Τελευταίες μέρες στη Γούτα: Ανάμεσα σε έναν αιφνίδιο θάνατο και έναν παρατεταμένο θάνατο

Σύριος περπατά εν μέσω κατεστραμμένων κτιρίων στη συνοικία Τζομπάρ στα προάστια της συριακής πρωτεύουσας, Δαμασκού, στις 9 Μαρτίου 2016. Φωτογραφία: Sameer Al Doumy, χρησιμοποιείται με άδεια.

Είχαν πραγματικά επιλογή οι κάτοικοι της Γούτα στη Συρία ή κάποιο έλεγχο της μοίρας τους κατά τις τελευταίες τους ημέρες εκεί; Δεδομένων των φρικτών και βασανιστικών συνθηκών που αντιμετώπισαν υπό διαρκή πολιορκία πέντε ετών, οι κάτοικοι της Γούτα συνειδητοποίησαν ότι περιορίζονταν σε τρεις επιλογές: να μεταβούν σε άλλες περιοχές ελεγχόμενες από το καθεστώς, να παραμείνουν σε μια Γούτα ελεγχόμενη από το καθεστώς ή να υποστούν βίαιο εκτοπισμό.

Έπειτα από την πολιορκία και το συνεχή βομβαρδισμό, που παρέλυσε κάθε έννοια ζωής και μεταμόρφωσε την καθημερινότητα σε υπόγεια διαβίωση, το συριακό καθεστώς, υποστηριζόμενο από ρωσικές δυνάμεις, ξεκίνησε επίθεση για να εισβάλει στη Γούτα και να αποκτήσει πλήρη έλεγχο της περιοχής. Κατά το διάστημα αυτό, οι κάτοικοι υφίσταντο ανελέητους βομβαρδισμούς από πολλαπλά είδη όπλων, μεταξύ των οποίων και χημικά όπλα, αναγκάζοντάς τους να ζουν σε υπόγεια καταφύγια, όπου φυλούσαν τα παιδιά τους με την ελπίδα ότι τα εύθραυστα σώματά τους θα τους προστάτευαν. Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν δική τους επιλογή.

Επιζώντες από τη Γούτα ενθυμούνται να περιμένουν για μια στιγμή ηρεμίας μεταξύ δυο αεροπορικών επιθέσεων για να βγουν από τα καταφύγιά τους και να βρουν μια σύνδεση ίντερνετ, ώστε να μπορέσουν να συνδεθούν με τον κόσμο έξω από τις πολιορκημένες περιοχές και να μάθουν νέα.

Στις μη πολιορκημένες περιοχές, το καθεστώς προέβη σε ψυχολογικό πόλεμο μέσω των ΜΜΕ που επηρέαζε. Ένα γενικότερο αίσθημα ήττας, ανημποριάς και εγκατάλειψης κυριαρχούσε σε κύκλους της αντιπολίτευσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Στις περιοχές που ελέγχει το καθεστώς

Τον Φεβρουάριο του 2018, το καθεστώς ξεκίνησε μια τεράστια στρατιωτική επίθεση στη Γούτα, υποστηριζόμενο από ισχυρές ρωσικές εναέριες επιθέσεις, που στόχευαν κατοικημένες περιοχές και αυτοσχέδια νοσοκομεία. Οι καθεστωτικές δυνάμεις χώρισαν την περιοχή σε τρεις τομείς και έπειτα βομβάρδιζαν καθεμία από τις περιοχές αυτές έντονα και ανελλιπώς. Ταυτόχρονα, άνοιξαν ειδικά περάσματα που οδηγούσαν εκτός της Γούτα προς καταφύγια και στους πολίτες επιτρεπόταν να εγκαταλείψουν τη Γούτα μόνο με προορισμό τα συγκεκριμένα καταφύγια.

