Όταν έφτασα στη Γερμανία ως φοιτήτρια πριν δύο χρόνια, μου προκάλεσε έκπληξη να βλέπω μητέρες να χρησιμοποιούν υφασμάτινες πάνες, όπως έκαναν πολλές δεκαετίες πριν οι άνθρωποι στην πατρίδα μου, το Τουρκμενιστάν. Μολονότι το Τουρκμενιστάν βιώνει σήμερα μια οικονομική κρίση, οι γονείς προσπαθούν να χρησιμοποιούν εισαγόμενες πάνες μιας χρήσεως και να αφήνουν πίσω την πολύ παλιά παράδοση χρήσης υφασμάτινης πάνας, η οποία τώρα θεωρείται οπισθοδρομική. Πώς γίνεται οι Δυτικοευρωπαίοι, οι οποίοι βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τον μέσο πολίτη του Τουρκμενιστάν, να επιλέγουν υφασμάτινη πάνα, ειδικά ενώ έχουν στη διάθεσή τους μία πληθώρα από μοντέρνες και διαφορετικής μάρκας πάνες μιας χρήσεως;
Ομοίως, η δυτικοευρωπαϊκή νεολαία μου φάνηκε περίεργη και εκκεντρική. Φαινόταν να βιώνουν μια υποβόσκουσα ανία σχετικά με τις διάσημες μάρκες, χρησιμοποιώντας βαμβακερές τσάντες αντί για τσάντες σχεδιαστών και με περηφάνια να φορούν μεταχειρισμένα ρούχα, που μόνο ευκατάστατους δεν τους έκαναν να μοιάζουν. Σαν ξένη φοιτήτρια από το Τουρκμενιστάν, δε θα μπορούσα παρά να αναρωτηθώ αν ένα συγκεκριμένο είδος εξιδανικευμένης φτώχειας αποτελούσε φυσιολογικό τρόπο ζωής στην εύπορη Δυτική Ευρώπη, ένα μέρος του κόσμου όπου πολλοί Τουρκμένοι ονειρεύονται να μετακομίσουν.
Καθώς μασουλούσα το σνίτσελ στην καντίνα και κουβέντιαζα κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού, έμαθα επίσης ότι πολλοί Γερμανοί συμφοιτητές μου και καθηγητές ακολουθούσαν την λεγόμενη “προσεχτική” διατροφή, που σημαίνει ότι αποφεύγεις συγκεκριμένα τρόφιμα για να μειώσεις τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις στον πλανήτη. Δεν μπορούσα παρά να αναρωτηθώ: εγώ—και, επιπλέον, όλοι οι Τουρκμένοι—της οποίας η διατροφή αποτελείται κυρίως από κρέας, δεν είμαι “προσεχτική”;
Πέρασα τις πρώτες μου μέρες στην Γερμανία αισθανόμενη αμηχανία, γιατί δεν καταλάβαινα την γερμανική κουλτούρα και δυσκολευόμουν να ενταχθώ στην χώρα που με φιλοξενούσε. Προκειμένου να νιώθω λιγότερο απομονωμένη και να εναρμονιστώ στην νέα μου κοινότητα, ξεκίνησα να μαθαίνω μόνη μου τρόπους για να γνωρίσω και να ζήσω στην Δυτική Ευρώπη. Ανακάλυψα ένα ολόκληρο “νέο” κόσμο, που εξελισσόταν και ο οποίος ήταν σε μεγάλο μέρος άγνωστος έξω από το Τουρκμενιστάν. Έμαθα για την κλιματική αλλαγή, τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης (SDG), κυκλική οικονομία, την οικολογία, τον μινιμαλισμό, και το φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο ζωής. Με απεριόριστη πρόσβαση στο διαδίκτυο και την πληροφορία, η κριτική συνειδητοποίησή μου αφυπνίστηκε και άρχισα να αναθεωρώ δυάδες όπως “ανεπτυγμένος” και “υπανάπτυκτος” αναλύοντας ξανά την πολιτική τόσο στο Τουρκμενιστάν όσο και στην Δύση.
