- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Είναι ο Ζαΐχ Μπολσονάρου ένας δεύτερος Ροντρίγκο Ντουτέρτε; Είναι πιο περίπλοκο από ό,τι νομίζετε

Κατηγορίες: Ανατολική Ασία, Λατινική Αμερική, Βραζιλία, Φιλιππίνες, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Εκλογές, Ιστορία, Μέσα των πολιτών, Πολιτική, Γέφυρα
[1]

Ο Ζαΐχ Μπολσονάρου, εκλεγμένος πρόεδρος της Βραζιλίας, και ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε, εκλεγμένος πρόεδρος των Φιλιππίνων το 2016. Πηγή και των δύο φωτογραφιών: Wikimedia Commons [2].

Υπάρχουν δύο κύριες κατηγορίες ανθρώπων που χαρακτηρίζουν τον Βραζιλιάνο Πρόεδρο Ζαΐχ Μπολσονάρου, τον υπερήφανο ομοφοβικό, μισογυνιστή, λάτρη των βασανιστηρίων, ως “Τραμπ των τροπικών”: οι δημοσιογράφοι της Βόρειας Αμερικής και φυσικά, και ο ίδιος ο Μπολσονάρου, ο οποίος με προσοχή διαμορφώνει την εικόνα του σαν και του ινδάλματός του από τις ΗΠΑ.

Είναι εν μέρει αλήθεια ότι η ιστορία των εκλογών στη Βραζιλία είναι τελικά η τελευταία δόση στο πνεύμα των καιρών της πολιτικής καταστροφής, που σαρώνει τον δημοκρατικό κόσμο. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι το διασημότερο παράδειγμα. Μειώνοντας τη δημόσια δυσαρέσκεια με τις πρακτικές των πολιτικών ελίτ ή, ανάλογα με την προτιμώμενη ανάλυση, το μίσος που δεν πρέπει να έχει καμία θέση στην κοινωνία, αρχικά βρίσκει γόνιμο έδαφος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που έχουν σχεδιαστεί για να αιχμαλωτίζουν τις πρωταρχικές παρορμήσεις σε έναν αδιάκοπο κύκλο ανταμοιβής, ενίσχυσης, επανάληψης. Η δυσαρέσκεια μετατρέπεται σε παράνοια, γαντζωμένη στις θεωρίες συνωμοσίας, με τις οποίες ένα συνήθως αποπροσανατολισμένο τμήμα του πληθυσμού δαιμονίζεται και το όλο πράγμα τελικά βρίσκει την ενσάρκωσή του σε έναν επίδοξο πολιτικό, έναν Μεσσία με τάση για υπερβολή, που υπόσχεται πλήρη αναμόρφωση του πολιτικού ιδρύματος. Ορίστε λοιπόν.

Δεν είναι ότι η αναλογία Μπολσονάρου-Τραμπ είναι κακή. Υπάρχει όμως μια άλλη ενσάρκωση του προτύπου, που περιγράφεται παραπάνω, που μοιάζει περισσότερο με τον Μπολσονάρου: ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε των Φιλιππίνων. Είναι λογικό οι Βραζιλιάνοι [3] και οι Φιλππινέζοι [4] να βλέπουν ο ένας τον άλλον, καθώς προσπαθούν να κατανοήσουν τις δικές τους εκδοχές της ίδιας ιστορίας, μόνο και μόνο επειδή οι ηγέτες τους ορκίστηκαν να εξοντώσουν μεγάλους αριθμούς ανθρώπων στις αντίστοιχες πατρίδες τους.

