“Ένας φίλος σας ανέφερε”. Είναι μια φράση που βρίσκω εντελώς ανησυχητική και εμφανίζεται αδιάκοπα στην οθόνη του τηλεφώνου μου, κάθε φορά που ακούω το γνωστό κουδούνισμα ενός νέου μηνύματος στο Facebook. Δεδομένου ότι τα εισερχόμενά μου έχουν πλέον πλημμυρίσει με αυτή τη δυσοίωνη προειδοποίηση, είχα πολύ χρόνο και λόγο τώρα τελευταία να μελετήσω το νόημά της. Θεωρώ ότι οι λέξεις αυτές δεν είναι μόνο ενοχλητικές, αλλά οργουελικές, παρουσιάζοντας εικόνες χαμογελαστών ξανθών παιδιών, που φωνάζουν για έναν Αγαπητό Ηγέτη. Ίσως αυτός είναι ακριβώς ο τρόπος λειτουργίας του μυαλού μου; Ίσως είναι δικό μου λάθος που κάνω αυτούς τους ανθυγιεινούς συσχετισμούς. Κατά τη γνώμη μου, ένας φίλος δεν αναφέρει ψευδώς έναν φίλο σε οποιαδήποτε αρχή, είτε πρόκειται για την κυβέρνηση είτε για μια ψηφιακή αρχή. Τα πράγματα δεν πρέπει να λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο, τουλάχιστον όχι στο σύμπαν, στο οποίο θέλω να ζήσω.
Αλλά και πάλι, είμαι δημοσιογράφος από το Αζερμπαϊτζάν. Το σύμπαν που θέλω να ζήσω, το αισθάνομαι πολύ μακριά.
Εδώ πρέπει να τονίσω ότι γράφω όχι ως δημοσιογράφος, αλλά ως ιδιώτης που είχε — και συνεχίζει να έχει — βαθιά αφυπνιστικές και τρομακτικές εμπειρίες. Γράφω ως κάποιος, που δεν συνηθίζει να σκαρφαλώνει στο βάθρο της θυματοποίησης. Γράφω ως ένας ανοιχτά ομοφυλόφιλος άντρας και ένας ξεκάθαρος κοσμικός, του οποίου η κοσμοθεωρία διέπεται βαθιά από την πολιτική δεκτικότητα και την πίστη στη δημοκρατική συμμετοχή. Αυτές οι αξίες θέτουν τον τόνο στην καθημερινότητά μου, οτιδήποτε και να μου συμβεί. Επομένως, δεν με εκπλήσσει καθόλου το γεγονός ότι αποτελώ στόχο ενός καταιγισμού προσβολών και αηδιαστικών παρατηρήσεων από τρολ. Απλά δεν περίμενα ότι αυτά τα τρολ θα έρθουν από την αντιπολίτευση.
Και για να καλύψω όλα αυτά, πρέπει να απομακρυνθώ από το άνετο ύφος και τις αρχές της αντικειμενικής, αυστηρά βασισμένης στην πραγματικότητα δημοσιογραφίας και να εισέλθω στον εκφοβιστικό κόσμο της γνώμης.
Συνειδητοποιώ ότι το καθήκον μου είναι αποθαρρυντικό, ειδικά ως μετανάστης, που έχει διασχίσει τον ωκεανό μακριά από την πατρίδα του για το ήμισυ της ζωής του, για τον οποίο παίζεται ένα παιχνίδι ρομαντισμού, λαχτάρας και αποστασιοποίησης. Πρόσφατα έγραψα στη σελίδα μου στο Facebook (η οποία προσωρινά έκλεισε και δεν ήταν διαθέσιμη για μένα κατά τη στιγμή της σύνταξης αυτού του κειμένου) ότι “το να είσαι από το Αζερμπαϊτζάν είναι μια τερματική διάγνωση ασύμβατη με την ευτυχία”.
