Θυμάμαι ξεκάθαρα τον σεισμό του 2010 στην Αϊτή. Δεν ήμουν εκεί σωματικά, αλλά ήμουν σίγουρα με το μυαλό και την καρδιά μου. Η ομάδα του Global Voices Καραϊβικής έκανε σχεδόν 50 δημοσιεύσεις σχετικά με τις προσπάθειες διάσωσης, ανακούφισης και ανάκαμψης τους δύο μήνες που ακολούθησαν την 12η Ιανουαρίου και είχαμε ένα επιτόπιο σημείο για σύντομο χρονικό διάστημα στα πρώτα στάδια της ανάκαμψης για να υποστηρίξουμε τους netizens της Αϊτής, οι οποίοι είχαν περιορισμένη πρόσβαση σε ηλεκτρική ενέργεια και διαδίκτυο, κοινοποιώντας τις δικές τους προοπτικές για την καταστροφή.
Ο σεισμός της Αϊτής των εντυπωσιακών 7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, είχε καταστροφικά αποτελέσματα: διήρκεσε 30-40 δευτερόλεπτα, ήταν λες και θύμωσε ένα παιδί και έσκαψε την πόλη του από τουβλάκια. Τόσο ο αριθμός των θανάτων όσο και το οικονομικό βάρος, που επιβαρύνουν το ήδη ζορισμένο νησιωτικό έθνος που ήταν ελλιπώς εξοπλισμένο για να τα αντέξει, ήταν ιλιγγιώδη. Ακόμη και από απόσταση, ο σεισμός αυτός με άλλαξε: σταθεροποίησε τη δύναμη των πλατφορμών των μέσων ενημέρωσης των πολιτών να μιλήσουν για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε ζώνες καταστροφής (και πολέμου), όταν τα παραδοσιακά μέσα δεν μπόρεσαν να βρουν καν ασφαλή πέρασμα. Ήταν ένα φαινόμενο που θα επαναλαμβανόταν, από την αρχή της Αραβικής Άνοιξης αργότερα εκείνο το έτος μέχρι τη συνεχιζόμενη κρίση στη Συρία. Αλλά το γεγονός επίσης σταθεροποίησε στο μυαλό μου ότι είμαστε οι φύλακες των αδερφών μας. Μια παγκόσμια κοινότητα. Αλλά η χάρη του Θεού μας φύλαξε.
Στις 21 Αυγούστου 2018, μαζί με το υπόλοιπο Τρινιδάδ και Τομπάγκο, να ‘μαι κι εγώ. Ο σεισμός, με μέγεθος 7,3 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ στο επίκεντρό του στη βόρεια Βενεζουέλα, ήταν 6,9 την ώρα που τα κύματά του μας έφτασαν στο Τρινιδάδ. Στις 5:31 μ.μ. τοπική ώρα, εργαζόμουν στον υπολογιστή μου, περιμένοντας τον σύζυγό μου να επιστρέψει σπίτι από την εργασία του ανά πάσα στιγμή. Υποτίθεται ότι έπρεπε να πάρει το γιο μας, ο οποίος ήταν στο σπίτι ενός φίλου. Όταν άρχισε η βοή, δεν ανησύχησα υπερβολικά. Το νησί μας βρίσκεται κατά μήκος ενός τεκτονικού ρήγματος, επομένως έχουμε συνηθίσει να τρέμουμε ανά περιόδους, και είναι συνήθως μέτριοι και βραχύβιοι. Οπότε έκανα αυτό που κάνουμε συνήθως: τίποτα. “Αχ”, σκέφτηκα, “ένας σεισμός. Ας δούμε τι θα γίνει.”
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, η βοή έγινε πιο δυνατή: ξαφνικά βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με ένα θυμωμένο λιοντάρι που φώναζε πάνω στο χορτάρι, οι τοίχοι έτρεμαν με την ηχώ του. Σηκώθηκα από την καρέκλα μου, κοίταξα έξω από το παράθυρο: ολόκληρη η γειτονιά μου έχανε την ισορροπία της, τόσο βίαιη ήταν η ταλάντευση. Αυτό δεν ήταν καθόλου ένας μέσος σεισμός. Έκανα αυτό που δεν είχα κάνει ποτέ: βγήκα από το σπίτι. Μέχρι τη στιγμή που έφτασα στο σαλόνι, αισθανόμουν σαν να βρισκόμουν στη μέση μιας μπάντας στο Καρναβάλι, η μουσική ξεσπούσε τόσο δυνατά μέσα από τα ηχεία και κουνούσε τα πάντα γύρω της: μπουμ, μπουμ, μπουμ! Το πάτωμα κουνιόνταν με ρυθμό, χορεύοντας σε ένα κακό, κακόβουλο ρυθμό—όπως το έθεσε ένας φίλος, ένα “dutty wine” (είδος Τζαμαϊκανού χορού) που απλά δεν σταματούσε.