Κάποια στιγμή στην εκστρατεία του για το 2016, ο Ντουτέρτε δήλωσε ότι, αν εκλεγεί, τόσα πολλά πτώματα θα βρεθούν στον κόλπο της Μανίλα, που “τα ψάρια θα παχύνουν” τρώγοντάς τα. Ο Μπολσονάρου εξέφρασε παρόμοιες διαθέσεις στο μονοπάτι της εκστρατείας του δύο χρόνια αργότερα, λέγοντας ότι θα έδινε στους αστυνομικούς “λευκή επιταγή” να σκοτώσουν επάνω στο καθήκον. Ο Ντουτέρτε παραδέχθηκε ότι είχε αυτός ο ίδιος σκοτώσει υπόπτους κατά τη διάρκεια της θητείας του ως δήμαρχος της πόλης Νταβάο και είναι πολύ πιθανό να ήταν ο εγκέφαλος πίσω από την περίφημη “Ομάδα Θανάτου του Νταβάο” .Ο Μπολσονάρου είναι πρώην στρατιωτικός, που δηλώνει ανοιχτά ότι τάσσεται υπέρ των βασανιστηρίων. Οι υποσχέσεις του Ντουτέρτε αποδείχτηκαν ότι δεν ήταν τόσο κενές: 20.000 πολίτες φέρεται ότι σκοτώθηκαν στον λεγόμενο “πόλεμο κατά των ναρκωτικών” τα τελευταία δύο χρόνια. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο κίνησε έρευνα εναντίον του για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας κι αυτός διέταξε την απόσυρση των Φιλιππίνων από το Δικαστήριο [5].

Επίσης, σε αντίθεση με τον Τραμπ, δεν εξέλεξαν τους Μπολσονάρου και Ντουτέρτε φτωχοί, αγρότες Βραζιλιάνοι και Φιλιππινέζοι κατά κύριο λόγο. Και οι δύο άνδρες φλέρταραν επίσης με ανθρώπους της μεσοαστικής τάξης — ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων, φιλελεύθερους επαγγελματίες, μέλη της αστυνομίας και των ενόπλων δυνάμεων — που φοβούνται το αχαλίνωτο έγκλημα. Είναι η ίδια μεσαία τάξη, η οποία κάποτε υποστήριξε με ενθουσιασμό τις δικτατορίες σε κάθε χώρα και στη συνέχεια βοήθησε στον τερματισμό τους.

Αν και ο Μπολσονάρου και ο Ντουτέρτε ενσωματώνουν το φόβο και τη δημόσια δυσαρέσκεια και ποζάρουν ως αουτσάιντερ και εκπρόσωποι του λαού, είναι και οι δύο πολιτικοί καριέρας, που ξεπέρασαν τα όρια της πολιτικής τάξης στις αντίστοιχες δημοκρατίες τους για την Προεδρία. Ο Μπολσονάρου ως τετραετής σύμβουλος που άλλαξε κόμματα οκτώ φορές και με επιτυχία οδήγησε ένα εντυπωσιακό σύνολο δύο νομοσχεδίων. Ο Ντουτέρτε ως δήμαρχος για τρεις δεκαετίες μιας νότιας πόλης, που, όπως υποστηρίζει τώρα, παραγκωνίστηκε από τη Μανίλα, αγνοώντας το γεγονός ότι υποστήριξε την προηγούμενη κυβέρνηση του Φιλελεύθερου Κόμματος μέχρι την τελευταία στιγμή του ως δήμαρχος και απλώς στράφηκε εναντίον τους, όταν αποφάσισε να κατέβει για Πρόεδρος.

Όχι τόσο γρήγορα

Αυτές οι ομοιότητες δεν έχουν χαθεί ούτε στα ΜΜΕ της Βραζιλίας ούτε σ’ αυτά των Φιλιππίνων, αλλά η αλήθεια είναι ότι εκτός από τον πόλεμο κατά των ναρκωτικών, οι δύο πολιτικοί έκαναν τις εκστρατείες τους σε διαφορετικές πλατφόρμες.

Πάρτε την οικονομική πολιτική του Μπολσονάρου: ο υπουργός Οικονομικών του, από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου έχει υποσχεθεί [6] πλήθος εξαιρετικά ορθολογικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένης της ιδιωτικοποίησης των κρατικών επιχειρήσεων της Βραζιλίας και της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος. Εναγκαλίζεται επίσης τον νόμο “απεριόριστης εξωτερικής ανάθεσης” του Τεμέρ, ο οποίος εγκρίθηκε από το Κογκρέσο το 2017 και επιτρέπει στις εταιρείες να αναθέτουν τις διευθυντικές θέσεις τους σε εξωτερικούς συνεργάτες, αρνούμενες να δώσουν κέρδη στους εργαζόμενους.