Τα καταφύγια αυτά ήταν περισσότερο στρατόπεδα κράτησης. Επιτρεπόταν η είσοδος μόνο αφότου καταγράφονταν τα προσωπικά δεδομένα των ατόμων και ελέγχονταν τα ονόματά τους από τυχόν “μαύρες λίστες” διαφόρων γραφείων ασφαλείας του συριακού καθεστώτος. Δεν επιτρεπόταν οι κάτοικοι των καταφυγίων αυτών να μην έχουν κάποιον εγγυητή. Πολλοί από τους νεαρούς άνδρες που εγκατέλειψαν τη Γούτα και πήγαν στα καταφύγια αυτά προσήχθησαν βίαια σε στρατιωτική θητεία στο καθεστωτικό στρατό. Επιπροσθέτως, οι κάτοικοι λάμβαναν μερίδες φαγητού με εξευτελιστικό τρόπο, όπως έχει τεκμηριωθεί σε βίντεο που διέρρευσαν στο Διαδίκτυο.

Επίσημοι ειδησεογραφικοί ιστότοποι επιχείρησαν να προβάλουν μια αντίθετη εικόνα, όπου προέβαλαν βίντεο που έδειχναν ξαφνιασμένους άμαχους πολίτες να επαναλαμβάνουν επιβεβλημένα συνθήματα που υμνούσαν τον πρόεδρο και το συριακό Στρατό, που τους έσωσαν από τους “τρομοκράτες”.

Ο 23χρονος Ahmad μιλά για το πώς έπεισε την οικογένειά του (μάνα, πατέρα και τρία μικρά αδέλφια) να φύγουν από αυτά τα ασφαλή περάσματα:

Ο πατέρας μου είναι χωρικός. Έχει μια φάρμα στο Beit Sawa. Η επίθεση ξεκίνησε με ισχυρισμούς και αδιάκοπους βομβαρδισμούς και το καθεστώς ξεκίνησε να διεισδύει στην περιοχή από την πλευρά του Beit Sawa. Ο πατέρας μου εγκλωβίστηκε στη φάρμα και χάσαμε επαφή μαζί του. Όταν κατάφερε τελικά να επιστρέψει σε μας, μας είπε ότι κρύφτηκα μαζί με ένα γείτονα σε μια τρύπα κάτω από το έδαφος. Όταν σταμάτησε για λίγο ο βομβαρδισμός, βγήκαν από την κρυψώνα και είδαν να πλησιάζει ο συριακός Στρατός, οπότε αποφάσισαν να τρέξουν να γλιτώσουν μέσα από τα χωράφια, επιστρέφοντας δτην Χαμουρίγια.

Ο στρατός προχώρησε προς τη Χαμουρίγια, αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να φύγουμε προς το Ιρμπίν, όχι τουλάχιστον μαζί με τα μικρά μου αδέρφια, τη στιγμή που η διαδρομή βομβαρδιζόταν έντονα και συνεπώς δε διέσχιζαν οχήματα αυτή τη μακρινή απόσταση. Τότε άρχισα να πείθω την οικογένειά μου να φύγουμε προς τις περιοχές που ελέγχονται από το καθεστώς. Στην αρχή έφεραν αντίρρηση, αλλά το καθεστώς προχωρούσε σταθερά και μειωνόταν η δυνατότητά μου να προστατέψω τα αδέρφια μου και να βρω φαγητό. Μετά από μεγάλες συζητήσεις, συνοδευόμενες υπό τους ήχους των ολοένα και κοντινότερων ισχυρών βομβαρδισμών, αποφάσισα να περπατήσω όλη τη διαδρομή μέχρι το Ιρμπίν, ενώ η οικογένειά μου θα έφευγε από το περάσματα προς τα καταφύγια.

Πολλές οικογένειες χωρίστηκαν λαμβάνοντας παρόμοιες αποφάσεις. Οι άνδρες έμεναν στη Γούτα υπό το φόβο συλλήψεων ή βίαιας στρατολόγησης στο Συριακό Στρατό, ενώ πολλά γυναικόπαιδα έφυγαν να γλιτώσουν στα καταφύγια υπό το φόβο μαζικών εκτελέσεων, όταν λεηλατούσε ο στρατός τις γειτονιές τους.

