- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Φυσικοί πόροι περιβάλλονται από τρόμο: Τι κρύβεται πίσω από τις επιθέσεις στη βόρεια Μοζαμβίκη;

Κατηγορίες: Υπο-Σαχάρια Αφρική, Μοζαμβίκη, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Θρησκεία, Μέσα των πολιτών, Νεολαία, Οικονομικά & επιχειρηματικότητα, Περιβάλλον, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Πρόσφυγες

Επιζώντες, που έχασαν συγγενείς και σπίτια, ξεκουράζονται στην ύπαιθρο μετά την επίθεση στις 5 Ιουνίου στο χωριό Νάουντε στην περιοχή Μακόμια στην επαρχία Κάμπο Ντελγάδο στη Μοζαμβίκη. Φωτογραφία: Borges Nhamire. Χρησιμοποιείται με άδεια.

Όταν η αυστραλιανή εταιρεία Triton Minerals ανακοίνωσε [1] στα τέλη του 2014 ότι είχε βρει τα μεγαλύτερα γνωστά ως τώρα αποθέματα γραφίτη παγκοσμίως στη βόρεια Μοζαμβίκη, τα νέα μαθεύτηκαν με ανακούφιση, καθώς η χώρα αγωνίζεται να αναδιαρθρώσει [2] το εξωτερικό της χρέος. Ο γραφίτης, βασικός παράγοντας για την ανάπτυξη μπαταριών ιόντων λιθίου, [3] που χρησιμοποιούνται για ηλεκτρικά και υβριδικά οχήματα, ζητείται ιδιαίτερα σε όλο τον κόσμο τα τελευταία χρόνια.

Οι 115,9 εκατομμύρια τόνοι γραφίτη προστίθενται στα εντυπωσιακά αποθέματα ορυκτών της επαρχίας Κάμπο Ντελγάδο της Μοζαμβίκης, συμπεριλαμβανομένου του 40% των γνωστών αποθεμάτων ρουμπινιών παγκοσμίως, που ανακαλύφθηκαν το 2009, και φυσικού αερίου και πετρελαίου που, σύμφωνα με κυβερνητικές προβλέψεις [4], θα κάνουν τη χώρα τον τρίτο μεγαλύτερο εξαγωγέα [5] φυσικού αερίου στον κόσμο μετά το Κατάρ και την Αυστραλία από το 2022.

Ωστόσο, η υπόσχεση του πλούτου ίσως απειληθεί [6] από επεισόδια ακραίας βίας από ένοπλες ομάδες, των οποίων τα κίνητρα παραμένουν ασαφή για τις τοπικές Αρχές.

Η βία ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2017, όταν μια ομάδα 30 μασκοφόρων ανδρών ξεκίνησε επιθέσεις για τρεις ημέρες εναντίον αστυνομικών θέσεων στη Μοσίμποα ντα Πράια, μια πόλη περίπου 30.000 κατοίκων, που βρίσκεται 100 χιλιόμετρα νότια των συνόρων με την Ενωμένη Δημοκρατία της Τανζανίας. Σύμφωνα [7] με την αστυνομία, η επίθεση άφησε 16 νεκρούς, εκ των οποίων 14 από την ένοπλη ομάδα και δύο αστυνομικούς.

Αυτό ήταν το πρώτο επεισόδιο σε μια σειρά παρόμοιων επιθέσεων, που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή τους επόμενους μήνες. Έκτοτε, έχουν καταγραφεί 27 επιθέσεις στην επαρχία, αφήνοντας τουλάχιστον 95 νεκρούς, μεταξύ αξιωματούχων και πολιτών, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το τοπικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Zitamar News [8]. Ένας άλλος κατάλογος επιθέσεων, που συντάχθηκε [9] από αγγλόφωνους χρήστες της Βικιπαίδειας χρησιμοποιώντας τοπικά ρεπορτάζ ΜΜΕ, κατέγραψε 103 θανάτους μέχρι σήμερα.