Η εξωτερική ανάθεση είναι επίσης ένα μεγάλο ζήτημα στην πολιτική συζήτηση των Φιλιππίνων, όπου συνήθως ονομάζεται συμβασιοποίηση. Σε αντίθεση με τον Μπολσονάρου, ο Ντουτέρτε προωθούσε την υπόσχεσή του να τερματίσει τη σύναψη συμβάσεων, υπογράφοντας [7] διάταγμα το 2018 για να στηρίξει αυτή τη δέσμευση. Οι ομάδες εργατών, ωστόσο, το θεωρούν ως μια κενή χειρονομία, καθώς δεν έχει απαγορεύσει την πρακτική.

Ο Ντουτέρτε έχει επίσης υποστηρίξει ένα πακέτο φορολογικής μεταρρύθμισης [8], το οποίο ενέκρινε το Κογκρέσο το 2017 και το οποίο δημιούργησε νέα επίπεδα για τους υπερ-πλούσιους, ενώ παράλληλα αύξησε τους φόρους στα καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, όπως τα καύσιμα, τα ηδύποτα, τα αυτοκίνητα, τον καπνό και τις αισθητικές χειρουργικές επεμβάσεις. Στο πλαίσιο του προγράμματος ναυαρχίδα “Χτίστε, Χτίστε, Χτίστε”, έχει ξοδέψει χρήματαπου ενισχύθηκαν μέσω δανείων από την Κίνασε υποδομές. Οι πολιτικές του Ντουτέρτε έχουν μεγαλύτερη ομοιότητα με τις πολιτικές της πρώην προέδρου της Βραζιλίας Ντίλμα Ρούσεφ, οι οποίες συνέβαλαν σε μεγάλο έλλειμμα του προϋπολογισμού και σε αυξανόμενο πληθωρισμό, που τροφοδότησε την τρέχουσα δυσπραγία της Βραζιλίας.

Και ενώ ο Μπολσονάρου υπόσχεται να αρχίσει να επιβάλλει δίδακτρα στα δημόσια πανεπιστήμια της Βραζιλίας, τα οποία ήταν πάντα εντελώς δωρεάν, ο Ντουτέρτε υπέγραψε [9] τον νόμο περί ελεύθερης τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ο οποίος παρέχει στους ειδικευμένους φοιτητές δωρεάν πρόσβαση στη δημόσια ανώτατη εκπαίδευση. Δεν είναι σαφές εάν αυτό είναι εφικτό, δεδομένου του περιορισμού της χρηματοδότησης της χώρας, αλλά ακόμη και οι επικριτές του Ντουτέρτε αναγνωρίζουν τα πιθανά οφέλη αυτού του νόμου.

Από τότε που εκλέχτηκε, ο Μπολσονάρου φαίνεται να έχει ανακαλέσει [10] τη δέσμευσή του να αποσύρει τη Βραζιλία από τη συμφωνία του Παρισιού και να κλείσει το Υπουργείο Περιβάλλοντος, αλλά όχι και τις υποσχέσεις του να εξαλείψει όλη τη νομοθεσία υπέρ των αυτοχθόνων και υπέρ της διατήρησης του περιβάλλοντός τους, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η διακοπή του δικαιώματος των αυτοχθόνων στην κατανομή των γαιών και το άνοιγμα εγχώριων εδαφών σε ορυχεία μεγάλης κλίμακας.

Ο Ντουτέρτε, από την άλλη πλευρά, έχει σταθεί σταθερά εναντίον των ανοιχτών ορυχείων και της μεγάλης κλίμακας εξόρυξης. Όρισε έναν πολύ γνωστό περιβαλλοντικό ακτιβιστή να αναλάβει ως επικεφαλής του Τμήματος Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων (DENR) και δεν αντιτάχθηκε στην αναστολή από το DENR σε διάφορες επιχειρήσεις εξόρυξης και στην ζήτηση για έλεγχο στις εξορύξεις. Ακόμη και με έναν νέο γραμματέα της DENR στη θέση αυτή, ο Ντουτέρτε εξακολουθεί να επικρίνει [11] τις επιχειρήσεις εξόρυξης διατηρώντας παράλληλα την απαγόρευση [12] εναντίον νέων επιχειρήσεων εξόρυξης.