Μια 35χρονη γυναίκα, που τώρα μένει σε ένα καταφύγιο, λέει:

Ο σύζυγός μου, ο αδερφός μου κι εγώ χωριστήκαμε. Ήρθα εδώ με τη μητέρα και τα παιδιά μου, ενώ οι άνδρες έμειναν πίσω και αργότερα έφυγαν για το Ιντλίμπ. Δε γνωρίζω αν η απόφασή μου για να φύγω από τα περάσματα ήταν σωστή και δε γνωρίζω αν θα το μετανιώσω ή όχι, αλλά έφυγα να γλιτώσω από βέβαιο θάνατο. Δε γνωρίζω αν θα ενωθούμε ξανά με την υπόλοιπη οικογένεια, πότε ή πού.

Συμφωνία και εγκατάσταση στην ελεγχόμενη από το καθεστώς Γούτα

Πολλοί κάτοικοι της Γούτα επέλεξαν να παραμείνουν σπίτια τους και να “ρυθμίσουν την πολιτική τους κατάσταση”, καθώς ο συριακός Στρατός ανέλαβε τον έλεγχο της περιοχής, φοβούμενοι ότι η μετάβαση στο Ιντλίμπ θα σήμαινε ξανά βομβαρδισμούς και πολιορκία. Οι κάτοικοι που έκαναν αυτή την επιλογή ήταν χωρικοί, που δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τη γη τους, ηλικιωμένοι και άποροι.

Οι δυνάμεις του καθεστώτος κατέφυγαν στην “συμφωνία” ως εναλλακτική λύση σε μια πολιτική προσέγγιση βάσει διαπραγματεύσεων.

Η τακτική για τις καθεστωτικές δυνάμεις είναι να ξεκινούν μια μαζική στρατιωτική επιχείρηση σε μια περιοχή, που ελέγχεται από τους αντάρτες. Με εκτενείς βομβαρδισμούς, στρατηγική στόχευση κυρίων εγκαταστάσεων, όπως σχολεία και νοσοκομεία, και ενισχύοντας μια βασανιστική πολιορκία, οι αντάρτες μένουν με δυο επιλογές: να συνεχίσουν μέχρι θανάτου έναν άσκοπο αγώνα ή να προχωρήσουν σε συμφωνία με το καθεστώς, το οποίο συχνά ενισχύεται από ρωσική υποστήριξη.

Οι όροι ποικίλουν ελαφρώς μεταξύ των διαφόρων περιοχών, που είναι στα χέρια ανταρτών, αλλά μοιράζονται βασικά ίδια στοιχεία. Εκτός από συγκεκριμένες στρατιωτικές λεπτομέρειες και διαφορές που έχουν να κάνουν με τα εκάστοτε εδάφη, οι αντάρτες πρέπει να παραδώσουν όπλα έναντι εκεχειρίας και διασφαλισμένης φυγής στη βόρεια Συρία (Ιντλίμπ). Αυτή η επιλογή προτιμήθηκε από όσους δεν ήθελαν να ζήσουν υπό το καθεστώς, φοβούμενοι συλλήψεις ή δολοφονία. Το καθεστώς εφάρμοσε το σενάριο αυτό σε δεκάδες περιοχές ελεγχόμενες από αντάρτες.

Ο 30χρονος δάσκαλος Safaa μιλά για την επιλογή αυτή:

Η απόφασή μου εξαρτήθηκε από τους γονείς και τα αδέλφια μου. Τα αδέλφια μου δεν μπορούσαν να μείνουν εδώ, γιατί το καθεστώς εξαναγκάζει όλους τους άνδρες είτε σε στρατιωτική θητεία ή φυλάκιση. Και οι δυο μου γονείς είναι ηλικιωμένοι, δεν μπορούν να φύγουν από τη γενέτειρά τους, όπου έχουν ζήσει σχεδόν 70 χρόνια. Ο αδερφός μου σκοτώθηκε ως μάρτυρας και άφησε πίσω του γυναίκα και δυο παιδιά, που αποτελούν το επίκεντρο της ζωής μας, αλλά και ευθύνη μας. Οπότε τα αδέρφια μου κι εγώ μείναμε πίσω με τους γονείς μου και την οικογένεια του δολοφονημένου μου αδερφού.

