- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Από τη Συρία στον κόσμο: Σημειώσεις περί τυραννίας, πολέμου και απελπισίας

Κατηγορίες: Μέση Ανατολή & Βόρεια Αφρική, Συρία, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Ανθρωπιστική ανταπόκριση, Διεθνείς Σχέσεις, Ιδέες, Ιστορία, Μέσα των πολιτών, Μετανάστευση, Πόλεμος - Συγκρούσεις, Πολιτική, Γέφυρα
[1]

Φωτογραφία: Carabo Spain [2]Pixabay. [3]

Του Jihad Eddin Ramadan

Βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα και αληθινές ιστορίες Συρίων, μεταξύ των οποίων φίλοι και συγγενείς του συντάκτη, αυτές οι Σημειώσεις αιχμαλωτίζουν τις πολλαπλές πλευρές της συριακής τραγωδίας και ρίχνουν φως στην ευθραυστότητα της ζωής των Συρίων. Στέλνουν ένα ξεκάθαρο και δυνατό μήνυμα ότι οι Σύριοι αξίζει να ζήσουν με ειρήνη, αξιοπρέπεια και ελευθερία, όπως και κάθε άλλος άνθρωπος στον κόσμο. Οι Σημειώσεις μεταφράστηκαν από το πρωτότυπο αραβικό κείμενο από τον Tesbih Habbal.

“Είμαι ένα παιδί, που πάει σε δημοτικό σχολείο στα ανατολικά, δυτικά, νότια, βόρεια της Συρίας. Ή κάπου στο ενδιάμεσο. Δεν έχει και πολλή σημασία πού βρίσκεται το σχολείο μου. Κάποτε ονειρευόμουν να γίνω δάσκαλος. Το σχολείο μου έγινε ερείπια, γκρεμίστηκε. Το ίδιο και τα ονειρά μου. Βρέθηκα ξαφνικά εκτοπισμένος, δίχως όνειρα, σε έναν καταυλισμό”.

“Είμαι ένα μωρό. Ζω μαζί με τους επτά αδερφούς μου σε ένα αξιοθρήνητο σπίτι. Αλλά το λατρεύω το σπίτι μας. Είναι ο παράδεισός μου. Το ασφαλές μου καταφύγιο. Έπειτα, μια σκοτεινή βραδιά, άγρια κτήνη με προβιές ανθρώπινες μπήκαν στο σπίτι μας. Με έσφαξαν μαζί με τα αδέρφια μου. Αχ, πατέρα, το έκαναν μόνο και μόνο επειδή είπες όχι“.

“Είμαι ένα ενοχλητικό παιδί. Κάθε μέρα στο Ραμαζάνι ζητάω από τη μητέρα μου να μου αγοράσει ρούχα για το Ιντ και καινούρια παπούτσια. Σταματάω να γκρινιάζω, μόνο όταν δοκιμάζω τα νέα ρούχα και παπούτσια. Βλέπω τη μάνα μου να κρύβει τα καινούρια μου ρούχα στην ντουλάπα. Τα έκρυψε για το ερχόμενο Ιντ. Τότε, άξαφνα σε μια στιγμή, ένα βλήμα κομμάτιασε το σώμα μου. Για να μην ακούει τις φωνές μου, η μητέρα μου ακούμπησε τα γιορτινά ρούχα του Ιντ και τα καινούρια παπούτσια πάνω στον τάφο μου”.

“Μεγάλωσα γρήγορα, καθώς τους παρακολουθούσα να δολοφονούν ανελέητα τον πατέρα μου και τα δυο μου αδέρφια στο σημείο ελέγχου. Ευχόμουν να μη με αφήσουν ζωντανό, να περιδιαβαίνω στους κρύους δρόμους μόνος. Θεέ μου, γιατί δε σκότωναν και μένα! Για να μη με κατηγορούν πια για την τρέλα μου…”

“Είμαι καλλιτέχνης. Παίζω βιολί. Συνέθεσα τραγούδια γεμάτα οργή για την αγαπημένη μου γειτονιά. Φύτεψα σπόρους ελπίδας στις καρδιές των ανθρώπων. Και πάλεψα με τις μελωδίες μου ενάντια στη μιζέρια και στο θάνατο. Μέχρι που η ψυχή μου έφυγε σε ένα γαλήνιο ταξίδι στους ουρανούς”.