Δεν είναι μόνο η οικονομία, βλάκα

Ο Μπολσονάρου και ο Ντουτέρτε ήρθαν επίσης στην εξουσία στο πλαίσιο δύο διαφορετικών πραγματικοτήτων.

Η Βραζιλία εξακολουθεί να κλυδωνίζεται από οικονομική ύφεση: το 2016 βίωσε τη χειρότερη κάμψη από τη δεκαετία του '80. Μία μεγάλης κλίμακας διαφθορά οδήγησε δεκάδες επιχειρηματίες και πολιτικούς στη φυλακή, συμπεριλαμβανομένου του πρώην προέδρου Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα. Η Ντίλμα Ρούσεφ, η οποία διαδέχθηκε τον Λούλα το 2011, κατηγορήθηκε μέσα στο 2016 για κυβερνητικούς λογαριασμούς-βιτρίνες. Και τα δύο γεγονότα διαίρεσαν εις βάθος τους Βραζιλιάνους, οι οποίοι τείνουν να τις βλέπουν είτε ως σκανδαλώδεις επιθέσεις στο σύνταγμα από μια μικρή φατρία της δικαστικής εξουσίας και ενός διεφθαρμένου Κογκρέσου είτε ως μακροχρόνια σωτηρία, που χρειάστηκε η χώρα, και τους δικαστές και τους εισαγγελείς της ως τίποτα λιγότερο από ήρωες. Μέσα σ’ αυτό το κύμα χάους, ο Μπολσονάρου οδηγήθηκε μέχρι τη νίκη.

Με τον Ντουτέρτε, από την άλλη πλευρά, κανείς δεν το περίμενε. Ο προκάτοχός του, Μπενίγκνο Ακίνο Τζούνιορ του Φιλελεύθερου Κόμματος, άφησε το αξίωμα του με 50% αποδοχή, ποσοστό σχεδόν τόσο υψηλό όσο όταν ανέλαβε την εξουσία έξι χρόνια νωρίτερα, ένα κατόρθωμα το οποίο λίγοι πολιτικοί μπορούν να αξιώσουν. Το 2015, επίσης, η οικονομία των Φιλιππίνων παρουσίασε αύξηση πάνω από 6%.

Ο Ντουτέρτε κατέβηκε για πρόεδρος ποζάροντας ως “αριστερός”, ενώ ο Μπολσονάρου αξιοποίησε το βαθύ ριζωμένο, πολυκεντρικό φόβο του κομμουνισμού. Αυτοί οι φόβοι έχουν στηρίξει την πολιτική της Λατινικής Αμερικής για σχεδόν έναν αιώνα, με το Εργατικό Κόμμα να είναι η τελευταία ενσάρκωση αυτής της κακής δύναμης.

Όπως σε μεγάλο μέρος της Λατινικής Αμερικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας, τόσο η Βραζιλία όσο και οι Φιλιππίνες γνώρισαν κομμουνιστικές εξεγέρσεις στα μέσα του 20ού αιώνα. Αλλά ενώ η δικτατορία της Βραζιλίας εξάλειψε τους επαναστάτες της, με πολλούς από αυτούς να απορροφώνται από τον εκδημοκρατισμό, η ένοπλη εξέγερση στις Φιλιππίνες ζει. Από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη δεκαετία του '80, κανένας πρόεδρος της Φιλιππίνων δεν κατόρθωσε να υπογράψει συμφωνία ειρήνης με το Στρατό του Νέου Λαού (NPA), την ένοπλη πτέρυγα του Κομμουνιστικού Κόμματος, του οποίου τα στρατεύματα, σύμφωνα με τον στρατό, αριθμούν μόνο [13] περίπου 3.000 (από 20.000 που ήταν στα τέλη της δεκαετίας του '70).

