- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Πρώτη και δεύτερη γενιά Ολλανδών αναρωτιούνται αν θα θεωρηθούν ποτέ ντόπιοι

Κατηγορίες: Δυτική Ευρώπη, Ολλανδία, Μέσα των πολιτών, Μετανάστευση

Η Linawati Sidarto ζει στο Άμστερνταμ σχεδόν όσο έχει μείνει στην Ινδονησία, αλλά λέει ότι δεν πιστεύει ότι θα μπορέσει ποτέ να νιώσει Ολλανδή. Πηγή: Venetia Rainey

Αυτή η ιστορία της Venetia Rainey [1] εμφανίστηκε αρχικά στο PRI.org [2] στις 16 Μαΐου 2017. Αναδημοσιεύεται εδώ ως μέρος υνεργασίας μεταξύ PRI και Global Voices.

Η Linawati Sidarto ερευνά τα ράφια σε ένα μικρό toko ή ινδονησιακό παντοπωλείο στο Άμστερνταμ.

“Πρέπει να πάρω σαμπάλ φυσικά, την καυτή σάλτσα”, λέει η Sidarto, καθώς επιλέγει το μεγαλύτερο βάζο με μια έντονη κόκκινη πάστα που χρησιμοποιείται συνήθως στην κουζίνα της Ινδονησίας.

Η 51χρονη Sidarto έρχεται συχνά σε αυτό το toko για να αγοράσει φαγητό, που να της θυμίζει την πατρίδα της. Γεννήθηκε στη Τζακάρτα, αλλά ζει στο Άμστερνταμ 19 χρόνια, σχεδόν όσο έζησε στην Ινδονησία. Έχει έναν Ολλανδό σύζυγο και δύο έφηβες κόρες, τις οποίες περιγράφει ως “πολύ Ολλανδές”. Μιλά επίσης ολλανδικά άπταιστα: ακόμα όμως δεν αισθάνεται ότι ανήκει εδώ.

“Υπάρχει ένας υποτιμητικός όρος για τους [μη-δυτικούς] μετανάστες, ο όρος  [3]allochtoon [4] [αλλόχθων], εξηγεί η Sidarto. “Τα παιδιά μου λένε πάντοτε: “Ναι, μαμά, αλλά είσαι αλλόχθων, δεν θα καταλαβαίνεις”.

Γέλα πριν προσθέσει: “Είναι ένα αστείο απλά, αλλά υπάρχει κάποια αλήθεια πίσω από αυτό. Συναισθηματικά, ποτέ δεν θα αισθανθώ ότι είμαι Ολλανδή. Πιθανώς ποτέ δεν θα μπορέσω να πω ότι είμαι Ολλανδή.

Αυτό το ερώτημα του ποιος είναι Ολλανδός – και τι σημαίνει να είσαι Ολλανδός και ποιος το αποφασίζει – συζητείται έντονα στις Κάτω Χώρες τους τελευταίους μήνες, με τις διχαστικές εκλογές [5] τον περασμένο Μάρτιο γύρω από θέματα ταυτότητας, ενσωμάτωσης και του Ισλάμ. Ο ακροδεξιός πολιτικός Γκερτ Βίλντερς [6] συνέβαλε στην ανάκαμψη του εθνικιστικού συναισθήματος. Στοιχεία της ρητορικής του υιοθετήθηκαν επίσης από τον νυν πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε [7]. Η ανοιχτή επιστολή του προς τους κατοίκους της Ολλανδίας προτρέποντας να “πράττουν φυσιολογικά ή να φύγουν [8]” ερμηνεύτηκε ευρέως ως πρόσκληση προς τους μετανάστες να ενσωματωθούν – ακόμα και να αφομοιωθούν – στο μέγιστο δυνατό βαθμό.

Για τους σχετικά νεοφερμένους, όπως η Sidarto, όμως, δεν είναι πάντα τόσο απλό.

“Οι Ολλανδοί δεν επιτρέπουν απαραιτήτως εύκολα άλλους ανθρώπους να εισέλθουν στον εσωτερικό κύκλο τους”, εξηγεί, ενθυμούμενη τα πρώτα της χρόνια εδώ στα 30 της. “Δεν σας ζητούν να έρθετε να δειπνήσετε στο σπίτι τους ή να πιείτε ένα ποτό. Είναι ευγενικοί μαζί σας στη δουλειά και στη συνέχεια φεύγουν. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο για μένα στην αρχή”.

Προερχόμενη από την Ινδονησία, μια πρώην ολλανδική αποικία, η Sidarto μιλούσε πολύ καλά τη γλώσσα, προτού φτάσει στη χώρα, και είχε συγγενείς, που ζούσαν ήδη στην Ολλανδία. Κι όμως, αγωνίστηκε για να την κάνει σπίτι της. Ακόμα και τώρα, οι περισσότεροι φίλοι της είναι άλλοι μετανάστες ή Ολλανδοί που έχουν ζήσει στο εξωτερικό.

