Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή: Κυβερνήσεις χρησιμοποιούν νόμους περί κυβερνοεγκλήματος και spyware για να στοχεύσουν ακτιβιστές

Η Israa Al-Ghomgham σε παιδική ηλικία. Η φωτογραφία κυκλοφόρησε ευρέως διαδικτυακά.

Το κείμενο αυτό γράφτηκε από τον Khalid Ibrahim, εκτελεστικό διευθυντή του Κέντρου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Κόλπου (GCHR), ανεξάρτητο μη κερδοσκοπικό οργανισμό που προάγει την ελευθερία της έκφρασης, του συνεταιρίζεσθαι και της ειρηνικής συναθροίσεως στην περιοχή του Κόλπου και στις γειτονικές χώρες.

Η υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Israa Al-Ghomgham μπορεί σύντομα να αντιμετωπίσει τη θανατική ποινή στη Σαουδική Αραβία για τις μη βίαιες δραστηριότητές της, που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Συνελήφθη το 2015 μαζί με τον σύζυγό της, τον ακτιβιστή Mousa Al-Hashim, για τον ρόλο τους στις αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες στο Αλ κατίφ. Η Al-Ghomgham κατηγορήθηκε βάσει του άρθρου 6 του Νόμου περί Εγκλημάτων στον Κυβερνοχώρο του 2007 για «παρασκευή, αποστολή και αποθήκευση υλικού που μπορεί να βλάψει τη δημόσια τάξη». Επίσης, κατηγορείται για “υποκίνηση διαδηλώσεων και νεολαίας ενάντια στο κράτος και τις δυνάμεις ασφαλείας σε ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης” και την ανάρτηση φωτογραφιών και βίντεο αυτών των διαδηλώσεων στο διαδίκτυο. Από τότε είναι υπό κράτηση και οδηγήθηκε σε δίκη στις αρχές Αυγούστου του 2018. Οι εισαγγελείς για την υπόθεσή της επιδιώκουν τη θανατική ποινή.

Όσα διακυβεύονται στην υπόθεση Al-Ghomgham μετά βίας θα μπορούσαν να είναι σοβαρότερα. Ωστόσο, οι συνθήκες της σύλληψής της, της κράτησης και της δίωξής της έχουν γίνει δυσάρεστα συνήθεις σε όλη την περιοχή της Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής.

Για σχεδόν δύο δεκαετίες, ακτιβιστές όπως η Al-Ghomgham στην περιοχή της Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά εργαλεία για να απαιτήσουν δημοκρατικές κοινωνίες, που σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, και να εκφράσουν ελεύθερα άλλες ιδέες μη ευπρόσδεκτες στα παραδοσιακά ΜΜΕ, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις ελέγχονται από κυβερνήσεις.

Ωστόσο, μετά από την κατάρρευση των κοινωνικών κινημάτων στην περιοχή κατά την περίοδο 2011-2012, αρκετές κυβερνήσεις και οι δυνάμεις ασφαλείας τους προσπάθησαν να ενισχύσουν τους ελέγχους τους μέσω του διαδικτύου και να παρακωλύσουν τη χρήση του για την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Σε χώρες, όπου ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατέγραψαν σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν και το Κατάρ, οι κυβερνήσεις επένδυσαν εκατομμύρια δολάρια σε εργαλεία επιτήρησης, κατασκοπείας και πειρατείας για να στοχεύσουν υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων διαδικτυακούς ακτιβιστές και bloggers.

Παράλληλα με αυτά τα τεχνικά μέτρα, επιδίωξαν νομικούς μηχανισμούς για να προωθήσουν το σκοπό αυτό. Η τακτική τους περιελάμβανε την υιοθέτηση και την αυστηρή εφαρμογή νόμων κατά του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, που έχουν χρησιμοποιηθεί για να καταπνίξουν την ελευθερία έκφρασης στο διαδίκτυο και να ποινικοποιήσουν και να φυλακίσουν ακτιβιστές.

Μια πρόσφατη έκθεση του Κέντρου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Κόλπου, με τίτλο “Χαρτογράφηση των νόμων περί εγκλημάτων στον κυβερνοχώρο και παραβιάσεις των ψηφιακών δικαιωμάτων στον Κόλπο και στις γειτονικές χώρες“, καταδεικνύει πώς αυτός ο συνδυασμός τεχνικών και νομικών μέτρων οδήγησε σε μια νέα εποχή καταστολής για την περιοχή.

Η έκθεση υπογραμμίζει αυτές τις τάσεις και αναμένει ότι οι περιφερειακές κυβερνήσεις μπορεί να επεκτείνουν την ικανότητά τους να διώκουν τέτοιου είδους “εγκλήματα στον κυβερνοχώρο”:

There are two trends at hand we anticipate to proliferate and feel compelled to warn against. First, legislation will introduce more restraints on online freedom of speech and expression under the label of combating ‘fake news.’ Second, now that the UAE and Syria have developed two branches that are specialised in the prosecution of cybercrimes i.e. the police units and courts, other countries are likely to follow suit.