Ο Ντουτέρτε είχε μια φιλική σχέση με το NPA κατά τη διάρκεια της θητείας του ως δήμαρχος του Νταβάο, της μεγαλύτερης πόλης στο Μιντανάο, του νησιού όπου συγκεντρώνονται οι περισσότερες από τις δυνάμεις του NPA. Ως πρόεδρος, επανέλαβε τις ειρηνευτικές συνομιλίες με τους κομμουνιστές, απελευθέρωσε κάποιους πολιτικούς κρατούμενους και προχώρησε σε διαπραγματεύσεις για τη διανομή δωρεάν [14] γης και άρδευσης για τους μικρούς αγρότες.

Όμως, πέρυσι, ο Ντουτέρτε απομάκρυνε τους αριστερούς από το υπουργικό του γραφείο και οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους κομμουνιστές έχουν σταματήσει [15]. Όπως και οι προκάτοχοί του, ο Ντουτέρτε διεξάγει τώρα έναν πόλεμο ενάντια στο NPA.

Από την δικτατορία στην (ηγεμονική) δημοκρατία

Τόσο η Βραζιλία όσο και οι Φιλιππίνες και τα σημερινά πολιτικά τους ιδρύματα εμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του '80 μετά από βίαιες δικτατορίες, που υποστήριζαν οι ΗΠΑ. Το στρατιωτικό καθεστώς της Βραζιλίας, το οποίο κυβέρνησε από το 1964 έως το 1985, και ο Φερντινάντο Μάρκος, ο οποίος κυβέρνησε από το 1965 έως το 1986, δεσμεύτηκαν να ξεριζώσουν τους κομμουνιστές αντάρτες για να δώσουν νομιμότητα στους εαυτούς τους.

[16]

Η επανάσταση της δύναμης των ανθρώπων: οι άνθρωποι γεμίζουν τη λεωφόρο Epifanio delos Santos (EDSA), μετρό Μανίλας, Φιλιππίνες. 7 Φεβρουαρίου 1986. Φωτογραφία: Joey de Vera, δημοσιευμένη από το Wikimedia Commons, υπόκειται σε άδεια δίκαιης χρήσης.

Η αναστολή των ελεύθερων εκλογών, η κατάργηση της ελευθερίας του Τύπου, η βίαιη στόχευση των αντιφρονούντων και η ευρεία χρήση των βασανιστηρίων και των εξαφανίσεων ήταν σημάδια και των δύο καθεστώτων. Σε καμία από τις δύο χώρες τα εγκλήματα αυτών των περιόδων δεν έχουν προσαχθεί στη δικαιοσύνη.

Οι δύο δημοκρατίες βίωσαν την επιστροφή στη δημοκρατία την ίδια εποχή — η Βραζιλία το 1983-84 με την Diretas Já και οι Φιλιππίνες με την Επανάσταση του Λαού των Φιλιππίνων το 1986 — και οι δύο ζυμώθηκαν εν μέσω έντονης οικονομικής ύφεσης. Το κίνημα των Φιλιππίνων ανέστειλε τον Μάρκος, αφότου αυτός έστησε τις εκλογές του 1986, εγκαθιστώντας την Κορασόν Ακίνο ως πρόεδρο, η οποία μαζί με μια διορισμένη επιτροπή συνέταξαν ένα σύνταγμα του 1987. Μετά το Diretas Já, οι Βραζιλιάνοι εξέλεξαν μια Συντακτική Συνέλευση το 1986, η οποία συνέταξε το σύνταγμα της χώρας το 1988.

[17]

Διαδήλωση Diretas Já στην πόλη Πόρτο Αλέγκρε, Βραζιλία, στις 13 Απριλίου 1984. Φωτογραφία: Alfonso Abraham/Senado Federal CC-BY-NC 2.0