Ο σεισμός διήρκεσε ένα τρομακτικό σύνολο 90 δευτερολέπτων και ήρθε ανά κύματα, το καθένα πιο δυνατό από το επόμενο, έτσι ώστε από τη στιγμή που έφτασα στην πίσω αυλή μου και κοίταξα την πλαγιά στην πιο πυκνή δασική περιοχή, πυκνοφυτεμένη με δέντρα με φρούτα και ταλαντευόμενα μπαμπού, το έδαφος μάλλον έμοιαζε με ένα κάλυμμα που το κουνούσα εγώ: πήγαινε πάνω και κάτω σε μια οδυνηρά αργή κίνηση. Είχα σωπάσει, ζάρωσα και συγχρόνως ήμουν απόλυτα σοκαρισμένη. Αυτή ήταν η φύση και εγώ καταλάβαινα ότι βρισκόμουν στην καρδιά της.
Ο λόγος που έτρεξα έξω ήταν στρατηγικός: αν κάτι άρχιζε να καταρρέει, δεν ήθελα να παγιδευτώ. Στην ύπαιθρο, θα μπορούσα τουλάχιστον να δω τι θα μπορούσε να απειλείται με ανατροπή και…λοιπόν…να το αποφύγω. Αλλά στην πίσω αυλή μου, περιτριγυρισμένη από κακαόδεντρα και δέντρα poui και έναν μεγαλοπρεπή ελίχρυσο, αισθάνθηκα παράξενα ήρεμα στη μέση της αναταραχής και περισσότερο παρούσα από όσο ήμουν παλιότερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έκανα έκκληση στον Θεό να το σταματήσει. (Βασικά, αυτά θα μπορούσαν να ήταν τα ακριβή μου λόγια.) Αλλά αν κάτι ήταν αλήθεια εκείνη την στιγμή, ήταν ότι όλοι είμαστε συνδεδεμένοι. Οι διττότητες εξαφανίστηκαν: από τα πουλιά στα δέντρα μέχρι τους ληστές στους δρόμους, είχαμε όλοι ισοπεδωθεί. Τα πράγματα που επιτρέπουμε να μας χωρίσουν φαίνονταν ασήμαντα σε σύγκριση με τον διαχωρισμό των τεκτονικών πλακών.
Ο σύζυγός μου τηλεφώνησε στις 5:33 μ.μ., ακριβώς μόλις έπαυσε το κούνημα. Είχα αφήσει το τηλέφωνό μου μέσα. Δεν μου πέρασε καν από το μυαλό να το πάρω μαζί μου, πολύ λιγότερο να βιντεοσκοπήσω το συμβάν όπως τόσοι πολλοί χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έκαναν, αλλά τη στιγμή που μου είπε ότι ήταν ακόμα στο γραφείο ήμουν έξω από την πόρτα και στο αυτοκίνητό μου για να πάω να μαζέψω τον γιο μου. Το ηλεκτρικό είχε κοπεί, η υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας ήταν σποραδική και δεν μπορούσα να φτάσω στο σπίτι του φίλου του γιου μου για να μάθω πώς τα είχαν πάει. Οι δρόμοι ήταν πιο άδειοι από ό,τι συνήθως και ήσυχοι. Οι άνθρωποι φαίνονταν εμβρόντητοι, εκτός από έναν πελάτη σε έναν πάγκο doubles (πρόχειρο φαγητό) που ήταν σε κατάσταση πλήρους θεατρικότητας, δείχνοντας στον πωλητή πώς τον ταρακούνησε ο σεισμός. Μου ξέφυγε ένα χαμόγελο. Οι ντόπιοι βρίσκουμε συνήθως χιούμορ στη θλίψη. Είναι αυτό που μας κάνει να τα βγάζουμε πέρα.
Όπως όλοι οι άλλοι, ο γιος μου και οι φίλοι μου κουνήθηκαν, αλλά ήταν καλά και είμαι εξαιρετικά ευγνώμων που αν και δεν μπορούσα να είναι μαζί μου, τουλάχιστον ήταν με τον κολλητό του. Τους φαντάζομαι να μιλάνε γι’ αυτό σε λίγα χρόνια: “Θυμάσαι όταν όλοι μαζί κουλουριαστήκαμε κάτω από το δέντρο κατά τη διάρκεια του σεισμού;” Και αυτό είναι το σημαντικό: είμαστε όλοι μαζί σ’ αυτό.
Οδηγώντας πίσω προς το σπίτι, σταμάτησα τουλάχιστον τρεις φορές για να μιλήσω με τους γείτονες. Το τηλέφωνό μου, το οποίο μετά βίας είχε μπαταρία, δονούνταν συνεχώς από μηνύματα από φίλους και οικογένεια, τόσο κοντινούς όσο και μακρινούς, που ήθελα να τσεκάρουν για να μάθουν πώς ήμαστε και το ίδιο έκανα κι εγώ. Καθώς καθόμουν στο φως που έδυε, συνειδητοποίησα πόσο τυχεροί ήμαστε που παρά το ότι πέφτανε συντρίμμια και θρυμματισμένα γυαλιά, δεν υπήρξαν απώλειες ανθρώπινων ζωών, συνειδητοποίησα ότι αυτό που είπε ο ποιητής Shivanee Ramlochan από το Τρινιδάδ, είναι αλήθεια: “Εμείς εδώ στηρίζουμε ο ένας τον άλλον”.
Ελπίζω ότι μπορούμε να το θυμηθούμε αυτό μετά τους μετασεισμούς.