Σύμφωνα με την έρευνα του Zitamar, 16 από αυτές τις επιθέσεις έλαβαν χώρα μόνο τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2018, όπου 650 σπίτια κάηκαν και 62 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Ενώ οι προηγούμενες επιθέσεις επικεντρώθηκαν σε δημόσιους οργανισμούς και εμπορικά ιδρύματα, τους τελευταίους δύο μήνες έχουν γίνει μαζικοί αποκεφαλισμοί με μεγάλες μαχαίρες.

Το Zitamar συλλέγει δεδομένα για αυτές τις επιθέσεις από τον Οκτώβριο του 2017 και δημιούργησε επίσης έναν διαδραστικό χάρτη [10] με την τοποθεσία και τις λεπτομέρειες κάθε περιστατικού.

Η βία προκάλεσε πανικό στους κατοίκους της περιοχής, αναγκάζοντας πολλούς να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να καταφύγουν σε γειτονικές πόλεις. Το αρχιπέλαγος Κουιρίμπας έχει δεχτεί τον υψηλότερο αριθμό εσωτερικά εκτοπισμένων ατόμων, αν και ο ακριβής αριθμός είναι άγνωστος. Σύμφωνα με έκθεση [11] της Agência Lusa [11], τα νησιά Ίμπο και Ματέμο από μόνα τους έφτασαν τους 1.500 εκτοπισμένους το πρώτο εξάμηνο του Ιουνίου 2018.

Μια επίθεση [12] στις 23 Ιουνίου πραγματοποιήθηκε μόλις πέντε χιλιόμετρα από μία από τις επιχειρήσεις φυσικού αερίου. Αν και η κυβέρνηση λέει ότι οι επιθέσεις δεν επηρεάζουν τις επενδύσεις [13] στην επαρχία, δύο [14] εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου [15] ανακοίνωσαν την αναστολή των δραστηριοτήτων τους, έως ότου η κατάσταση εξομαλυνθεί.

Οι επιθέσεις στην επαρχία Κάμπο Ντελγάδο προκάλεσαν έντονες υποψίες για τρομοκρατία βάσει πίστης. Από την πρώτη επίθεση τον Οκτώβριο του 2017, ο τοπικός πληθυσμός αναφέρεται στις ένοπλες ομάδες ως “Αλ-Σαμπάμπ” [16], αν και δεν υπάρχει αποδεδειγμένη σχέση με την εξτρεμιστική ισλαμική ομάδα της Σομαλίας.

Η πλειοψηφία του πληθυσμού της Μοζαμβίκης είναι χριστιανοί, με περίπου 18% των κατοίκων να χαρακτηρίζονται μουσουλμάνοι, που ζουν κυρίως στο βόρειο τμήμα της χώρας.

Στην πραγματικότητα, για καμία από τις επιθέσεις δεν έχει αναληφθεί ευθύνη δημοσίως, κάτι που ανησυχεί περαιτέρω το κοινό και την κυβέρνηση. Παραμένει ασαφές ως προς το πώς χρηματοδοτούνται αυτές οι επιθέσεις, τα είδη στρατιωτικής εκπαίδευσης και τα πραγματικά συμφέροντα των επιτιθέμενων.

Μια μελέτη αποκαλύπτει ότι η βία μπορεί να βασίζεται σε υποσχέσεις για περιουσία

Σπίτια καταστράφηκαν μετά από επίθεση στο χωριό Νάουντε στις 5 Ιουνίου, Περιφέρεια Μακόμια, Κάμπο Ντελγάδο, Μοζαμβίκη. Φωτογραφία από τον Borges Nhamire. Χρησιμοποιείται με άδεια.

Ενώ οι τοπικές Αρχές συνεχίζουν να αναζητούν κίνητρα, μια βασική μελέτη, [17] που δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 2018 από ερευνητές από το Ινστιτούτο Κοινωνικών και Οικονομικών Σπουδών (IESE) και το Ίδρυμα Μηχανισμού Υποστήριξης της Κοινωνίας των Πολιτών (MASC), παρέχει μερικές ενδείξεις. Ερευνητές από τη μελέτη πραγματοποίησαν τρεις επισκέψεις στο Κάμπο Ντελγάδο μεταξύ Νοεμβρίου 2017 και Φεβρουαρίου 2018 και πήραν συνέντευξη από θρησκευτικούς ηγέτες, συγγενείς νέων, που είχαν ενταχθεί στις ομάδες, και τοπικές Αρχές, μεταξύ άλλων σχετικών παραγόντων.