Μεταξύ των πολυάριθμων κληροδοτημάτων και των δύο κινημάτων είναι η δημιουργία των πολιτικών ελίτ που θα κυβερνήσουν τις χώρες τους για τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Όμως, ενώ η Diretas Já της Βραζιλίας ενώνει τους φιλελεύθερους και την πιο ριζοσπαστική αριστερή αντιπολίτευση, το Κομμουνιστικό Κόμμα των Φιλιππίνων μποϊκοτάρει τις εκλογές του 1986 σε αυτό που αργότερα αναγνώρισε ότι ήταν σοβαρό λάθος τακτικής. Παρά το γεγονός ότι ήταν ο πυρήνας της αντίστασης στον Μάρκος καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '70, το Κομμουνιστικό Κόμμα παρέμεινε υπόγειο, καθώς οι Φιλιππίνες μετατοπίστηκαν προς τη δημοκρατία. Εν τω μεταξύ, η μετάβαση της Βραζιλίας πραγματοποιήθηκε με μια ισχυρή αριστερή δύναμη στο τιμόνι, το Εργατικό Κόμμα (PT), του οποίου ο ηγέτης Λούλα αναδείχθηκε μέσα από τις τάξεις των συνδικάτων της Βραζιλίας για να προεδρεύσει μιας άνευ προηγουμένου οικονομικής ανάπτυξης το διάστημα 2002-2010.

Ενώ οι πολιτικοί του PT μεταμόρφωσαν τη ζωή των φτωχότερων Βραζιλιάνων, απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να προκαλέσουν διαρκή διαρθρωτική αλλαγή και με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να φαίνονται ίδιοι με τους φιλελεύθερους προκατόχους τους. Αν, από τη μία πλευρά, το ΡΤ σεβάστηκε τους δημοκρατικούς θεσμούς της Βραζιλίας, έπαιξε επίσης το παιχνίδι της πολιτικής, το οποίο στη Βραζιλία έχει εξευτελιστεί από μια άπληστη ολιγαρχία και από διεφθαρμένες εκλογικές πελατειακές πρακτικές, όπως και στις Φιλιππίνες.

Φόβος για την Δημοκρατία

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τόσο ο Μπολσονάρου όσο και ο Ντουτέρτε μιλάνε νοσταλγικά για τα καταπιεστικά καθεστώτα της χώρας τους, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους ότι ήταν απαλλαγμένα από βία, διαφθορά και χάος, και έχουν κερδίσει την εύνοια των ηγετών τους. Η εμφάνιση αυτών των δύο πολιτικών προσωπικοτήτων έρχεται στα ύψη της αποτυχίας των νέων φιλελεύθερων δημοκρατιών. Και οι δύο χώρες δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τη διαρθρωτική αδικία και τα υψηλά επίπεδα ανισότητας και διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα ενός πολιτικού σώματος που διοικείται από μια χούφτα ηγετών.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο το γεγονός ότι τόσο οι Φιλιππίνες όσο και η Βραζιλία έπεσαν στην παγίδα δύο ισχυρών, οι οποίοι τις περιέπλεξαν με υπερβολικές υποσχέσεις ότι θα εξουδετερώνουν όλα τα εγκλήματα και τη διαφθορά, έστω και εις βάρος του δημοκρατικού οικοδομήματος που χτίστηκε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.

Σε δυόμισι χρόνια ως πρόεδρος, ο Ντουτέρτε έχει απομακρύνει τον επικεφαλής δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου και έχει κατηγορήσει και φυλακίσει τον πιο σημαντικό αντίπαλό του στη Γερουσία για διακίνηση ναρκωτικών σε μια σκανδαλώδη δίκη. Προσπάθησε να ανακαλέσει την άδεια του Rappler, σημαντικού διαδικτυακού ειδησεογραφικού πρακτορείου στις Φιλιππίνες, και απαγόρευσε τον κύριο ρεπόρτερ τους από το Μέγαρο Malacañang (η Προεδρική Κατοικία), ενώ οι λεγεώνες DDS (“σκληροπυρηνικοί” ϋποστηρικτές του Ντουτέρτε) απειλούν πολλούς περισσότερους δημοσιογράφους [18] στο διαδίκτυο.

Το αν ο Μπολσονάρου θα καταργήσει επίσης τη δημοκρατία στη Βραζιλία παραμένει προς συζήτηση. Πολλοί ελπίζουν ότι αν αντιμετωπίσει τις πραγματικές ευθύνες της εξουσίας θα μετριάσει τον τόνο και τις πολιτικές του. Αλλά αν ο Ντουτέρτε — από πολλές απόψεις η λιγότερο αντιδραστική φιγούρα — αποτελεί παράδειγμα, οι Βραζιλιάνοι έχουν αρκετούς λόγους να φοβούνται.