- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Θα κλείσει η Ουγκάντα το Διαδίκτυο, καθώς η αντιπολίτευση προετοιμάζεται για τις εκλογές του 2021;

Κατηγορίες: Ουγκάντα, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διαδηλώσεις, Εκλογές, Ελευθερία του Λόγου, Μέσα των πολιτών, Νομικά, Πολιτική, GV Advocacy

Διαδηλωτές στην Πορεία των Γυναικών του Ιουνίου 2018 στην Καμπάλα της Ουγκάντα. Φωτογραφία από Katumba Badru, χρησιμοποιείται με άδεια.

Στην Ουγκάντα [1], το Διαδίκτυο έχει γίνει πεδίο μάχης, όπου η κυβέρνηση προσπαθεί να σιωπήσει έναν αυξανόμενο διαδικτυακό πληθυσμό,που εκφράζει διαφωνία.

Εδώ και χρόνια, οι Αρχές της Ουγκάντα ​​έχουν αναπτύξει διαφορετικές τακτικές για να καταπνίξουν την πολιτική διαφωνία και να διατηρήσουν στην εξουσία το κυβερνών κόμμα του Εθνικού Κινήματος Αντίστασης και τον Πρόεδρο Γιουέρι Μουσέβενι.

Αυτό περιλαμβάνει αποκλεισμό ιστοτόπων πολυμέσων, φιλτράρισμα SMS και τερματισμό πλατφορμών μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Καθώς πλησιάζουν οι γενικές εκλογές της Ουγκάντα ​​το 2021, οι Αρχές αναμένεται να συνεχίσουν να εφαρμόζουν παρόμοιες τακτικές.

Τερματισμός του διαδικτύου στις εκλογές του 2016

Κατά τις γενικές εκλογές του 2016, οι Αρχές της Ουγκάντα ​​κατέφυγαν στο κλείσιμο όλων των πλατφορμών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δύο φορές.

Το πρώτο κλείσιμο πραγματοποιήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2016, την παραμονή των προεδρικών εκλογών, και επηρέασε τις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τις υπηρεσίες μεταφοράς χρημάτων για κινητά. Οι περιορισμοί διήρκεσαν τέσσερις ολόκληρες ημέρες.

Στις 11 Μαΐου 2016, οι πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook, το WhatsApp και το Twitter και οι υπηρεσίες μεταφοράς χρημάτων για κινητά αποκλείστηκαν [2] και πάλι. Αυτό το κλείσιμο διήρκεσε για μία ημέρα και πραγματοποιήθηκε μια ημέρα πριν από την ορκωμοσία του προέδρου Μουσέβενι για την πέμπτη θητεία του ως προέδρου.

Ο Μουσέβενι βρίσκεται στην εξουσία από το 1986. Η αντίθεση στην εξουσία του [3] αυξάνεται: Σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2019, η συνολική πλειοψηφία των Ουγκαντέζων αντιτάχθηκε [4] στην απόφαση του 2017 να καταργήσει το ανώτατο όριο ηλικίας των 75 ετών για την προεδρία, κάτι που επέτρεψε στον 74χρονο να συμμετέχει ξανά στις εκλογές του 2021.

Κατά τη διάρκεια των δύο διακοπών λειτουργίας το 2016, η κυβέρνηση της Ουγκάντα ​​ανέφερε την “εθνική ασφάλεια” ως το κίνητρο πίσω από τους περιορισμούς. Οι διαταραχές διατάχθηκαν από τις υπηρεσίες ασφαλείας της Ουγκάντα ​​και την Επιτροπή Επικοινωνιών της Ουγκάντα [5] ​​(UCC), η οποία ρυθμίζει τον τομέα των τηλεπικοινωνιών, τις διαδικτυακές εκδόσεις, τις ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (ραδιόφωνο και τηλεόραση), τη βιομηχανία του κινηματογράφου, τις ταχυδρομικές υπηρεσίες και τις υπηρεσίες ταχυμεταφορών.