Στο δικό μου γηγενές Αζερμπαϊτζάν, κάθε δημοσιογράφος, που προσπαθεί να διατηρήσει ένα κομμάτι της αμεροληψίας του, πρέπει να περιηγηθεί μέσα από πολλές νάρκες και να αντιμετωπίσει κίνδυνο με ισχυρές δυνάμεις. Η κυβέρνησή μας δεν είναι πολύ πρόθυμη στην κριτική, να το θέσω ήπια. Εκείνοι που την επικρίνουν συχνά τιμωρούνται, φυλακίζονται, βασανίζονται και ακόμη και σκοτώνονται. Σε μια κοινωνία, όπου οι κυβερνήτες επιβάλλουν τέτοιους άγριους κανόνες παιχνιδιού, άλλοι πρέπει να προσαρμόσουν τις ενέργειές τους και τις στρατηγικές τους για να επιβιώσουν.
Η θεωρία μου είναι ότι, αν η κυβέρνηση απασχολεί τρολ, αυτοί που της αντιτίθενται είναι αναγκασμένοι να το πράξουν κι αυτό. Εάν η κυβέρνηση χρησιμοποιεί σκληρή ρητορική, κάποιοι στην αντιπολίτευση αναγκάζονται να ανταποκριθούν με το ίδιο νόμισμα. Αυτό είναι το διαβρωτικό αποτέλεσμα μιας δεσποτικής κυβέρνησης: επιβάλλει τους δικούς της κανόνες σε όλους, καταπνίγοντας τις δημοκρατικές τάσεις, που μπορεί να έχουν άλλοι, ακυρώνοντάς τους εκ των προτέρων. Μειώνει το επίπεδο και την ποιότητα του πολιτικού λόγου και του νόμιμου πολιτικού αγώνα.
Η δική μου συμβολή στην ανάδειξη αυτής της γραμμής παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτή την ιστορία. Τον περασμένο χειμώνα ξεκίνησα ένα πολύ μικρό κανάλι στο YouTube, το όνομα του οποίου μεταφράζεται από τα αζέρικα ως “στρέιτ λόγοι” (η αγγλική λέξη δεν μεταφράζεται αρκετά στα αζέρικα, όπου το “straight” δεν έχει σεξουαλικούς συνειρμούς). Μετά από πάνω από δύο δεκαετίες που παραμόνευα στα περιθώρια της δημόσιας συνείδησης του Αζερμπαϊτζάν, κλώτσησα την αυτοαμφισβήτησή μου και σύντομα μπήκα στο προσκήνιο για να σχολιάσω την εξωφρενική κατάσταση στην πατρίδα μου. Μετά από αυτό, η επαναφορά στις σκιές δεν ήταν τόσο εύκολη όσο έλπιζα.
Στις 12 Νοεμβρίου 2018, η υπηρεσία BBC του Αζερμπαϊτζάν μου πήρε συνέντευξη ως μετανάστη από το Αζερμπαϊτζάν, που ζει τώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκ των υστέρων, εκπλήσσομαι από την έλλειψη αυτογνωσίας. Η συνέντευξή μου ήταν ένας μακρύς και θυμωμένος εξάψαλμος, αλλά και μια κάθαρση.
Τα έχωσα στο καθεστώς. Ένιωσα σαν να ανέπνεα για πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες.
Μίλησα για τη βία κατά των γυναικών και για μια κουλτούρα, που την διευκολύνει. Μίλησα για την απόλυτη κρίση της εκπαίδευσης και της υγειονομικής περίθαλψης. Μίλησα για την έλλειψη ανοχής για την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα και διαμαρτυρήθηκα κατά της ευρέως διαδεδομένης άγνοιας της πεποίθησης ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός έχει σχέση με την προσωπική επιλογή και τη θέληση. Ήταν άσχημο, ήμουν χάλια. Ξύπνησα νωρίς για τη συνέντευξη και ούρλιαζα τόσο πολύ, ώστε ξύπνησα το σύζυγό μου μες στα μαύρα μεσάνυχτα.
Η συνέντευξη είχε όλα τα στοιχεία ενός σύγχρονου δράματος για το Instagram. Προκάλεσε κύματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά το μόνο πράγμα που φαινόταν να προσέχει ο κόσμος ήταν η σεξουαλικότητά μου. Δεν ήταν μία δημόσια έκθεση της σεξουαλικότητάς μου. Αυτή έλαβε χώρα δεκαετίες νωρίτερα, όταν “βγήκα από την ντουλάπα” με ένα μπαμ κατά τη διάρκεια ζωντανής ραδιοφωνικής εκπομπής. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία: ούτε η εκπαίδευση ούτε η διαφθορά ούτε και η βία κατά των γυναικών.
