- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Πρώην πρόσφυγας στους δρόμους της Ρώμης πλέον ιδιοκτήτης επιχειρήσεων με όνειρο την ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν

Κατηγορίες: Κεντρική Ασία και Καύκασος, Αφγανιστάν, Μέσα των πολιτών, Μετανάστευση, Οικονομικά & επιχειρηματικότητα, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Γέφυρα

Ο Asharaf Barati στη Βενετία με το φίλο και συνεργάτη του, Yasin Tanin. Φωτογραφία: Basir Ahang. Χρησιμοποιείται με άδεια.

Ένα φθινοπωρινό βράδυ το 1994, οι Ταλιμπάν ετοιμάζονταν να κατακτήσουν το Αφγανιστάν. Μόλις δύο χρόνια πριν, είχε ξεσπάσει ένας τρομερός εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των διαφορετικών φατριών των Μουτζαχεντίν, που είχαν νικήσει τη βραχύβια φιλοσοβιετική κυβέρνηση, μετατρέποντας τη χώρα σε ένα απέραντο τοπίο τρομοκρατίας και απελπισίας.

Εκείνη την εποχή, σε ένα μικρό χωριό στην επαρχία Γκαζνί στο κεντροανατολικό Αφγανιστάν, ο Asharaf Barati, ένα 13χρονο αγόρι εθνότητας Χαζάρα έτρωγε το τελευταίο δείπνο με την οικογένειά του. Ακόμη και αν η μητέρα του δεν το είχε πει, ήξερε ότι δεν θα ξανάβλεπε το γιο της για πολύ καιρό, πιθανόν ποτέ. Η αναχώρηση του παιδιού έγινε την αυγή. Ο θείος του θα τον έπαιρνε να τον πάει στους λαθρεμπόρους.

Γκαζνί, Αφγανιστάν. Φωτογραφία: [1] ISAF. Μέλη της Περιφερειακής Ομάδας Ανοικοδόμησης του Γκαζνί επισκέφτηκαν την παλιά πόλη στις 18 Απριλίου 2010. (Joint Combat Camera Afghanistan, φωτογραφία: Tech. Sgt. James May). CC-2.0

Ο Abdul Ali Mazari, ηγέτης της πολιτειακής παράταξης Hezb-e-Wahdat, που είχε πλειοψηφία Χαζάρα, είχε μόλις δολοφονηθεί από τους Ταλιμπάν και πολλοί Χαζάρα αισθάνθηκαν ξαφνικά ευάλωτοι. Οι Ταλιμπάν, γνωστοί για το μίσος τους για τους Χαζάρα, πλησίαζαν επικίνδυνα. Οι Χαζάρα εγκατέλειψαν τη χώρα μαζικά, μερικοί για το Πακιστάν και άλλοι για το Ιράν.

Μέρες μετά τη διαφυγή του, ο Asharaf βρέθηκε στο Πακιστάν. Για λίγα χρόνια εργάστηκε σε ανθρακωρυχείο, μια δουλειά που τον άφησε άρρωστο και εξαντλημένο. Μετά από αυτό μάζεψε τα πενιχρά κέρδη του και πήγε στο Ιράν, όπου βρισκόταν για άλλη μια φορά σε ξένη γη, μεταξύ άλλων προσφύγων, κουβαλώντας τσουβάλια ασβέστη βαρύτερα κι από τον ίδιο για να βγάλει τα προς το ζην. Τότε, όπως και τώρα, η κατάσταση των Αφγανών προσφύγων στο Ιράν ήταν γεμάτη δυσκολίες και εκμετάλλευση. [2]

“Ήταν μια δύσκολη κατάσταση”, θυμόταν ο Asharaf σε συνέντευξή του στο Global Voices. “Εμείς (οι Αφγανοί πρόσφυγες) ζούσαμε στο κενό εργοτάξιο στο οποίο εργαζόμαστε, δεν είχαμε ρεύμα ούτε θέρμανση, βάζαμε νάιλον στα ανοιχτά παράθυρα για να μην πεθάνουμε από το κρύο κατά τη διάρκεια της νύχτας”.

Μετά από τέσσερα χρόνια, ο Asharaf άφησε πίσω τη ζωή του στο Ιράν χωρίς νόμιμα έγγραφα και ετοιμάστηκε να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Μετά από ένα επικίνδυνο θαλάσσιο ταξίδι, βρέθηκε ναυαγός σε ένα μικροσκοπικό ακατοίκητο ελληνικό νησί. Το 2002, αφού οι ελληνικές Αρχές απέρριψαν την αίτησή του για άσυλο, ο Asharaf έφτασε τελικά στην Ιταλία.

Ο Asharaf περιπλανήθηκε για καμπόσο στους δρόμους της Ρώμης άστεγος: κοιμόταν σε πάρκα και έτρωγε σε ένα συσσίτιο μιας εκκλησίας για τους άπορους δύο φορές την ημέρα. Μολονότι είναι αλήθεια ότι η Ιταλία έχει γίνει προορισμός δεύτερης ευκαιρίας για απορριφθέντες αιτούντες άσυλο λόγω των σχετικά υψηλών ποσοστών έγκρισης, είναι επίσης αλήθεια ότι οι συνθήκες, υπό τις οποίες γίνονται δεκτοί οι αιτούντες άσυλο, είναι τρομερές. Σύμφωνα με την ΜΚΟ Ένωση Πολιτικών Ελευθεριών για την Ευρώπη [3], “το σύστημα πάσχει από γενική έλλειψη διαφάνειας. Η τεράστια πλειοψηφία των αιτούντων άσυλο φιλοξενείται σε περισσότερα από 3.000 “εξαιρετικά κέντρα υποδοχής”, τα οποία είναι αυτοσχέδιες δομές στα χέρια ανειδίκευτου και απροετοίμαστου προσωπικού”.

