- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Εγώ η Ξενοφοβική: Χρονικό ενός μεταναστευτικού εκτοπισμού

Κατηγορίες: Λατινική Αμερική, Βενεζουέλα, Περού, Διεθνείς Σχέσεις, Ιδέες, Μέσα των πολιτών, Μετανάστευση, Γέφυρα
[1]

Βενεζουελάνοι πωλητές δρόμου στη Λίμα. Φωτογραφία: LLs, δημοσιευμένη υπό άδεια CC-A-SA 4.0.

Το ακόλουθο κείμενο προέρχεται από το άρθρο “Yo, xenófoba: Crónica de un desplazamiento migratorio [2]” της Mélanie Pérez Arias [3] και δημοσιεύθηκε αρχικά από την ιστοσελίδα της Βενεζουέλας Prodavinci. Το κείμενο συντμήθηκε και προσαρμόστηκε για το Global Voices με την άδεια της συντάκτριας. Η αρχική έκδοση περιέχει περισσότερες λεπτομέρειες και στοιχεία σχετικά με την Έξοδο στη Βενεζουέλα, καθώς και προβληματισμούς σχετικά με προσωπικές συναντήσεις και “ετερότητα”.

Η προγιαγιά μου έλεγε: “Ο μουσαφίρης και το ψάρι την τρίτη μέρα βρωμάνε”. Είμαι από τη Βενεζουέλα. Ζω στο Περού εδώ και ενάμιση χρόνο και τους τελευταίους μήνες άρχισα να πιάνω τη βρώμα. Τη δική μου βρώμα.

Μετά την Κολομβία, το Περού έχει τον μεγαλύτερο αριθμό Βενεζουελάνων μεταναστών στη Λατινική Αμερική. Μέχρι σήμερα, υπάρχουν 408.000 από εμάς τους “Venecos” [4] (το ανεπίσημο όνομα και σχεδόν “βρισιά” που μας έχουν βγάλει) στη γη των Ίνκα. Το Περού και η Βενεζουέλα είναι δύο όχθες του ατέλειωτου ποταμιού της μετανάστευσης. Ένα ποτάμι, όπου άρχισα να κολυμπάω όχι πριν από δύο χρόνια, όταν πούλησα όλα μου τα υπάρχοντα για να μετακομίσω εκεί, αλλά πριν από πέντε, όταν ερωτεύτηκα έναν Περουβιανό στη Βενεζουέλα.

Η οικονομική κρίση έφτασε σαν ένα κύμα για το οποίο μας προειδοποιούσαν εδώ και καιρό. Και μας σάρωσε.

Θυμάμαι σαν χτες την ημέρα που ο σύζυγός μου, ο Luis, πρότεινε να μεταναστεύσουμε, γιατί δεν υπήρχε ψωμί στη χώρα. Εκείνη τη μέρα είχε πάει σε πέντε φούρνους και επέστρεψε με άδεια χέρια.

Ο Λουίς γεννήθηκε στο Ελ Καλάο της Λίμα. Όταν ήταν επτά, η οικογένειά του μετανάστευσε στη Βενεζουέλα λόγω της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του '80 και της δεκαετίας του '90. [5] Ανατράφηκε σε ένα περουβιανό σπίτι στο κέντρο του Καράκας, όπου λάτρευαν να τρώνε ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα, ρύζι και την ομάδα Alianza Lima στο ποδόσφαιρο. Την ημέρα του γάμου μας, η μητέρα του μας έφτιαξε causa de pollo [6], ένα παραδοσιακό πιάτο της περουβιανής κουζίνας. Ένας φίλος μας έδωσε μια piñata σε σχήμα αλπακά προς τιμήν της “περουβιανικότητάς” μας και της μεταξύ μας γνωριμίας.

Η ζωή του μετανάστη είναι ακραία μοναχική. Οι φίλοι σου ζουν στο WhatsApp, δουλεύεις μονάχα και τίποτε άλλο και, στην περίπτωσή μας, βλέπεις την κρίση να ξεδιπλώνεται από μακριά. Όταν φτάσαμε στη Λίμα, υπήρχε ένα γενικό κλίμα ανοίγματος και αλληλεγγύης προς τους Βενεζουελάνους. Η μετανάστευση των Βενεζουελάνων αντιμετωπίστηκε ευνοϊκά λόγω του μεγάλου αριθμού επαγγελματιών [7] και του περίφημου κουλ καραϊβικού μας στυλ.

