόλης Μάουνγκταου.

Η έρευνά τους σχετικά με την ομαδική σφαγή, η οποία έλαβε χώρα στο χωριό Ιν Ντιν, θεωρήθηκε από τις αρχές ως παραβίαση του νόμου από την εποχή της βρετανικής αποικιοκρατίας περί κρατικών μυστικών. Και οι δύο αντιμετωπίζουν ποινή 14 ετών φυλάκισης εάν βρεθούν ένοχοι από το δικαστήριο.

Τα νέα για τη σύλληψή τους καταγγέλθηκαν γρήγορα από διάφορες ομάδες ως μία ακόμη ένδειξη αυστηρού περιορισμού της ελευθερίας του Τύπου στη Μιανμάρ.

Η Διεθνής Ομοσπονδία Δημοσιογράφων κατέκρινε τη χρήση ενός νόμου από την εποχή της αποικιοκρατίας με σκοπό την επίθεση προς δημοσιογράφους:

…placing press freedom back to colonial times and charging journalists with laws dating back to 1923 are actions of an undemocratic state.

…τοποθετώντας την ελευθερία του Τύπου πίσω στην εποχή της αποικιοκρατίας και κατηγορώντας δημοσιογράφους με νόμους που χρονολογούνται από το 1923, αυτές είναι πράξεις ενός μη δημοκρατικού κράτους.

Το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου εκφράζει τη θλίψη του για την ανατροπή των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων σε μια χώρα, όπου το στρατιωτικό καθεστώς έχει θεωρητικά ηττηθεί από το 2015:

If Myanmar is serious about democratic reforms, it must accept the right of journalists to work freely and report on topics that make those in power uncomfortable.

Αν η Μιανμάρ είναι σοβαρή στις δημοκρατικές της μεταρρυθμίσεις, θα πρέπει να αποδεχθεί το δικαίωμα των δημοσιογράφων να εργάζονται ελεύθερα και να καταγγέλλουν τα θέματα που κάνουν αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία να νιώθουν άβολα.

Η ομάδα υπεράσπισης της ελευθερίας της έκφρασης Article 19 καταδίκασε την αποτυχία του κυβερνώντος κόμματος, του Εθνικού Συνδέσμου για τη Δημοκρατία (NLD), να προασπίσει το δικαίωμα του λόγου, παρότι υπήρξε η ιθύνουσα δύναμη του δημοκρατικού κινήματος κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας:

NLD government has demonstrated an alarming disregard for the freedom of expression and fostered a chilling environment for independent media throughout the country.

Η κυβέρνηση του ΕΣΔ επέδειξε μία τρομακτική αδιαφορία για την ελευθερία της έκφρασης και προήγαγε ένα ψυχρό κλίμα για τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης σε όλη τη χώρα.

Και η Συμμαχία του Τύπου Νοτιοανατολικών Ασιατικών χωρών προέτρεψε το κυβερνών κόμμα να αποκτήσει περισσότερη διαφάνεια:

Instead of guaranteeing the people’s right to know and the journalists’ safety, the authorities have not been transparent in their decision-making and have further restricted journalists’ access since the conflict escalated in late August.

Αντί να εγγυηθεί το δικαίωμα των ανθρώπων να ενημερώνονται και την ασφάλεια των δημοσιογράφων, οι αρχές υπήρξαν αδιαφανείς στην διαδικασία λήψης αποφάσεων και περιόρισαν ακόμη περισσότερο την πρόσβαση των δημοσιογράφων από τότε που κλιμακώθηκαν οι συγκρούσεις τέλος Αυγούστου.

Το Reuters αναφέρει ότι μερικοί χρήστες του Διαδικτύου κατηγόρησαν τους συλληφθέντες δημοσιογράφους ότι “πουλούν την χώρα τους” στους ξένους και κατά συνέπεια δρουν σαν προδότες. Ωστόσο, το δημοσίευμα ακόμη επισημαίνει ότι φίλοι και υποστηρικτές των Wa Lone και Kyaw Soe Oο χρησιμοποιούν επίσης τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης προκειμένου να αρνηθούν αυτές τις κατηγορίες, επαινώντας την κοινωνική προσφορά και την εθελοντική εργασία και των δύο.

Πέρα από τον Νόμο περί κρατικών μυστικών, αυτή η περίπτωση τονίζει την ανάγκη διόρθωσης και άλλων νόμων που χρησιμοποιούνται για να καταπνίξουν την ελευθερία του λόγου, συμπεριλαμβανομένου του Νόμου παράνομων οργανώσεων και το Άρθρο 66(d), γνωστό αλλιώς και ως νόμου περί δυσφήμισης. Τόσο ο ένας όσο και ο άλλος υπερψηφίστηκαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου στρατιωτικού καθεστώτος.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.