Σε μια μεταγενέστερη συνέντευξη με έναν άλλο συνάδελφο με έδρα την Ουάσινγκτον, επέκρινα έναν συγκεκριμένο δημοσιογράφο με βάση το Αζερμπαϊτζάν, πρώην συνάδελφο σε μια ανεξάρτητη τηλεοπτική και ραδιοφωνική εταιρεία, που τώρα είχε διακοπεί. Έστρεψα την προσοχή στην επανεμφάνισή του ως υποχείριο της κυβέρνησης. Τον αποκάλεσα ονομαστικώς, υπενθυμίζοντάς του πώς ήταν κάποτε: άφοβος, δίκαιος, ειλικρινής και σαγηνευτικός. Ανταποκρίθηκε με ένα προσβλητικό ξέσπασμα, που δεν περιείχε τίποτα άλλο παρά αναφορές στη σεξουαλικότητά μου (δίκαιο παιχνίδι), και με μια σκόπιμη ολίσθηση της γλώσσας αποκαλώντας τον μακαρίτη τον πατέρα μου (σίγουρα όχι δίκαιο παιχνίδι) ομοφυλόφιλο. Έγραψα μια αγανακτισμένη, αλλά μετρημένη και ευγενική απάντηση μέσω βίντεο επί τόπου. Ελήφθη από μια εφημερίδα της αντιπολίτευσης και προβλήθηκε στην ιστοσελίδα τους, κερδίζοντας περισσότερες από 400.000 θεάσεις. (Είναι ακόμα το βίντεο με τις περισσότερες θεάσεις στο μικρό μου κανάλι.)
Έτσι παρέμεινα στο προσκήνιο και ενώ βρισκόμουν εκεί, άρχισα να παίρνω συνεντεύξεις από πολιτικούς και δημοσιογράφους στο Αζερμπαϊτζάν. Έχω συνηθίσει να τρώω σχόλια και προσβολές. Καθώς το κανάλι μου μεγάλωσε σε δημοτικότητα, το ίδιο συνέβη και με τις επιθέσεις των τρολ. Πολλοί από αυτούς δεν απευθύνονταν σε εμένα, αλλά σε έναν καλεσμένο μου, τον πρόεδρο ενός αντιπολιτευτικού κινήματος, που είχε επικρίνει έναν άλλο ηγέτη της αντιπολίτευσης.
Βρέθηκα ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Πέρασα δυο ολόκληρες ημέρες διαγράφοντας προσβλητικά σχόλια από το τμήμα σχολίων του καναλιού μου. Με την πάροδο του χρόνου, οι επιθέσεις δεν γίνονταν μόνο εναντίον του καναλιού μου. Τα τρολ ξεκίνησαν μια συντονισμένη προσπάθεια να αναφέρουν το λογαριασμό μου στο Facebook, ισχυριζόμενοι ότι υποδυόμουν κάποιον άλλο. Ένας παραλογισμός, που θα μπορούσε να επιλυθεί από έναν λογικό άνθρωπο, που θα σύγκρινε τις φωτογραφίες μου με τα live βίντεο, αντιμετωπίστηκε από τα bots του Facebook, που δεν είχαν ακόμη εκπαιδευτεί στις περιπλοκές της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης. Ξύπνησα και είδα το μήνυμα “Ένας φίλος σας έχει αναφέρει” από το Facebook. Η σελίδα μου είχε κάνει φτερά.
Έπρεπε να περάσω από την αγανάκτηση του να στείλω μια φωτογραφία της αναγνωριστικής μου ταυτότητας. Ώρες αργότερα, μου ζητήθηκε να στείλω μια εικόνα του εαυτού μου, που κρατούσε το δελτίο ταυτότητάς μου. Κατά τη στιγμή της συγγραφής στα μέσα Ιουνίου, η σελίδα μου στο Facebook απενεργοποιήθηκε οκτώ φορές κατά τη διάρκεια έξι ημερών, απαντώντας σε καταγγελίες από τρολ. Δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε πόσες περισσότερες φορές μπορεί να εξαφανιστεί.