Για τον 42χρονο Kami Zarker, η εμπειρία της προσπάθειας να γίνει Ολλανδός ήταν ακόμη πιο δύσκολη.

Ο Zarker έφθασε ως πρόσφυγας από το Ιράν το 1994. Τότε ήταν 21 ετών χωρίς γνώση των ολλανδικών και μηδενικές γνώσεις για την Ολλανδία. Σε έναν βοτανικό κήπο στο Άμστερνταμ, όπου πηγαίνει για να θυμηθεί την πατρίδα του, εξηγεί πώς, στα πρώτα του χρόνια εδώ, εργάστηκε σκληρά για να μάθει ολλανδικά και να κάνει φίλους. Η αίτησή του για χορήγηση ασύλου απορρίφθηκε, αλλά κατόρθωσε να πάρει φοιτητική βίζα και, τελικά, του χορηγήθηκε υπηκοότητα.

Ο Zarker έχει τώρα μια Ιρανή σύζυγο και δύο παιδιά στο Άμστερνταμ. Όταν επιστρέφει στο Ιράν, λέει ότι δεν αισθάνεται πλέον σαν να είναι στην πατρίδα του. Ούτε όμως αισθάνεται πλήρως πατρίδα του την Ολλανδία. Περιγράφει αστειευόμενος τον εαυτό του ως 60% Ολλανδό και “40% εγώ”.

“Πιστεύω ότι και 100 χρόνια να περάσω εδώ, πάλι δε θα είμαι πραγματικά Ολλανδός”, λέει ο Zarker ανασηκώνοντας τους ώμους. “Προσπαθώ να γίνω αυτό, αλλά δεν είμαι.”

Για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς, το ζήτημα του πόσο Ολλανδοί είναι θεωρείται πιο ακανθώδες.

“Μου κάνουν συνέχεια αυτή την ερώτηση”, λέει η Huda Abu Leil, 22χρονη φοιτήτρια κοινωνική λειτουργός, που γεννήθηκε στην Ολλανδία. Ο πατέρας της είναι από την Παλαιστίνη και η μητέρα της είναι από το Μαρόκο. “Τι νιώθεις; Νιώθεις Παλαιστίνια ή νιώθεις Μαροκινή ή αισθάνεσαι Ολλανδή;”

“Μερικές φορές αισθάνομαι Ολλανδή, αλλά με όλα αυτά τα πράγματα που συμβαίνουν στον κόσμο, κάποιοι Ολλανδοί δεν με βλέπουνε [ως] Ολλανδή», προσθέτει η Abu Leil, με έναν τόνο απογοήτευσης στη φωνή της. “Πάντα σκέφτομαι, α εντάξει, τι είμαι τότε;”

Η Abu Leil πήγε εδώ σε ισλαμικό σχολείο και φοράει χαλαρά μια μαντίλα. Λέει ότι όλοι στην παρέα της, εκτός από ένα άτομο, είναι μουσουλμάνοι, κάτι που παραδέχεται ότι βρίσκει «περίεργο». Ωστόσο, δεν έχει ποτέ αισθανθεί ότι έπρεπε να δικαιολογήσει την ταυτότητά της σε οποιονδήποτε, εκτός από μία φορά.

Σερβίροντας ένα γλυκό μαροκινό τσάι, βασικό στοιχείο στο σπίτι της, θυμάται ένα περιστατικό κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους στο πανεπιστήμιο, όταν οι συμφοιτητές της κατηγόρησαν την ίδια και τη μουσουλμανική της παρέα ότι ήταν πολύ “κλειστή κλίκα”. Η Abu Leil δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν λάθος: ο καθένας στο πανεπιστήμιό της αποτελούσε μέρος ενός είδους κλίκας. Ήταν τόσο έντονο, που ένας καθηγητής παρενέβη και ρώτησε την Abu Leil και τους φίλους της τι συμβαίνει.

“Και ήμαστε θυμωμένοι, γιατί σκεφτήκαμε: “Γιατί έρχεστε σε εμάς, γιατί δεν μιλάτε και με τους άλλους συμφοιτητές; Γιατί πάντα φταίμε εμείς; Τι κάναμε λάθος;”. Όταν το σκέφτομαι, θυμώνω και συγχύζομαι”.

Η ιδέα ότι ένας νεοεισερχόμενος πρέπει να καταβάλλει επιπλέον προσπάθεια για να “ταιριάξει” είναι κοινή στην Ολλανδία, βασικά σε πολλές χώρες.

Αλλά σε ποιο σημείο κάποιος που έχει χτίσει τη ζωή του εδώ απλά μπορεί να είναι ο εαυτός του και να εξακολουθεί να αισθάνεται ότι ανήκει εδώ;

Η Venetia Rainey έγραψε το κείμενο αυτό από το Άμστερνταμ.