Υπάρχουν δύο τρέχουσες τάσεις που αναμένουμε να πολλαπλασιαστούν και αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να προειδοποιήσουμε γι’ αυτές. Πρώτον, η νομοθεσία θα εισαγάγει περισσότερους περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου και της έκφρασης στο διαδίκτυο υπό το μανδύα της καταπολέμησης «ψεύτικων ειδήσεων». Δεύτερον, τώρα που τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Συρία έχουν αναπτύξει δύο κλάδους που ειδικεύονται στην δίωξη εγκλημάτων στον κυβερνοχώρο π.χ. αστυνομικές μονάδες και δικαστήρια, κι άλλες χώρες ενδέχεται να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους.

Εκτός από τη χρήση νόμων για την εγκληματικότητα στον κυβερνοχώρο ως αυθαίρετη νομική κάλυψη για να στοχεύουν ακτιβιστές, οι κυβερνήσεις και οι υπηρεσίες ασφαλείας τους προσλαμβάνουν ξένες εταιρείες, συχνά με έδρα τις δημοκρατίες της Δύσης, για να τους παρέχουν το πιο πρόσφατο λογισμικό και υλισμικό για τον πλήρη έλεγχο των δραστηριοτήτων των ακτιβιστών του Διαδικτύου και της κοινωνίας των πολιτών.

Η καναδική εταιρεία Netsweeper πώλησε εργαλεία φιλτραρίσματος στην κυβέρνηση των ΗΑΕ για το μπλοκάρισμα ιστοσελίδων, μεταξύ των οποίων και του Κέντρου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Κόλπου, η οποία έχει μπλοκαριστεί στη χώρα από τον Ιανουάριο του 2015.

Εκτός από την παρακολούθηση και επιτήρηση των διαδικτυακών δραστηριοτήτων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, οι κυβερνητικοί φορείς προσπάθησαν να χακάρουν τους λογαριασμούς τους και να αποκτήσουν ευαίσθητα δεδομένα που περιέχονται σε αυτούς.

Ο ακτιβιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ahmed Mansoor επί του παρόντος εκτίει δεκαετή ποινή φυλάκισης στα ΗΑΕ. Φωτογραφία: Ίδρυμα Martin Ennals, μέσω Citizen Lab.

Ο blogger και υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων Ahmed Mansoor από τα ΗΑΕ, ο οποίος επί του παρόντος εκτίει δεκαετή ποινή φυλάκισης, απλά επειδή εξέφρασε τις απόψεις του στο διαδίκτυο, στοχεύθηκε από το spyware Finfisher, το οποίο πωλείται από τη Gamma International, η οποία έχει έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γερμανία. Η τεχνική έρευνα δείχνει ότι ο Mansoor στοχευόταν επίσης με λογισμικό, που αναπτύχθηκε από την ιταλική εταιρεία Hacking Team.

Μέχρι το 2015 μόνο, οι αρχές των ΗΑΕ χρησιμοποίησαν το λογισμικό Hacking Team, που αγόρασαν για 634.500 δολάρια, για να κατασκοπεύσουν 1.100 άτομα. Το 2016, ο Mansoor ήταν και πάλι στόχος μιας προσπάθειας ηλεκτρονικού “ψαρέματος” (phishing) αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας την τεχνολογία της ισραηλινής εταιρείας NSO Group.

Σε ολόκληρη την περιοχή, όταν συλλαμβάνονται υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διαδικτυακοί ακτιβιστές, κατάσχεται ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός των ίδιων και των μελών των οικογενειών τους. Όταν ο Mansoor συνελήφθη τον Μάρτιο του 2017, οι δυνάμεις ασφαλείας κατέσχεσαν τα κινητά τηλέφωνα και τους φορητούς υπολογιστές των παιδιών του.

Καθώς οι καταστολές σε ολόκληρη την περιοχή της Βόρειας Αφρικής και Μέσης Ανατολής συνεχίζονται αμείωτες, οι κυβερνήσεις στις δημοκρατίες της Δύσης πρέπει να αναλάβουν δράση εναντίον εταιρειών που βοηθούν την καταστολή αυτή. Κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των ΗΠΑ και του Καναδά πρέπει να επιβάλουν ελέγχους στις εταιρείες ψηφιακής ασφάλειας για να τους εμποδίσουν να εξάγουν τεχνολογίες λογοκρισίας, αποκλεισμού και κατασκοπείας σε καταπιεστικές κυβερνήσεις.

Ξεκινήστε τη συζήτηση

Συντάκτες, παρακαλώ σύνδεση »

Οδηγίες

  • Όλα τα σχόλια ελέγχονται. Μην καταχωρείτε το σχόλιο σας πάνω από μία φορά γιατί θα θεωρηθεί spam.
  • Παρακαλούμε, δείξτε σεβασμό στους άλλους. Σχόλια τα οποία περιέχουν ρητορική μίσους, προσβολές ή προσωπικές επιθέσεις δεν θα καταχωρούνται.