“Είμαι ακόμα μικρό κορίτσι, αλλά ο βιαστής μου με μεταμόρφωσε σε μεγάλη γυναίκα. Στα οκτώ μου χρόνια. Μπήκε στο κορμί μου σε ένα δωματιάκι στο σχολείο. Στο δωμάτιο εκείνο πήγαινα να αγοράσω καραμέλες. Μου έδωσε καραμέλες και πατατάκια και μου είπε: “Μην ανησυχείς, μπορείς να τα πάρεις τζάμπα”.

“Είμαι ένας νέος καλοστεκούμενος άνδρας. Πήρα τα όπλα για να υπερασπιστώ την πατρίδα μου. Γνώριζα ποιοι ήταν οι εχθροί και φίλοι μου. Ποτέ μου δε σκέφτηκα ότι θα με δολοφονούσε ο αδερφός και σύντροφός μου. Καθώς με έθαβαν στο Κοιμητήριο των Μαρτύρων κοντά στη γενέτειρά μου, είδα το πρόσωπο του δολοφόνου μου. Έκλαιγε. Ήταν ο αδερφός μου, η ίδια μου η σάρκα και αίμα. Με πρόδωσε. Για λίγα δολάρια”.

“Είμαι ένας πατέρας, πάνω από 50 ετών. Δεν έχω οικογένεια ή συγγενείς να μου έχουν απομείνει εδώ. Συχνά σκέφτομαι το γιο μου, που έφυγε από τη χώρα και πέρασε τη θάλασσα. Του μιλώ κάθε μέρα γλυκά και όλο αγάπη, καθώς κάθομαι στο παγκάκι στο Δημόσιο Πάρκο. Του τραγουδώ: “Θέλω να σε βλέπω κάθε μέρα, αγάπη μου”.

“Είμαι ένα μωρό. Η μητέρα μου με κουβάλησε πάνω σε μια σάπια βάρκα για να μου σώσει τη ζωή. Οι γονείς μου, οι επιβάτες της βάρκας (balam) και όλοι οι άλλοι πέθαναν. Τα κύματα με έφεραν ως την ακτή, όχι και πολύ μακριά από το μέρος, που μας επιβίβασαν λαθραία. Ο διακινητής το έσκασε. Όλος ο κόσμος με συμπόνεσε, αλλά η ιστορία μου σύντομα ξεθώριασε. Ό,τι απέμεινε είναι η εικόνα ενός πνιγμένου παιδιού ονόματι “Αιλάν”, δολοφονημένο από βάρβαρους ανθρώπους”.

“Είμαι ένας εύθραυστος ποιητής. Με κλείδωσαν σε ένα σκοτεινό υπόγειο, επειδή αρνήθηκα να δοξάσω τον “αφέντη”. Με βασάνισαν, μου έκαναν ηλεκτροσόκ, μου ξερίζωσαν τα μάτια και με βίασαν. Όταν με άφησαν ελεύθερο, μπορούσα να δω μονάχα με την καρδιά και τις αισθήσεις μου. Ο κόσμος με έβλεπε σαν ένα ρηχό πλάσμα, αναίσθητο και ασυγκίνητο”.

“Είμαι ένα αθώο παιδί. Με τράβηξαν από τα ερείπια και με κινηματογράφησαν. Δεν ξέρω ποιος κατέστρεψε το σπίτι πάνω από το κεφάλι μου. Δεν ξέρω ποιος με έσωσε και δεν ξέρω πώς να εξαπατώ ή να υποκρίνομαι. Γιατί με κάνατε τόσο νωρίς κινηματογραφικό αστέρα;!”