Συνειδητοποίησα ότι ενώ πολλοί καλύτερα μορφωμένοι και εύποροι πολίτες της Γερμανίας αγκαλιάζουν τη νοοτροπία του “μεταϋλισμού”, και τώρα εστιάζουν στην ποιότητα ζωής έχοντας περιβαλλοντικά ενσυνείδητο τρόπο ζωής, εμείς στο Τουρκμενιστάν γινόμαστε όλο και πιο πολλοί υλιστές. Ελλείψει ποιοτικής εκπαίδευσης και εύκολης πρόσβασης στο διαδίκτυο, η περιβαλλοντική ενσυνείδηση δεν είναι ρεαλιστικός ούτε αποκτήσιμος στόχος για πολλούς στο Τουρκμενιστάν.
Η πρόσβαση στην πληροφορία είναι επίσης απαραίτητη για τη διασφάλιση της δημόσιας λογοδοσίας. Δεν είναι λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι έφηβοι στην Γερμανία και σε όλη τη Δυτική Ευρώπη να απουσιάζουν από το σχολείο και να παίρνουν τους δρόμους ζητώντας οι ενήλικες να προστατέψουν το μέλλον τους από τις καταστροφές που οφείλονται στην κλιματική αλλαγή. Πολλοί Τουρκμένοι, εν τω μεταξύ, δεν έχουν ιδέα ότι η Κεντρική Ασία επηρεάζεται επίσης δυσμενώς, και ενδέχεται να αντιμετωπίσει συνοριακές συγκρούσεις καθώς η κλιματική αλλαγή μειώνει την πρόσβαση στο καθαρό νερό.
Η δημοσιοποίηση πληροφοριών που αφορούν το περιβάλλον από τις κυβερνήσεις, η περιβαλλοντική εκπαίδευση στα σχολεία και η πρόσβαση στην πληροφορία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για τη διασφάλιση του δικαιώματος των ανθρώπων να γνωρίζουν και την δυνατότητα του κοινού να συμμετέχει ή να πρωτοστατεί σε προσπάθειες για την προστασία του περιβάλλοντος. Η περιβαλλοντική ενσυνείδηση επίσης απαιτεί την διαβεβαίωση ότι η πληροφορία θα είναι διαθέσιμη και προσβάσιμη σε όλους τους πολίτες, κάτι που δε συμβαίνει στο Τουρκμενιστάν.
Έχοντας την ευκαιρία να ζήσω στην Γερμανία και να εκτεθώ σε νέες ιδέες, κατάλαβα ότι η χρήση υφασμάτινων πανών δεν είναι οπισθοδρομική πράξη και το ντύσιμο με μεταχειρισμένα ρούχα δεν αποτελεί ένδειξη φτώχειας, αλλά μια κίνηση φιλοπεριβαλλοντισμού. Φοβάμαι ότι πολλοί από τους συνανθρώπους μου Τουρκμένους θα αργήσουν πάρα πολύ να φτάσουν σε αυτή τη συνειδητοποίηση. Κάποιοι από αυτούς ίσως να μην μάθουν ποτέ να εκτιμούν τον παλιό μας λιτό τρόπο ζωής—μπαλωμένα ρούχα, όπου τα μεγαλύτερα αδέρφια έδιναν τα ρούχα τους στα μικρότερα—τόσο προοδευτικό και φιλικό προς το περιβάλλον. Φοβάμαι επίσης ότι λόγω της περιορισμένης πρόσβασης σε πληροφορία και της έλλειψης στοχευμένων πρωτοβουλιών ευααισθητοποίησης, θα συνεχίσουμε να υποτιμούμε τις γεμάτες περιβαλλοντική ενσυνείδηση παραδόσεις μας, και έναν τρόπο ζωής που φιλοδοξούν πολλοί Δυτικοί.
Από την άλλη πλευρά, δεν πιστεύω ότι οι Δυτικοευρωπαίοι αναγνωρίζουν επαρκώς ότι το να ακολουθούν ένα φιλικό προς το περιβάλλον τρόπο ζωής και να πετυχαίνουν τους στόχους βιώσιμης ανάπτυξης είναι ένα χαρακτηριστικό προνόμιο. Οι Γερμανοί συνομήλικοί μου ίσως να μην έχουν σταθεί ποτέ για ώρες στην ουρά για μια φρατζόλα ψωμί, ζάχαρη και λάδι. Όταν δεν χρειάζεται να ανησυχείς για βασικές ανάγκες όπως το φαγητό, έχεις πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση και πληροφορία, και ζεις σε δημοκρατική χώρα, είναι πιο εύκολο να δώσεις προτεραιότητα σε θέματα που αφορούν το περιβάλλον.