Η έρευνα ισχυρίζεται ότι οι ένοπλες ομάδες προέρχονται από την επαρχία Κάμπο Ντελγάδο, με μια ομάδα αρχικά γνωστή ως “Ahlu Sunnah Wa-Jamma”, αραβικός όρος που σημαίνει “οπαδοί της προφητικής παράδοσης και της [θρησκευτικής] κοινότητας”. Είναι γνωστό ότι απορρίπτουν την παράδοση των τοπικών κοινοτήτων των Σούφι [18], μια πιο μυστικιστική πλευρά του Ισλάμ. Οι Σούφι τείνουν να αντιτίθενται στους πιστούς μουσουλμάνους στο Κοράνι, όπως οι Ουαχαμπιστές, που τους κατηγορούν ότι αποκλίνουν από το Κοράνι.

Η έρευνα δείχνει όμως, επίσης, ότι οι στόχοι της ομάδας της Μοζαμβίκης δεν καθορίζονται από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό.

Σύμφωνα με πληροφορίες, η συμμετοχή στην ομάδα Ahlu Sunnah Wa-Jamma αποτελείται από κοινωνικά περιθωριοποιημένους νέους, που δεν έχουν επίσημη απασχόληση και σχολική εκπαίδευση. Ενώ έχει θρησκευτικές ρίζες και παράγει προπαγάνδα βασισμένη στην ανάκτηση παραδοσιακών ισλαμικών αξιών, δεν σκοπεύει να καταλάβει την επαρχία Κάμπο Ντελγάδο ή να δημιουργήσει ένα ισλαμικό κράτος στην περιοχή.

Αν και η ακριβής ημερομηνία έναρξης της ομάδας είναι ασαφής, η μελέτη σημειώνει την ενσωμάτωσή τους σε στρατιωτικές κυψέλες το 2015. Αποκαλύπτει επίσης ότι τα μέλη εκπαιδεύτηκαν από πρώην πράκτορες της αστυνομικής δύναμης της Μοζαμβίκης, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τις τάξεις της για ανάρμοστη συμπεριφορά, και επίσης από μέλη πολιτοφυλακής από την Τανζανία και την Κένυα.

Η μελέτη υποδεικνύει ότι ο πραγματικός στόχος της ομάδας είναι να δημιουργήσει ευκαιρίες για την εμπορία ξύλου, ελεφαντόδοντου, κάρβουνου και ρουμπινιών στην πλούσια σε πόρους επαρχία. Οι ερευνητές εξήγησαν [19] ότι η ομάδα κόβει παράνομα 50.000 ξύλινες σανίδες την εβδομάδα, με απώλεια τριών εκατομμυρίων δολαρίων την εβδομάδα στην κυβέρνηση.

Η ανάλυσή τους υποστηρίζεται από εξιστορήσεις [20] δύο ατόμων, που τέθηκαν υπό κράτηση από την αστυνομία, οι οποίοι δήλωσαν ότι συμφώνησαν να ενταχθούν στον Ahlu Sunna Wa-Jammah, αφού έλαβαν υποσχέσεις ότι θα γίνουν εκατομμυριούχοι.

Όταν η κεντρική κυβέρνηση ξεκίνησε την “Επιχείρηση Κορμός [21]” το 2017 για την καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου ξυλείας, αυτό απειλούσε την φερόμενη πηγή παράνομου εισοδήματος της ομάδας, προκαλώντας πιθανώς περαιτέρω εχθρότητα.

Υπάρχουν επίσης εικασίες ότι ορισμένοι αντάρτες είχαν εκδιωχθεί [22] από τα ορυχεία ρουμπινιού του Μοντεπουέζ στην επαρχία Κάμπο Ντελγάδο, όπου διεξήγαγαν παράνομη εξόρυξη, προτού η πολιτικά συνδεδεμένη Montepuez Ruby Mining Partnership [23] μπει στην περιοχή με άδεια λειτουργίας, που αποκτήθηκε το 2012.