Δε γνωρίζω τι θα φέρει το μέλλον. Μπορεί να μην υπάρχει πια πολιορκία ούτε βομβαρδισμοί, αλλά τι θα απογίνουν τα αδέρφια μου; Θα μείνουμε εδώ; Θα μας αναγκάσουν να φύγουμε κάποια στιγμή; Θα μου επιτρέψουν να συνεχίσω να διδάσκω; Πώς θα καταφέρουν να αντέξουν οι γονείς μου να ζήσουν μακριά από τα τρία μου αδέλφια;

Δεν υπάρχουν εγγυήσεις ασφάλειας από το καθεστώς και τις δυνάμεις ασφαλείας του για όσους επιλέγουν το “συμβιβασμό” αυτό. Οι εναπομείναντες άνδρες εξαναγκάζονται σε υποχρεωτική στρατολόγηση στο Στρατό και στέλνονται στην πρώτη γραμμή του μετώπου, κάνοντας συνένοχους θύματα βομβαρδισμών στο να διαπράττουν βομβαρδισμούς οι ίδιοι. Όσοι μένουν πίσω μπορεί να φυλακιστούν ή να βασανιστούν. Το πιο πρόσφατο θύμα των συμφωνιών αυτών στις ανατολικές συνοικίες του Χαλεπιού είναι ο δικηγόρος Mahmoud Mihyo, ο οποίος συνελήφθη και αργότερα δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια βασανισμού.

Βίαιος εκτοπισμός

Περίπου 66.000 κάτοικοι εγκατέλειψαν τη Γούτα προς το Ιντλίμπ ή το αγροτικό βόρειο Χαλέπι για να γλιτώσουν τις ζωές τους. Ο 26χρονος Maher εξηγεί την απόφασή του:

Δεν μπορώ να εμπιστευτώ αρκετά το καθεστώς για να ζήσω υπό την κυριαρχία του.. Γνωρίζω ότι υπάρχει κόσμος που πράγματι υποτάχθηκε στο καθεστώς στην αγροτική Δαμασκό, αλλά πολλοί από αυτούς φυλακίστηκαν, δολοφονήθηκαν ή στρατολογήθηκαν βίαια στο στρατό του Άσαντ.

Ο Muhannad μιλά για την επιλογή του να φύγει από την Ντούμα, την τελευταία περιοχή στα χέρια των ανταρτών στη Γούτα, ενώ η οικογένειά του παρέμεινε εκεί:

Το ερώτημα είναι το εξής: να παραμείνουμε στη γη μας με το πρόσχημα της συμφωνίας και συμφιλίωσης, αλλά και υπό τον έλεγχο ενός καθεστώτος που μας δολοφονούσε για επτά χρόνια χρησιμοποιώντας κάθε είδους στρατιωτικά, πολιτικά και κοινωνικά όπλα; Πρέπει να εγκαταλείψουμε τη γη των παιδικών μας χρόνων, όπου μεγαλώσαμε και κάναμε και δικά μας παιδιά; Όπου δημιουργήσαμε σχέσεις με τους γείτονές μας και βιώσαμε ευτυχία και θλίψη; Πρέπει να τα αφήσουμε όλα πίσω και να φύγουμε; Πώς μπορώ να πάρω τη γυναίκα μου και τα τέσσερα παιδιά μου από μια σκοτεινή πραγματικότητα σε μια άγνωστη; Θα ζούσαμε σε ένα στρατόπεδο περιμένοντας κουτιά με τρόφιμα από φιλανθρωπίες; Πολλές ερωτήσεις και αόριστες απαντήσεις.

