Η ακόλουθη δημοσίευση γράφτηκε αρχικά από τον Kris Cheng και δημοσιεύτηκε από το Hong Kong Free Press στις 2 Ιουνίου 2019. Μία επεξεργασμένη εκδοχή αναδημοσιεύεται στο Global Voices βάσει συμφωνίας διαμοιρασμού περιεχομένου.
Αν και έχουν περάσει 30 χρόνια από τη σφαγή της Τιέν Αν Μεν, έχει γίνει όλο και πιο ευαίσθητο θέμα για τους δημοσιογράφους της Κίνας να καλύψουν την αιματηρή καταστολή.
Η Louisa Lim, μία παλαίμαχη Κινέζα δημοσιογράφος, έκανε έρευνα σε 60 νυν και πρώην ανταποκριτές με έδρα την Κίνα και διαπίστωσε ότι τα τρία τέταρτα εκείνων που κάλυπταν την επέτειο βρισκόταν στη θέση του θύματος παρενόχλησης και εκφοβισμού. Η Lim είπε στην εφημερίδα Hong Kong Free Press (HKFP) σε συνέντευξή της:
Το κόμμα εξακολουθεί να τρομοκρατείται από την κληρονομιά της Τιεν Αν Μεν και προσπαθεί πραγματικά να περιορίσει την κάλυψη με κάθε τρόπο… Νομίζω ότι είναι ενδιαφέρον γιατί δείχνει όχι μόνο ότι προσπαθούν να ελέγξουν τη συζήτηση για την 4η Ιουνίου στην Κίνα, αλλά προσπαθούν επίσης να ελέγξουν τον τρόπο με τον οποίο αυτή απεικονίζεται ή την θυμούνται εκτός Κίνας.
Η σφαγή, η οποία ξεκίνησε στις 4 Ιουνίου 1989, έληξε τους μήνες διαδηλώσεων υπό την ηγεσία των φοιτητών στην Κίνα καθώς οι στρατιώτες κινητοποιήθηκαν για να καταστείλουν τους διαδηλωτές στο Πεκίνο. Ο Κινεζικός Ερυθρός Σταυρός εκτιμά ότι σκοτώθηκαν 2.700 πολίτες, αλλά άλλες πηγές δείχνουν πολύ υψηλότερο φόρο. Ένα εμπιστευτικό έγγραφο της κυβέρνησης των ΗΠΑ (που αποκαλύφθηκε το 2014) ανέφερε ότι μια εσωτερική αξιολόγηση της Κίνας εκτιμά ότι τουλάχιστον 10.454 πολίτες σκοτώθηκαν.
Ένα πρόσφατο σχόλιο στο Global Times περιγράφει τη λογοκρισία του Πεκίνου γύρω από τη σφαγή ως μία “πολιτική επιτυχία” επειδή καταφέρνει να μετατρέψει το περιστατικό σε “ένα ξεθωριασμένο ιστορικό γεγονός και όχι μια πραγματική εμπλοκή”.
“Ο εκφοβισμός έχει αντίκτυπο στη διαμόρφωση των ιστοριών”
Η Lim, η οποία κάλυπτε την Κίνα για μέσα ενημέρωσης, συμπεριλαμβανομένων των NPR και του BBC, είναι τώρα ανώτερη λέκτορας στο Κέντρο Προώθησης της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης. Έγραψε επίσης ένα βιβλίο σχετικά με τη σφαγή, τοThe People’s Republic of Amnesia: Tiananmen Revisited (Η Λαϊκή Δημοκρατία της Αμνησίας: Επανασχεδιάζοντας την Τιέν Αν Μεν), που δημοσιεύθηκε το 2014.
Οι ερωτηθέντες της έρευνας της Lim δήλωσαν ότι η φυσική πρόσβαση στην πλατεία Τιέν Αν Μεν συχνά παρεμποδίζονταν την περίοδο γύρω από την επέτειο, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι αστυνομικοί, άμεσα, τραβούσαν μακριά τους δημοσιογράφους. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ερωτηθέντες ανέφεραν ότι οι αστυνομικοί πήγαν στα γραφεία τους και τους είπαν να μην πάνε στην πλατεία Τιέν Αν Μεν.
Το 2009, οι ανταποκριτές του BBC και του CNN αποκλείστηκαν από το να μιλήσουν στην κάμερα από αστυνομικούς, που χρησιμοποιούσαν ομπρέλες. Το 2013, ένας ανταποκριτής του Sky News συνελήφθη στη μέση μιας ζωντανής αναμετάδοσης στην πλατεία.
Η έρευνα της Lim έδειξε ότι ένας στους πέντε δημοσιογράφους που κάλυπταν την επέτειο είχε υποστεί εκφοβισμό ή κράτηση και κατατέθηκαν καταγγελίες εναντίον τους. Είπε ότι ο εκφοβισμός έχει “αντίκτυπο στη διαμόρφωση των ιστοριών [που λένε οι δημοσιογράφοι] και στους τρόπους που τις λένε”.