Τον Φεβρουάριο του 2017, η κεντρική κυβέρνηση έδωσε εντολές στις δυνάμεις ασφαλείας να απελάσουν όλους τους εναπομείναντες παράνομους ανθρακωρύχους από την περιοχή. Εκείνη την εποχή, ισχυρισμοί βασανιστηρίων [24] από στρατιώτες αναφέρθηκαν ευρέως στα τοπικά ΜΜΕ και πυροδότησαν μια ακόμη άλυτη ποινική έρευνα.

Η Montepuez Ruby Mining Partnership είναι μια κοινοπραξία μεταξύ της Gemfields, που εδρεύει στο Λονδίνο, η οποία κατέχει το 75% του κεφαλαίου της, και της μοζαμβικανής Mwiriti Limitada, που ιδρύθηκε από υψηλόβαθμα μέλη του FRELIMO, του πολιτικού κόμματος, που κυβερνά τη Μοζαμβίκη από την ανεξαρτησία του 1975. Ο Σαμόρα Μασέλ Τζούνιορ, γιος του επαναστάτη και πρώην προέδρου Σαμόρα Μασέλ, είναι ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας. Σε μια δημοπρασία στη Σιγκαπούρη το 2018, τα ρουμπίνια της Montepuez απέδωσαν ρεκόρ [25] 72 εκατομμυρίων δολαρίων.

Σύμφωνα με τη μελέτη, οι κακές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της περιοχής, όπως η ανεργία και η έλλειψη εκπαίδευσης και υγειονομικής περίθαλψης, έχουν οδηγήσει σε αυξημένη στρατολόγηση από την Ahlu Sunna Wa-Jammah. Τα στοιχεία της κεντρικής κυβέρνησης [26] από το 2016 δείχνουν ότι η επαρχία Κάμπο Ντελγάδο έχει περίπου 1,8 εκατομμύρια κατοίκους και το 16,2% είναι άνεργοι, ποσοστό που αυξάνεται σε 24% μεταξύ των νέων 15-24 ετών.

Φόβος και φυγή

Η Zenaida Machado [27], ερευνήτρια του Παρατηρηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, επισκέφθηκε το χωριό Νάουντε μετά την επίθεση στις 5 Ιουνίου και έγραψε στο Twitter για ό,τι βίωσε:

Αυτή η γυναίκα και εκατοντάδες γείτονές της είδαν τα σπίτια τους να καίγονται κατά τη διάρκεια νυχτερινής τρομοκρατικής επίθεσης στο Νάουντε στην επαρχία Κάμπο Ντελγάδο της βόρειας Μοζαμβίκης. Έμεινε εκεί, γιατί δεν είχε να πάει πουθενά αλλού. Καθώς προσπάθησα να συνομιλήσω μαζί της, με ρωτούσε συνέχεια: “Γιατί, γιατί, γιατί …”

Τα ευάλωτα χωριά της περιοχής συχνά στερούνται πρόσβασης σε ηλεκτρικό ρεύμα και τα σπίτια, φτιαγμένα από ελαφρά υλικά όπως ξύλα, πηλό και άχυρο, διευκολύνουν την εξάπλωση της φωτιάς. Γυναικόπαιδα τρέπονταν σε φυγή και φαίνονταν να μεταφέρουν τα τιμαλφή τους και μικρά ζώα.

Αντιμέτωπη με φόβο και αβεβαιότητα, η κυβέρνηση του Κάμπο Ντελγάδο ανέστειλε [30] όλα τα νυχτερινά δρομολόγια στις δημόσιες συγκοινωνίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες [31], το Ηνωμένο Βασίλειο [32] και η Πορτογαλία [33] έχουν προειδοποιήσει τους πολίτες τους να μην ταξιδέψουν στην επαρχία. Το γειτονικό Μαλάουι δήλωσε ότι ήταν σε επιφυλακή [34].