Πήρα το λεωφορείο του βίαιου εκτοπισμού μονάχος. Καθώς το λεωφορείο προχωρούσε, συνέχισα να κοιτάζω τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Τους υποσχέθηκα ότι θα ξαναβρεθούμε σύντομα οπουδήποτε βρίσκομαι, ίσως σ’ ένα μήνα, ίσως σ’ ένα χρόνο. Ίσως να μην μπορέσω να τους ξαναδώ ποτέ. Τους άφησα με αρκετά μέσα για να τους βοηθήσω να επιβιώσουν και προσευχήθηκα να είναι ασφαλείς. Έδωσα έναν τελευταίο χαιρετισμό στους γονείς μου στους τάφους τους, στη συνέχεια στην οικογένειά μου, ανέβηκα στο λεωφορείο του βίαιου εκτοπισμού και έφυγα.

Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν αναγκαστικό εκτοπισμό βιώνουν τις δυσκολίες του να ξεκινήσουν πάλι από την αρχή, λόγω της έλλειψης πόρων στις περιοχές που φιλοξενούν τους βίαια εκτοπισμένους, κυρίως στη βόρεια Συρία. Αυτό ενισχύεται από την έλλειψη διεθνούς ανταπόκρισης στις ανθρωπιστικές ανάγκες τους.

Ο Hassan, ένας 18χρονος που έζησε όλη του την εφηβεία υπό πολιορκία, μιλά για τα όνειρά του:

Θέλω να συνεχίσω τις σπουδές μου, αλλά πρέπει και να δουλέψω για να βγάλω τα προς το ζην. Μέχρι αυτή τη στιγμή δεν έχω καταφέρει να βρω μια καλή δουλειά ούτε βρήκα την ευκαιρία να συνεχίσω τις σπουδές μου. Κι αυτό γιατί ακόμα δεν έχω εγκατασταθεί καλά. Προσπαθώ να επικεντρωθώ στη νέα μου ζωή και να ζήσω υπομένοντας τη νοσταλγία μου για την οικογένεια, τους φίλους και τη γειτονιά μου.

Ο Ahmad περιγράφει το νέο του ξεκίνημα στο Ιντλίμπ:

Με τα χρήματα που είχα, ξεκίνησα να πουλάω λαχανικά στο δρόμο, η τωρινή μου δουλειά. Ονειρεύομαι να επεκτείνω την επιχείρησή μου και να καταφέρω να ανοίξω ένα σουπερμάρκετ, ώστε να βγάλω χρήματα και να βοηθήσω τους γονείς μου. Δεν υπάρχει τίποτα πικρότερο από το να ζεις μακριά από τα αγαπημένα σου πρόσωπα, αλλά προσπαθώ να μην το σκέφτομαι πολύ, ώστε να μη με πιάσει κατάθλιψη. Προσπαθώ να ξεγελάσω τον εαυτό μου προσποιούμενος ότι είμαι σαν όλους τους άλλους ταξιδιώτες κι ότι μια μέρα θα γυρίσω σπίτι. Κάθε βράδυ πριν πέσω για ύπνο, χαζεύω τις φωτογραφίες των γονιών μου, των αδελφιών μου και των φίλων μου, που σκοτώθηκαν στη Χαμουρίγια. Σκουπίζω τα δάκρυά μου με την ελπίδα ότι θα ξυπνήσω το πρωί και θα μάθω ότι μπορώ επιτέλους να πάω σπίτι και να ξαναδώ την οικογένειά μου.

Η διεθνής κοινότητα εξακολουθεί να αποτυγχάνει να βρει τρόπο να σταματήσει τη θανατηφόρα βία στη Συρία. Εκατοντάδες χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους από τα βασανιστήρια, την πείνα και το κρύο στους προσφυγικούς καταυλισμούς, στους ασταμάτητους βομβαρδισμούς ή στην πρώτη γραμμή του μετώπου παράλληλα με τις δυνάμεις του καθεστώτος.

Η Rafeef, μια 20χρονη γυναίκα που εγκατέλειψε τη Γούτα, δηλώνει:

Τώρα που έφυγα από τη Γούτα, θα το κάνω σκοπό της ζωής μου να αφηγηθώ στον κόσμο την ιστορία του εκτοπισμού μας, ποιος μας το έκανε αυτό, γιατί το έκανε και τι μας έκανε προτού μας στείλει εξορία.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.