Ενάμιση χρόνο αργότερα, τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά.

Οι άδειες εργασίας για τους Βενεζουελάνους και πρόσβασης σε βασικές δημόσιες υπηρεσίες προκάλεσε την άφιξη πολλών συμπατριωτών μου, ιδίως σε αστικά συγκροτήματα: τομείς της πόλης που, παρά την οικονομική άνοδο, αντιμετωπίζουν προβλήματα ασφάλειας και δημόσιων υπηρεσιών. Σε αυτά τα μέρη εντοπίζεται η αποκαλούμενη από ορισμένους “εισβολή των Venecos”. Πλέον, είμαστε αρκετοί και αποτελούμε πρόβλημα.

Επιπλέον, ορισμένα ΜΜΕ έχουν συμπεριφερθεί ανεύθυνα [8] στα ρεπορτάζ τους για το ζήτημα της μετανάστευσης από τη Βενεζουέλα. Βάλε σε αυτό και την ανοιχτά αντι-βενεζουελανική θέση ορισμένων πολιτικών [9] και έτσι καταλήγουμε να έχουμε ένα μοναδικό κοκτέιλ.

Είχα την πρώτη μου εμπειρία ξενοφοβίας πριν από 15 χρόνια στο Καράκας. Η οικογένειά μου και εγώ περνούσαμε με το αυτοκίνητο μέσα από μια από τις περιοχές στην ανατολική πλευρά της πόλης, όπου είχαν εγκατασταθεί κοινότητες από το Εκουαδόρ και το Περού. Ξαφνικά μια από τις ξαδέρφες μου ρώτησε τον μπαμπά μου τι θα έκανε, αν παντρευόμουν έναν «cotorro», όπως λέγαμε τότε τους μετανάστες των Άνδεων. Ο μπαμπάς μου, στο τιμόνι, με κοίταξε από το καθρεφτάκι, σαν να μου έδινε την άδεια να απαντήσω. Έδωσα την ακόλουθη απάντηση, η οποία πολλά χρόνια αργότερα θα γινόταν όντως πραγματικότητα: “Και βέβαια θα παντρευόμουν έναν cotorro. Έτσι απλά!”.

Το εννοούσα ως πρόκληση και το ακροατήριό μου γέλασε, γιατί του φαινόταν παραλογισμός. Μα γιατί; Γιατί ήταν τόσο δύσκολο να πιστέψεις ότι κάποια σαν εμένα, που το μοναδικό μου ταξικό προνόμιο ήταν πως ήμουν καλύτερη από τον μέσο χορευτή στη σάλσα, θα μπορούσε να ερωτευτεί έναν μετανάστη από τις χώρες του νότου; Ο δεκαεξάχρονος ξενόφοβος εαυτός μου δεν μπορούσε ακόμα να δει ότι σε αυτή την απόρριψη, η αχνή βία που ζούσε μέσα στην κοροϊδία αυτή ήταν το μικρόβιο μιας πιο σοβαρής ασθένειας. Ευτυχώς, ήταν μια ασθένεια, την οποία αντιμετώπισα εγκαίρως.

Τα ταξίδια γιατρεύουν την ξενοφοβία. Τα βιβλία γιατρεύουν την ξενοφοβία. Ο έρωτας για έναν ξένο γιατρεύει την ξενοφοβία. Το να αγαπάς το διαφορετικό γιατρεύει την ξενοφοβία. Κι η ενημέρωση επίσης: σύμφωνα με τον ΟΗΕ, υπάρχουν πάνω από 200 εκατομμύρια μετανάστες στον κόσμο [10]. Οι μετανάστες αποτελούν το 3,3% του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά συνεισφέρουν το 9% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Δηλαδή σχεδόν 7 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ σε ετήσια παραγωγή. Στην πραγματικότητα, τα εμβάσματα αντιπροσωπεύουν μόνο το 15% του εισοδήματος του μετανάστη. Το υπόλοιπο 85% παραμένει στη χώρα.