Σύμφωνα με τον ιταλικό νόμο [4], οι αιτούντες άσυλο μπορούν να έχουν πρόσβαση στα κέντρα φιλοξενίας μόνο μετά την επίσημη εγγραφή τους, διαδικασία η οποία μπορεί να διαρκέσει μήνες μετά την έναρξη της αίτησης ασύλου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι άνθρωποι που δεν μπορούν να πληρώσουν για στέγαση πρέπει να αναζητήσουν φιλοξενία φίλων ή να κοιμηθούν στο δρόμο.

Αυτή ήταν κι η μοίρα του Asharaf.

Το ανεξέλεγκτο όμως πνεύμα του δεν τον αποθάρρυνε ούτε τον κατέβαλλε για πολύ καιρό. Μετά από χρόνια εργασίας σε διάφορες δουλειές στον κατασκευαστικό τομέα, ο Asharaf με τις αποταμιεύσεις του ίδρυσε έναν ξενώνα στη Βενετία. Είχε τόση επιτυχία, που λίγο μετά άνοιξε και δεύτερο ξενώνα και ένα εστιατόριο-ντελίβερι.

Η ιστορία του Asharaf Barati αποτελεί το θέμα ενός ντοκιμαντέρ [5] με τίτλο “Πίσω από την πολυτέλεια της Βενετίας: Ένας Χαζάρα στην Ιταλία”, σε σκηνοθεσία Amin Wahidi. Η ταινία κέρδισε το Βραβείο της πόλης της Βενετίας το 2017 κατά το 24ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ.

Ο Asharaf Barati μπροστά από το “Casa Fiori”, έναν από τους ξενώνες, των οποίων είναι ιδιοκτήτης στη Βενετία. Φωτογραφία: Basir Ahang. Χρησιμοποιείται με άδεια.

Στην Ιταλία, οι επιχειρηματίες, ιδίως εκείνοι που δεν είναι Ιταλοί, αντιμετωπίζουν τεράστια εμπόδια. Γραφειοκρατία, υψηλή φορολογία και πιστοληπτική ικανότητα αποτελούν μείζονα εμπόδια.

Σύμφωνα με ανεπίσημη εκτίμηση [6], στην Ιταλία υπάρχουν περίπου 20.000 Αφγανοί. Για πολλούς, η χώρα είναι απλά ένας σταθμός καθ’ οδόν προς άλλους ευρωπαϊκούς προορισμούς [6]. Όμως, τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί πολλές επιχειρήσεις με Αφγανούς ιδιοκτήτες, συμπεριλαμβανομένων ραφτάδικων, ταξιδιωτικών γραφείων, ξενοδοχείων και εστιατορίων. Ορισμένα αφγανικά εστιατόρια έχουν κερδίσει αναγνώριση από τον ιταλικό Τύπο για την εξαίρετη κουζίνα τους.

Στη Βενετία υπάρχει το εστιατόριο Orient Experience [7], το πνευματικό τέκνο του Hamed Ahmadi, όπου οι σερβιτόροι και το προσωπικό της κουζίνας είναι κυρίως πρόσφυγες από διάφορα μέρη του κόσμου. Αναφέρουν την ιστορία του ταξιδιού τους στην Ιταλία μέσω αφγανικών, ιρακινών, τουρκικών και ελληνικών πιάτων στο μενού του εστιατορίου. Ο Αφγανός επιχειρηματίας Ali Khan Qalandari έχει δημιουργήσει ένα εστιατόριο στην Πάδοβα ονόματι Peace & Spice [8], ενώ Αφγανοί είναι επίσης πίσω και από την πιτσαρία Kabulogna στην Μπολόνια και ένα εστιατόριο σούσι [9] στη Ρώμη.

Οι φιλοδοξίες, όμως, του Asharaf φτάνουν πολύ πέρα από τους κλάδους της φιλοξενίας και της λιανικής πώλησης στην Ιταλία, πίσω στη γη που εγκατέλειψε υπό πίεση ως έφηβος.

“Όπου υπάρχει ρίσκο, υπάρχει ευκαιρία”, λέει ο Asharaf με χαμόγελο. “Θέλω να επενδύσω στο Αφγανιστάν, δεν έχω ξεχάσει ποτέ τη χώρα μου και δεν μπορώ να ζήσω χαρούμενος γνωρίζοντας ότι ο λαός μου υποφέρει. Σκοπεύω να ξεκινήσω ένα εγχείρημα για τους αγρότες των φτωχότερων επαρχιών της χώρας, ειδικά των γυναικών. Αποτελούν το ήμισυ της κοινωνίας και πρέπει να έχουν την ίδια ευκαιρία με τους υπόλοιπους”.

Ο Asharaf έχει επίσης σχέδια να ανοίξει εργοστάσιο στην Καμπούλ, όπου ο κόσμος μπορεί να μάθει πρακτικές συσκευασίας και συντήρησης. “Με αυτόν τον τρόπο”, λέει, “θα είναι σε θέση να πουλήσουν τα πλεονάζοντα προϊόντα τους στην αγορά και να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση”.

Το ταξίδι του επιτυχημένου επιχειρηματία ακολουθεί μια πορεία από την ανασφάλεια και την αμφιβολία στη σταθερότητα και την ευημερία. Έχοντας κάνει αυτό το ταξίδι ο ίδιος, ο Asharaf θέλει τώρα να βοηθήσει το Αφγανιστάν να το καταφέρει κι αυτό.