Για λόγους αντικειμενικότητας, πρέπει να προσθέσω ότι δεν έχω άμεσες αποδείξεις για την πηγή αυτών των επιθέσεων. Αυτή είναι η φύση της απρόσωπης μάζας των διαδικτυακών τρολ. Αλλά οι υποψίες μου είναι επώδυνες να κατανοηθούν: πιστεύω ότι δεν δέχτηκα επίθεση από φιλοκυβερνητικά τρολ, αλλά τα τρολ εργάζονταν για εκείνους που είχα θεωρήσει φίλους και συμμάχους μου. Δεν ήμουν ο μόνος που θα έπρεπε να δεχθεί επίθεση από αυτά τα τρολ, η λίστα των προηγούμενων θυμάτων τους είναι αρκετά μεγάλη. Δεδομένης της ταυτότητας άλλων στόχων, είμαι αρκετά σίγουρος για να πιστέψω ότι ήταν υπεύθυνο ένα συγκεκριμένο κόμμα.
Μόλις αποκαταστάθηκε ο λογαριασμός μου στο Facebook, έκανα μια μάλλον συναισθηματική έκκληση βίντεο στην ηγεσία του κόμματος, που υποψιαζόμουν εξ’ αρχής, ζητώντας τους να συγκρατήσουν τα τρολ που ελέγχουν. Δεν ήταν η πλέον περήφανη στιγμή μου. Ένιωσα ότι έχασα την ισορροπία μου εξαιτίας του θυμού, της οργής, της αηδίας και του σοκ. Απαίτησα είτε να αρνηθούν ότι αυτά τα τρολ εργάζονταν για το κόμμα είτε να συμμετάσχουν μαζί μου καταδικάζοντας το ρόλο τους στη νόθευση του δημόσιου λόγου στο Αζερμπαϊτζάν. Αλλά η απάντησή τους ήταν μια γενική άρνηση από τους υπαλλήλους των μεσαίων επιπέδων του κόμματος, καθώς και από τους πολυάριθμους υποστηρικτές τους. Αν και του απηύθυνα έκκληση, λέγοντας ότι δεν πίστευα πια ότι ήταν φίλος για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης, ο ηγέτης του κόμματος δεν αναγνώρισε την έκκλησή μου.
Δυστυχώς, αυτό το επεισόδιο μου έδειξε σαφώς ότι, όταν ένα δεσποτικό καθεστώς επιτίθεται στην ελευθερία του λόγου, έχει ένα φαινόμενο ντόμινο. Αυτοί που βρίσκονται στην αντιπολίτευση αισθάνονται την ανάγκη να ανταποκριθούν με το ίδιο νόμισμα. Το κάνουν είτε για να προστατεύσουν τον εαυτό τους από την κυβέρνηση, τους οπαδούς και τα τρολ τους είτε από μια λανθασμένη επιθυμία να ισοπεδώσουν λίγο το παιχνίδι για δικό τους όφελος. Όποια και αν είναι η σκέψη πίσω από αυτό, τα ελεύθερα και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης υποφέρουν, όπως και η ικανότητά τους να ενημερώνουν το κοινό και να εγγυούνται μια ελεύθερη ροή αμερόληπτων πληροφοριών.
Θα μπορούσα να συνεχίσω, αλλά δεν θα το κάνω. Πρέπει να πάρω συνέντευξη από ένα θλιμμένο πατέρα ενός 14χρονου κοριτσιού, που πέθανε στα χέρια των ανίκανων και διεφθαρμένων εκπαιδευτικών και ιατρικών συστημάτων μας — ένας πατέρας που μόλις ανακάλυψε ότι ο τάφος του παιδιού του βεβηλώθηκε. Το λιγότερο που μπορώ να κάνω γι’ αυτόν δεν είναι να τον κάνω να περιμένει. Η ιστορία της δικής μου θυματοποίησης θα πρέπει να περιμένει για αργότερα. Πολύ αργότερα.