“Είμαι ένα χωράφι με σιτάρι, που το φυσά ο άνεμος, έτοιμο για θερισμό. Περιμένω τον γεωργό μου να κόψει το στάρι με το καλό του το δρεπάνι. Βλέπω τα στάχυα με τον καρπό να γίνονται ψωμί για τους πεινασμένους. Αλλά με κάψανε μισητά πλάσματα κατά την περίοδο του θερισμού. Ισχυρίστηκαν ότι κάποιος πέταξε ένα τσιγάρο και έκαψε όλα τα χωράφια της χώρας μου”.

“Είμαι το κεφάλι του Αλ-Μααρί, ο ναός του Μπελ και το άγαλμα του Ιμπραήμ Χανάνο στο άλογό του. Καταστράφηκα από άνδρες, που ήρθαν από όλο τον κόσμο. Που κατάγονταν από την παλιά εποχή των φλάμπουρων και των κατακτήσεων. Ύψωσαν τις μαύρες τους σημαίες πάνω από τα ερείπιά μου. Κατέστρεψαν το ναό και το άγαλμα και σκότωσαν το άλογο, ισχυριζόμενοι ότι ήταν είδωλα που λάτρευε ο λαός αντί για το Θεό”.

“Είμαι ένας σαρκαστικός καλλιτέχνης. Ζωγράφισα μια εικόνα του μισητού ηγέτη. Ήταν εφιάλτης. Με χτύπησαν και μου έσπασαν τα δάχτυλα και είπαν: “Αυτή είναι η τιμωρία για κάποιον, που προσβάλλει τον ευγενικότατο ηγέτη μας. Ο ηγέτης πλέον έχει χάσει την υπομονή του και είναι καιρός να σταματήσεις να τον ζωγραφίζεις, αλλιώς θα σε εξαφανίσουμε από το πρόσωπο της γης”.

“Είμαι ο Σύριος, που στάθηκε απέναντι σε όλο τον κόσμο και φώναξε: “Είμαι άνθρωπος, όχι ζώο”. Και τι πήρα σε αντάλλαγμα; Ομιλίες από έναν “αρκετά ανήσυχο” Μπαν Κι Μουν και ένα ευγενικό τουίτ από τον Τραμπ: “Ναι, πράγματι! Αυτός (ο Άσαντ) είναι το κτήνος, όχι εσύ”.

“Είμαι ένας φούρναρης. Φτιάχνω ψωμί και φουρνίζω τυρόπιτες και ζαατάρ. Ονειρεύομαι έναν πορτοκαλεώνα ή ελιές. Με πολιόρκησαν στον καταυλισμό ΑΛ Γιαρμούκ και μου στέρησαν το στάρι, το αλεύρι, το ψωμί. Κρεμούσαν το ψωμί στο φράχτη της πολιορκίας για να με κυνηγήσουν, όπως θα έκαναν με λίγα ψίχουλα σε ένα ποντίκι. Κάθε φορά που πεινούσα και προσπαθούσα να σπάσω την πολιορκία, μου έριχναν, προτού φτάσω καν το ψωμί”.

“Είμαι οι Σύριοι παντού. Στάθηκα ενάντια στο πρόσωπο της τυραννίας. Μου επιτέθηκε το σύμπαν όλο στο όνομα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, αν και το πρώτο θύμα της ήμουν εγώ. Καταδικάστηκα από κάθε έθνος και θρησκεία. Αλλά δε θα με νικήσετε. Δε θα μου αποδυναμώσετε την αποφασιστικότητα και δε θα με σταματήσετε από το να ονειρεύομαι ένα καλύτερο αύριο. Εκεί όπου λάμπει ο ήλιος της δικαιοσύνης”.

Ο Jihad Eddin Ramadan είναι Σύριος δικηγόρος και συγγραφέας από το Χαλέπι, ο οποίος ζει επί του παρόντος στη Βιέννη ως πρόσφυγας. Ο Tesbih Habbal είναι Σύριος ερευνητής και επιμελητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου.