[Αυτό το άρθρο του Jago Kosolosky [1] δημοσιεύτηκε από το βελγικό ολλανδόφωνο διαδικτυακό περιοδικό Knack [2] και αναπαράχθηκε από το Global Voices στα ολλανδικά με την άδεια του συντάκτη. Οι απόψεις που εκφράζονται ανήκουν στο συντάκτη του άρθρου, που αναδημοσιεύεται εδώ. Όλοι οι σύνδεσμοι είναι στα ολλανδικά.]
Είκοσι πέντε χρόνια μετά τη γενοκτονία στη Ρουάντα, το Knack επισκέφτηκε τη χώρα των χιλίων λόφων, όπου οι πληγές δεν έχουν ακόμα επουλωθεί. “Αν η γενοκτονία δεν είχε συμβεί, θα ήμουν ακόμα με τη γυναίκα μου και δεν θα είχα ανάγκη καμία βοήθεια”.
“Όταν ήμουν μόλις δώδεκα ετών και είχα στη φροντίδα μου δυο μικρά αδέλφια, αναγκάστηκα να εκπορνευτώ. Ένας άνδρας μου πρότεινε να πληρώσει το σχολείο το δικό μου και των αδελφών μου, αν δεχόμουν να γίνω η ερωμένη του”. Η Nifwa Imyaka, 35 ετών, είναι μια από τις πολλές ορφανές κοπέλες, που έπρεπε να φροντίσουν μόνες τους τον εαυτό τους μετά τη γενοκτονία στη Ρουάντα. Πήρε το πτυχίο της, αλλά η χώρα της παραμένει πληγωμένη και οι δουλειές είναι δυσεύρετες. “Συνευρέθηκα με έναν άλλον άντρα, από τον οποίο έχω ένα παιδί”. Όπως και πολλοί άλλοι εκείνη την εποχή στη Ρουάντα, δεν ανέλαβε τις υποχρεώσεις του και την εγκατέλειψε. “Απεχθανόμουν όλον τον κόσμο. Δεν είχα τίποτε να χάσω και έγινα πόρνη στα φανερά. Συχνά σκέφτομαι πώς θα ήταν η ζωή μου χωρίς αυτήν τη γενοκτονία”. Σωπαίνει για μια στιγμή. “Ούτε καν έκλαψα, όταν ο πατέρας μου σκοτώθηκε. Όλος ο κόσμος πέθαινε, το είχα συνηθίσει. Μπορεί να πεθαίναμε κι εμείς”. Χάρη στη βοήθεια που έλαβε, η Nifwa κατόρθωσε να αλλάξει ζωή. Σήμερα, πουλάει κυρίως φρούτα για να μπορέσει να επιβιώσει μαζί με τα παιδιά της.
Μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου 1994, 500.000 έως και 1.000.000 άνθρωποι στη Ρουάντα σκοτώθηκαν, πολύ συχνά με φρικτό τρόπο, ενώ άλλα δυο εκατομμύρια υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Για πολύ καιρό, η διεθνής κοινότητα και τα μέσα ενημέρωσης σιωπούσαν. Σύμφωνα με τον Ιρλανδό δημοσιογράφο του BBC, Fergal Keane, συγγραφέα ενός έργου αναφοράς πάνω στη γενοκτονία, που κυκλοφόρησε το 1995, το Season of Blood, όλος ο κόσμος είχε το βλέμμα στραμμένο στις εκλογές της Νοτίου Αφρικής, τις πρώτες μετά το τέλος του απαρτχάιντ. Το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντα (FPR), ένα επαναστατικό κίνημα με ηγέτη τον Πολ Καγκάμε, είχε ήδη εισβάλλει στη Ρουάντα τέσσερα χρόνια νωρίτερα και έθεσε τέλος στη γενοκτονία. Στη συνέχεια, ο Καγκάμε πήγε σε προσφυγικούς καταυλισμούς, όπου οι συμμετέχοντες στη γενοκτονία θα αναδιοργανώνονταν, σκοτώνοντας εκατοντάδες ανθρώπους στο εξωτερικό.
Υπήρξαν προσφορές και προτάσεις από το εξωτερικό να παρασχεθεί φροντίδα και μέριμνα σε παιδιά όπως η Nifwa, αλλά αυτές δεν γίνονταν δεκτές, γιατί ο Καγκάμε δεν ήθελε άλλη μια γενιά της Ρουάντα να μεγαλώσει έξω από τη χώρα της. Ο Καγκάμε μεγάλωσε στην Ουγκάντα μετά τον διωγμό από τους Τούτσι. Απέκτησε πολιτική και στρατιωτική εμπειρία κοντά στον Γιουέρι Μουσέβενι, ο οποίος έγινε Πρόεδρος της Ουγκάντα το 1986, αφού οι επαναστάτες ανακατέλαβαν τη χώρα. Ο Καγκάμε διορίστηκε ακόμα και επικεφαλής υπηρεσιών πληροφοριών, προτού εισβάλλει στη Ρουάντα το 1990. Μετά την ανακατάληψη της χώρας, ο Καγκάμε είχε τον απόλυτο έλεγχο. Αφού διορίστηκε αντιπρόεδρος και μετά Υπουργός Άμυνας, έγινε Πρόεδρος της Ρουάντα το 2000.
Η γενοκτονία ξεκίνησε, όταν το αεροπλάνο του Προέδρου της Ρουάντα, που ανήκε στη φυλή των Χούτου, Ζουβενάλ Χαμπιαριμανά, καταρρίφθηκε στις 6 Απριλίου 1994. Η συμφωνία της Αρούσα του 1993, η οποία έβαλε τέλος στη σύγκρουση μεταξύ του Πατριωτικού Μετώπου και της κυβέρνησης, ξαφνικά ακυρώθηκε. Οι Τούτσι έπρεπε να πληρώσουν. Δεν είναι σαφές αν πίσω από τη δολοφονία βρίσκονται εξτρεμιστές Χούτου ή τα στρατεύματα του Καγκάμε (αυτή η τελευταία άποψη κυκλοφορεί ολοένα και περισσότερο [Σημείωση του lGV στα γαλλικά: αυτό το σημείο παραμένει εξαιρετικά αμφιλεγόμενο]). Πρόσφατα, μια ευρωπαϊκή νομοθετική τροπολογία καταγγέλλει την άρνηση, την υποβάθμιση ή τον εορτασμό της γενοκτονίας στη Ρουάντα, κάτι το οποίο προκαλεί νευρικότητα στους Βέλγους επικριτές της πρώτης άποψης.
Η βία ανάμεσα στους Χούτου και τους Τούτσι δεν ήταν κάτι καινούριο το 1994. Υπήρχαν επιθέσεις, οι οποίες ανάγκασαν την οικογένεια του Καγκάμε να διαφύγει στην Ουγκάντα. Αλλά το 1994, αυτή η βία ξέφυγε από το κοινό μέτρο. Διαπράχθηκαν δολοφονίες είτε εκούσια είτε αναγκαστικά από τα μέλη της πολιτοφυλακής, οι οποίες υποκινήθηκαν από τους προπαγανδιστές, οι οποίοι συνέκριναν τους Τούτσι με κατσαρίδες, που έπρεπε να εξολοθρευτούν, μέσω του διαβόητου Radio Télévision Libre des Milles Collines (Ραδιοτηλεόραση Ελευθερία στους Χίλιους Λόφους). Παρόλα αυτά, ο ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου Filip Reyntjens στο βιβλίο του “Η Γενοκτονία των Τούτσι στη Ρουάντα” αναφέρει ότι οι ένοπλες ομάδες των Τούτσι αυτοαποκαλούνταν οι ίδιοι κατσαρίδες, γιατί είχαν εισβάλλει στη Ρουάντα νύχτα κάποιες δεκαετίες νωρίτερα.
Ύπνωση
Εκτός από τις ομαδικές συζητήσεις, οι ψυχολόγοι της Handicap International επίσης θεραπεύουν τα τραύματα με τη βοήθεια της ύπνωσης. Το 2017, Βέλγοι υπνοθεραπευτές εκπαίδευσαν ψυχολόγους της Handicap International. Η υπεύθυνη της εκπαίδευσης, Chantal Umurungi, 42 ετών, χαίρεται με την εισαγωγή της υπνοθεραπείας. “Αποφεύγουμε να κάνουμε τον ασθενή να ξαναβιώσει τα τραύματα”. Οι μνήμες ανασύρονται, αλλά αντιμετωπίζονται από μια κάποια απόσταση. “Εάν ο σύζυγος σας σας χτυπάει, αυτή η ανάμνηση θα σας κάνει πιο δυνατές”.
Gacaca
Στην κορυφή ενός λόφου, στα περίχωρα της περιφέρειας Rutsiro, είκοσι χήρες καθισμένες στο γρασίδι κατασκευάζουν τάπητες ύπνου. Ο Gaspard Mundanikure, 66 ετών, είναι ένας από τους τρεις άνδρες της ομάδας. “Ενώθηκα με αυτούς τους ανθρώπους για να μην νιώθω πια μόνος”. Η σύζυγος του Mundanikure καταδικάστηκε από ένα gacaca, ένα από τα 12.000 λαϊκά δικαστήρια της χώρα, τα οποία από το 2001 δίνουν τη δυνατότητα να βρει κανείς το δίκιο του, χωρίς να περάσει από το παραδοσιακό δικαστικό σύστημα. Η λέξη Gacaca κυριολεκτικά σημαίνει “δικαιοσύνη μέσα στο γλυκό χορτάρι”, αλλά ο Mundanikure θεωρεί ότι δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη. “Κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας, η γυναίκα μου είχε την ευθύνη να μαγειρεύει για τις Αρχές και στη συνέχεια καταδικάστηκε γι’ αυτό. Δραπέτευσε, αλλά πέθανε πριν προλάβει να φτάσει στο Κιγκάλι”.
Μόνο τα κατακόκκινα μάτια και μια φλέβα στο μέτωπο του μαρτυρούν την ηλικία του Mundanikure. “Προσπάθησα να θρέψω τα δέκα παιδιά μου. Χωρίς τη γενοκτονία, θα ήμασταν όλοι μαζί και με τη σύζυγο μου και δεν θα είχαμε ανάγκη από βοήθεια”.
Υπό τον Καγκάμε, η χώρα σε καμία περίπτωση δεν έγινε δημοκρατία: αυτός ο άνθρωπος κέρδισε τις αμφιλεγόμενες προεδρικές εκλογές του καλοκαιριού του 2017, λαμβάνοντας το 98,79% των ψήφων. Παρόλα αυτά, η Ρούαντα φαίνεται να διοικείται καλά. Η σύγκριση με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, γειτονική χώρα της Ρουάντα, το καθιστά σαφές. Στη Ρουάντα, οι δρόμοι των μεγάλων πόλεων δεν είναι γεμάτοι επαίτες. Επίσης, η χώρα κατάφερε να κάνει καλή εντύπωση, καθώς το 2008 απαγορεύτηκε η χρήση μη-βιοδιασπώμενων τσαντών. Οι περισσότεροι δρόμοι της πρωτεύουσας είναι καλύτερης ποιότητας από εκείνους του Βελγίου. Οι ουρανοξύστες στο Κιγκάλι, χρηματοδοτούμενοι από κινέζικους πόρους, δίνουν πιο μοντέρνο χαρακτήρα στην πόλη. Η διαδικτυακή κάλυψη της χώρας είναι εντυπωσιακή. Για πολύ καιρό, η Ρουάντα μπορούσε να βασίζεται σε σημαντικές οικονομικές εισροές που προέρχονταν από τη Δύση. Αλλά εδώ και είκοσι πέντε χρόνια, όλος ο κόσμος πλέκει το εγκώμιο του Καγκάμε, της ιστορίας του και του καθεστώτος του.
Στο μνημείο της γενοκτονίας, το μήνυμα του Προέδρου “η ενότητα ήταν παρούσα πριν την αποικιοκρατία” επίσης τονίστηκε: “Είμαστε ένας λαός. Μιλάμε μια γλώσσα. Έχουμε μια ιστορία”. Παρόλ’ αυτά, αυτή η ιστορία έχει μια πολιτική πτυχή. Η εισβολή του Πατριωτικού Μετώπου έμμεσα παρουσιάζεται ως μια ηρωική αντίδραση απέναντι στη γενοκτονία. Όσον αφορά τη συντριβή του αεροσκάφους του Χαμπιαριμανά, το σύστημα ακουστικής ξενάγησης επισημαίνει: “Το ποιοι είναι οι υπεύθυνοι πιθανότατα δεν θα βρεθεί ποτέ”.
Η επίσκεψη στη Ρουάντα, η οποία γέννησε αυτό το άρθρο, πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2018 και κατέστη δυνατή με τη βοήθεια της Handicap International. Η οργάνωση είναι παρούσα στη χώρα από τη γενοκτονία, βοηθάει τα θύματα κυρίως μέσα από ομάδες υποστήριξης και χρησιμοποιεί εδώ και λίγο καιρό την τεχνική της ύπνωσης. Η οργάνωση βοηθάει πρωταρχικά τα άτομα με αναπηρία, που υποφέρουν από ψυχολογικά προβλήματα εξαιτίας των πράξεων βίας, αλλά επίσης βοηθούν και ευάλωτα άτομα, όπως παιδιά με αναπηρία. Η Handicap International συνεργάζεται επίσης με το Υπουργείο Παιδείας για να εξασφαλίσει την πρόσβαση στην εκπαίδευση για όλους, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών με αναπηρία.