Αυτό το άρθρο του Aung Kyaw Htet προέρχεται από το The Irrawaddy, έναν ανεξάρτητο ειδησεογραφικό ιστότοπο στη Μιανμάρ, και αναδημοσιεύεται στο “Global Voices” ως μέρος συμφωνίας κοινής χρήσης περιεχομένου.
Όταν το δασικό προσωπικό την βρήκε βαθιά στη ζούγκλα του Δέλτα του Ιραουάντι, η Ayeyar Sein ήταν τριών μηνών. Ένα από τα πόδια της είχε πιαστεί σε μια ατσάλινη παγίδα στημένη από λαθροκυνηγούς. Εργαζόμενοι από την επιχείρηση εξόρυξης ξυλείας της κυβέρνησης την έσωσαν και την έστειλαν σε καταυλισμό ελεφάντων στην περιοχή Bago για θεραπεία. Τώρα είναι ένας από τους οκτώ μικρούς ελέφαντες που προστατεύονται στο Wingabaw, το μοναδικό ορφανοτροφείο ελεφάντων της Μιανμάρ.
Ένας άλλος μικρός ελέφαντας, ο Ayeyar Maung, υπέφερε παρόμοια δοκιμασία. Πριν από την άφιξή του στο στρατόπεδο, ο ηλικίας έξι μηνών ελέφαντας πιάστηκε σε μια παγίδα καλωδίων. Καθώς είχε κολλήσει ανάμεσα σε μια ομάδα ογκόλιθων στο ίδιο δάσος, όπου βρέθηκε η Ayeyar Sein, το κοπάδι του αναγκάστηκε να τον αφήσει πίσω. Ωστόσο, οι δασικοί εργάτες ήταν σε θέση να τον απελευθερώσουν και έφτασε στο στρατόπεδο πέρυσι.
Είναι το νεότερο από τα ορφανά στο στρατόπεδο. Ο μεγαλύτερος είναι σχεδόν τέσσερα χρόνια αρχαιότερος. Όλοι έχουν τραγικό υπόβαθρο. Κάποιοι έμειναν πίσω από τα κοπάδια τους, ενώ άλλοι έμειναν ορφανά όταν οι γονείς τους σκοτώθηκαν από λαθροκυνηγούς. Στο στρατόπεδο Wingabaw, οι ορφανοί ελέφαντες τρέφονται με βρεφική σκόνη γάλακτος, που παρέχεται καθημερινά από το προσωπικό. Επιτρέπεται να περιπλανηθούν στο δάσος το πρωί και να πλυθούν σε ένα κοντινό ρεύμα, προτού επιστρέψουν στο στρατόπεδο.
Επί του παρόντος, πιστεύεται ότι η Μιανμάρ έχει σχεδόν 1.500 άγριους ελέφαντες. Απειλούνται όμως σοβαρά από τη λαθροθηρία, με τους ελέφαντες να θανατώνονται με ανησυχητικό ρυθμό ένας ανά εβδομάδα.