Στις 18 Φεβρουαρίου 2016, η MTN Ουγκάντα, ένας πάροχος τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, εξέδωσε δήλωση [6] στο Twitter επιβεβαιώνοντας ότι “η UCC, η ρυθμιστική αρχή είχε ζητήσει από την MTN να απενεργοποιήσει όλες τις υπηρεσίες μέσων κοινωνικής δικτύωσης και μεταφοράς χρημάτων για κινητά λόγω απειλής για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.” Αυτό επηρέασε και άλλες εταιρείες τηλεπικοινωνιών όπως η Airtel, η Smile, η Vodafone και η Africel.

Την ίδια ημέρα, ο Πρόεδρος Μουσέβενι είπε [7] στους δημοσιογράφους ότι διέταξε το μπλοκάρισμα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης: “Πρέπει να ληφθούν μέτρα για την ασφάλεια ώστε να αποφευχθεί η ταλαιπωρία πολλών, είναι προσωρινό επειδή ορισμένοι χρησιμοποιούν αυτά τα μονοπάτια για να λένε ψέματα,” είπε.

Στις 17 Μαρτίου, σε επίσημη δήλωση [8] κατά τη διάρκεια συζητήσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου, στις οποίες αμφισβητήθηκε η νίκη του Προέδρου Μουσέβενι το 2016, ο εκτελεστικός διευθυντής της UCC Godfrey Mutabazi εξήγησε ότι “έλαβε οδηγίες από τον Γενικό Επιθεωρητή της Αστυνομίας, Kale Kayihura, για να κλείσει ιστοτόπους μέσων κοινωνικής δικτύωσης και υπηρεσίες μεταφοράς χρημάτων για κινητά λόγω προβλημάτων ασφαλείας.”

Αυτές οι διακοπές επενέβησαν στα δικαιώματα και την καθημερινή ζωή των Ουγκαντέζων που χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο και τις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για πρόσβαση σε πληροφορίες, έκφραση απόψεων και διεξαγωγή καθημερινών επιχειρήσεων στο διαδίκτυο. Τις εβδομάδες πριν από τις εκλογές του 2016, οι Ουγκαντέζοι τουΐταραν ενεργά και συζητούσαν [9] για τις εκλογές χρησιμοποιώντας hashtags όπως #UgandaDecides και #UGDebate16. Το επίπεδο της διαδικτυακής συμμετοχής των πολιτών της Ουγκάντα ​​προήλθε από τις πρώτες τηλεοπτικές προεδρικές συζητήσεις, η πρώτη από τις οποίες πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο και η δεύτερη, μια εβδομάδα αργότερα.

Ακόμη και με την απαγόρευση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, πολλοί Ουγκαντέζοι ​​συνέχισαν να δημοσιεύουν σχετικά με τις εκλογές χρησιμοποιώντας εικονικά ιδιωτικά δίκτυα ή VPN [10]. Την ημέρα των εκλογών, οι πολίτες μπόρεσαν να μοιραστούν ενημερώσεις σχετικά με τις καθυστερημένες αφίξεις στα υλικά της ψηφοφορίας σε διάφορα εκλογικά κέντρα, αναφορές κακής εκλογικής πρακτικής [11] και ανεπίσημα [12] εκλογικά αποτελέσματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Οι ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων λένε ότι οι στοχευμένες διακοπές λειτουργίας κατά τις εκλογικές περιόδους επιβραδύνουν την επικοινωνία, ακριβώς όταν απαιτείται η πρόσβαση σε πληροφορίες και η έκφραση των πολιτών.

“Ο τερματισμός λειτουργίας του Διαδικτύου περιορίζει τους ανθρώπους από την επικοινωνία συγκεκριμένων ανησυχιών που τους επηρεάζουν, όπως η υγεία, η αλληλεπίδραση με φίλους, καθώς και η ανταλλαγή πολιτικών θέσεων και απόψεων,” είπε στο Global Voices σε μια συνέντευξη ο Moses Owiny, διευθύνων σύμβουλος του Κέντρου Πολυμερών Υποθέσεων, μια ανεξάρτητη πλατφόρμα για τη λειτουργία ανάλυσης πολιτικής στην Ουγκάντα ​​και την Τανζανία.