Σύμφωνα με την έρευνα, μια βασική ανησυχία κατά την αναφορά για τη σφαγή ήταν η πρόσβαση σε πηγές, όπως πολλοί δήλωσαν ότι οι πηγές τους δέχθηκαν εκφοβισμό ή κράτηση. Σε πολλές απαντήσεις, οι δημοσιογράφοι δήλωσαν ότι συχνά παράτησαν την αναφορά για τα επετειακά γεγονότα λόγω της δυσκολίας εύρεσης πηγών ή της δυσκολίας εξασφάλισης της ασφάλειας των πηγών τους.
Η Lim είπε επίσης ότι το πρόβλημα ήταν ότι πολλές ιστορίες που οδηγούσαν μέχρι τις 4 Ιουνίου δεν τις θυμούνταν, όπως οι επτά εβδομάδες διαμαρτυριών μπροστά από τη σφαγή και το “Πανεπιστήμιο Δημοκρατίας” στην πλατεία. Είπε:
Όταν περιορίζετε τους τύπους κάλυψης με αυτόν τον τρόπο, οπότε πραγματικά λέτε μόνο μια ιστορία – [αυτό] εξυπηρετεί στην πραγματικότητα στην ενίσχυση του μηνύματος της Κινεζικής κυβέρνησης ότι ο πολιτικός ακτιβισμός είναι επικίνδυνος.
Η στρατηγική των περισσότερων δημοσιογράφων, δήλωσε η Lim, ήταν να αρχίσουν να γράφουν ιστορίες επετείου μέχρι έξι μήνες για να αποφύγουν πολλά από αυτά τα ζητήματα.
“Ένιωσαν ότι η δουλειά τους είχε μηδενική επίπτωση”
Η έρευνα της Lim ρώτησε επίσης ξένους δημοσιογράφους στην Κίνα, εάν αισθανόταν ότι οι αναφορές τους είχαν οποιαδήποτε επίδραση. Τα αποτελέσματα συγκλόνισαν την Lim: όσο περισσότερο καιρό είχαν ξοδέψει στην Κίνα, τόσο μικρότερη επίπτωση ένοιωθαν ότι είχε η εργασία τους.
Οι ερωτηθέντες, κατά μέσο όρο, δαπάνησαν 13 έτη κάνοντας ρεπορτάζ για την Κίνα. Ορισμένοι δημοσιογράφοι, συμπεριλαμβανομένων πολλών με βραβεία, υποστήριξαν την άποψη ότι δεν υπάρχουν νέες ιστορίες που να προέρχονται από την Κίνα. Η Lim δήλωσε ότι ο κυνισμός τους μπορεί να συνδέεται με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν το καθημερινό ρεπορτάζ. “Η καταπίεση γίνεται συνηθισμένη”, είπε.
Το ένα τρίτο των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι δεν υπέβαλαν ρεπορτάζ για τον δικό τους εκφοβισμό, επειδή θεωρούσαν ότι ήταν φυσιολογικό στην Κίνα. Αλλά το αν οι δημοσιογράφοι ανέφεραν τις δικές τους δυσκολίες εξαρτιόταν από το μέσο που χρησιμοποιούσαν. Για τους τηλεοπτικούς δημοσιογράφους, η ίδια η καταπίεση ήταν η ιστορία. Οι δημοσιογράφοι των έντυπων μέσων προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να αναφέρουν την ιστορία. Οι δημοσιογράφοι σε ειδησεογραφικά πρακτορεία συχνά δεν επιτρέπεται να μιλούν για τις εμπειρίες τους.
Η Lim είπε ότι οι δημοσιογράφοι ίσως χρειαστεί να αλλάξουν τους κανόνες τους δουλεύοντας σε αυταρχικές χώρες. Πολλοί δημοσιογράφοι φοβούνται ότι θα προκαλέσουν αύξηση των απειλών για την χορήγηση άδειας εισόδου τους εάν αναφέρουν κάτι που η αστυνομία τους είπε να μην κάνουν:
Ήταν εκπληκτικό για μένα πόσοι άνθρωποι είπαν “δεν ήθελα να γίνω μέρος της ιστορίας. [Είναι] χρήσιμο για τους δημοσιογράφους στην Κίνα να καταβάλουν επιπλέον προσπάθεια για να απαριθμήσουν το είδος των προκλήσεων και των περιορισμών που αντιμετωπίζουν όταν αναφέρουν ιστορίες.
Είναι χρήσιμο για τους αναγνώστες να κατανοήσουν το πώς οι ιστορίες κατασκευάστηκαν και διαμορφώθηκαν από εξωτερικές δυνάμεις, είπε η Lim. Ένα παράδειγμα ήταν το πώς οι ξένοι δημοσιογράφοι είχαν αλλάξει τους κανόνες τους στην κάλυψη της περιοχής Σιντσιάνγκ. Εκείνη είπε,
Το αποτέλεσμα της έρευνάς μου σίγουρα θα έδειχνε τη σημασία της διαφάνειας – τόσο για να βοηθήσουμε το κοινό να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται και φτιάχνονται οι ιστορίες, αλλά και ως πράξη εκπροσώπησης από τους ίδιους τους δημοσιογράφους, προκειμένου να απωθήσουν τον εκφοβισμό και την καταπίεση.
Εάν όλοι αναφέρουν αυτά τα πράγματα, μειώνεται η πιθανότητα αντιποίνων.