Αυτό το ασήμαντο περιστατικό από την εφηβεία μου ίσα που αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου για το τι σήμαινε το φαινόμενο της μετανάστευσης [11] για μας. Εμείς οι Βενεζουελάνοι ήμαστε οι κοκαϊνομανείς εκατομμυριούχοι εξάδελφοι σε μια ήπειρο ρημαγμένη από τη βία [12]. Πράγματι, δεχτήκαμε χιλιάδες μετανάστες από την Κολομβία, τον Ισημερινό, το Περού και την Κεντρική Αμερική. Ολόκληρες οικογένειες όπως αυτή του συζύγου μου ήρθαν και έφτιαξαν το σπίτι τους σε μια χώρα όπου όλα μύριζαν φρεσκάδα.

Τα συναισθηματικά οφέλη αυτής της μετανάστευσης είναι αισθητά, τουλάχιστον στις οικογένειες. των οποίων τις ιστορίες γνωρίζω από πρώτο χέρι. Απλώς και μόνο ακούγοντας την πεθερά μου να μιλά για τη Βενεζουέλα, πονάει η καρδιά μου. Οι ιστορίες της 40χρονης σχεδόν ζωής της στη χώρα, όπου κατάφερε να μεγαλώσει δύο γιους ως επαγγελματίες και να δει να γεννιούνται οι εγγονές της, με κάνουν υπερήφανη για τη χώρα μου. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι η αλληλεγγύη αποτελεί διαπραγματευτικό χαρτί. Βοηθάμε τους άλλους, γιατί είναι το σωστό. Απλά αυτό.

Λένε πως ο φόβος είναι κάτι φυσικό. Πρέπει όμως να ξέρεις τι να τον κάνεις, πού να τον τοποθετήσεις, σε ποιον να τον εμπιστευτείς, να γνωρίζεις πότε είναι πραγματικά χρήσιμος, επειδή σε κρατά ασφαλή ή πότε αποτελεί δικαιολογία για να μην αλλάξεις. Δεν υπάρχει εξίσωση. Όλοι πρέπει να βρουν τον δικό τους τρόπο να πολεμήσουν τους δικούς τους δαίμονες. Τους τελευταίους μήνες, όμως, εμφανίστηκαν περιπτώσεις ξενοφοβίας στο Περού, τέτοιες που, αν και δεν έχω τα στοιχεία για να το αποδείξω, δεν ταιριάζουν σε Περουβιανούς.

Πέρασα πολύ χρόνο αυτή την εβδομάδα διαβάζοντας σχόλια κατά της Βενεζουέλας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προσπαθώντας να κρατήσω τη ματιά μου αθόλωτη από αισθήματα σοβινισμού και θυματοποίησης. Στη συνέχεια τα συνέκρινα με επιδείξεις υποστήριξης που δέχτηκα από ξένους. Το συμπέρασμά μου είναι ότι, στην πραγματικότητα, στους δρόμους, οι Περουβιανοί γράφουν μια πολύ διαφορετική ιστορία.

Εν τω μεταξύ, εμείς οι Βενεζουελάνοι συνειδητοποιούμε την ετερότητά μας – αυτή τη μυρωδιά – καθώς αντιμετωπίζουμε μια σειρά περιστάσεων άνευ προηγουμένου στην ιστορία μας: φεύγουμε να βρούμε μια ζωή μακριά από όλα όσα ονομάζουμε δικά μας. Η χώρα μου. Το σπίτι μου. Οι γονείς μου. Οι νεκροί μου. Αυτό απαιτεί από εμάς δεξιότητες προσαρμογής που πρέπει να μάθουμε στην πορεία.

Έχουμε, ωστόσο, μια ακούσια περιουσία. Την προφορά μου. Τα χαρακτηριστικά μου. Τη γλώσσα μου. Τον πόνο μου.

Είθε να επιλέξουμε αυτά τα υπάρχοντα για να μας βοηθήσουν να οικοδομήσουμε γέφυρες και όχι να ανοίξουμε χάσματα.