Σύμφωνα με τον Owiny, το κλείσιμο στοχεύει πρωτίστως να σταματήσει τη διαφωνία στην πολιτική βάσει του “αντιληπτού φόβου από το κράτος ότι οι απόψεις και οι ανησυχίες των πολιτών είναι πιθανό να υποκινήσουν το κοινό,” μια κατηγορία που πιστεύει ότι είναι αβάσιμη και δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα αλλά σε υποθέσεις.

Ιστορικό αποκλεισμού πλατφορμών και ιστοτόπων της Ουγκάντα

Στις 14 Απριλίου 2011, η UCC ανέθεσε στους Παρόχους Υπηρεσιών Διαδικτύου (ISP) να μπλοκάρουν προσωρινά την πρόσβαση στο Facebook και το Twitter [13] για 24 ώρες για να εξαλείψουν τη σύνδεση και την κοινή χρήση πληροφοριών. Η διαταγή ήρθε στη ζέση των διαδηλώσεων “με τα πόδια στη δουλειά” υπό την ηγεσία της αντιπολίτευσης για την αύξηση των τιμών των καυσίμων και των τροφίμων. Η ρυθμιστική αρχή δήλωσε ότι οι υπηρεσίες ασφαλείας ζήτησαν το μπλοκάρισμα για να ελαχιστοποιήσουν τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προκειμένου να αποτρέψουν τη βία.

Το 2011, οι εκλογές σηματοδοτήθηκαν με φιλτράρισμα των SMS που περιείχαν συγκεκριμένες λέξεις [14] όπως “Αίγυπτος”, “σφαίρα” και “λαϊκή δύναμη”.

Μέχρι τις εκλογές του 2006, η UCC [15] ανέθεσε στους ISP να αποκλείσουν την πρόσβαση στον ιστότοπο του Radio Katwe για δημοσίευση “‘κακόβουλων και ψευδών πληροφοριών’ κατά του κυβερνώντος Εθνικού Κινήματος Αντίστασης και του προεδρικού υποψηφίου του”, σύμφωνα με μια πολιτική ενημέρωσης της Τεχνολογίας Πληροφοριών και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) του 2015 από τη Συνεργασία για τη Διεθνή Πολιτική ΤΠΕ για την Ανατολική και Νότια Αφρική (CIPESA). Οι αρχές της Ουγκάντας εμπόδισαν την πρόσβαση στον ραδιοφωνικό σταθμό και στον ιστότοπο Daily Monitor για τη δημοσίευση “ανεξάρτητων εκλογικών αποτελεσμάτων.” Οι πλατφόρμες των μέσων αποκαταστάθηκαν γρήγορα, αλλά μόνο μετά την ανακοίνωση των επίσημων αποτελεσμάτων από την εκλογική επιτροπή.

Εκλογές 2021: Ίδιες τακτικές;

Ο Πρόεδρος Μουσέβενι τον Μάιο του 2013. Είναι στην εξουσία από το 1986. Εύσημα φωτογραφίας: Γραφείο Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας στο Flickr [16] [CC BY 2.0 [17]].

Από το 2016, οι αρχές συνέχισαν να καταδιώκουν τους πολιτικούς της αντιπολίτευσης και τους δημοσιογράφους.

Ο Robert Kyagulanyi, γνωστός ως “Bobi Wine”, τραγουδιστής και ηγέτης του κόμματος της αντιπολίτευσης People Power, που είναι επίσης μέλος του κοινοβουλίου, έχει ήδη ανακοινώσει [18] την υποψηφιότητά του για την προεδρία. Ο Wine αντιμετωπίζει επί του παρόντος ποινικές κατηγορίες για “ενόχληση του προέδρου” και εάν καταδικαστεί, δεν θα του επιτραπεί να είναι υποψήφιος.

Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων [19], το 2018 οι Αρχές στόχευσαν έξι μέλη της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένων των Bobi Wine και Francis Zaake, πριν από τις εκλογές της 15ης Αυγούστου στην Άρουα (βόρεια Ουγκάντα). Μέλη της αστυνομίας και του στρατού συνέλαβαν την ομάδα μαζί με 28 άλλα άτομα στις 13 Αυγούστου 2018 και τους κατηγορούσαν για προδοσία. Αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση.

Την ίδια ημέρα, η αστυνομία συνέλαβε [19] επίσης δύο δημοσιογράφους, τον Herber Zziwa και τον Ronald Muwanga, καθώς κάλυψαν τις εκλογές και τη σχετική βία, συμπεριλαμβανομένης του θανατηφόρου πυροβολισμού [20] από τον στρατό του οδηγού του Bobi Wine.

Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές του 2021, οι Αρχές της Ουγκάντα είναι πολύ πιθανό να συνεχίσουν να καταστέλλουν την πολιτική διαφωνία, μεταξύ άλλων μέσω του τερματισμού των κοινωνικών μέσων. Στην πραγματικότητα, από τις εκλογές του 2016, δεν υπήρξε καμία αλλαγή στο νομικό πλαίσιο, που να επιτρέπει στην κυβέρνηση να περιορίσει τα δικαιώματα στην ελευθερία της έκφρασης και την πρόσβαση σε πληροφορίες μέσω διαδικτύου.

Σύμφωνα με την έκθεση για την Ελευθερία του Διαδικτύου στην Αφρική το 2016 [22], ο Νόμος περί Επικοινωνιών [23] του 2013 παρέχει στην UCC ευρείες εξουσίες και λειτουργίες σύμφωνα με την Ενότητα 5 που επιτρέπει στον ρυθμιστή επικοινωνιών να “παρακολουθεί, επιθεωρεί, δίνει άδεια, εποπτεύει, ελέγχει και να ρυθμίζει τις υπηρεσίες επικοινωνιών” και να “ορίζει πρότυπα, παρακολουθεί και επιβάλλει τη συμμόρφωση που σχετίζεται με το περιεχόμενο.” Κατόπιν αιτήματος της κυβέρνησης, η UCC χρησιμοποίησε [24] αυτήν την ενότητα για να διατάξει τους ISP να αποκλείσουν την πρόσβαση σε υπηρεσίες μέσων κοινωνικής δικτύωσης και μεταφοράς χρημάτων για κινητά κατά τη διάρκεια των εκλογών του 2016.

Η κυβέρνηση συνεχίζει να μετατρέπει σε όπλα αυτούς τους νόμους για τον έλεγχο της δημόσιας συζήτησης και τη σιώπηση της πολιτικής διαφωνίας, ιδιαίτερα σε περιόδους εκλογών.

Ο Owiny υποστηρίζει ότι το κράτος είναι σε θέση να κλείσει το Διαδίκτυο ανά πάσα στιγμή που κρίνεται απαραίτητο: “Όταν συγκλίνει η ασφάλεια του καθεστώτος και εκείνη των πολιτών του και όπου απειλείται η ασφάλεια του καθεστώτος, θα υπερισχύει η ασφάλεια του καθεστώτος και η επιβίωσή του.”

Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οργανώνονται στην Ουγκάντα, έτσι ώστε οι διακοπές λειτουργίας όπως αυτές που πραγματοποιήθηκαν το 2016 να μην επαναληφθούν.

Αρκετές οργανώσεις έγραψαν μια κοινή επιστολή [25] προς την Αφρικανική Ένωση και τους περιφερειακούς φορείς που τους ζητούσαν να καταδικάσουν την απόφαση των αρχών της Ουγκάντα ​​να κλείσουν την πρόσβαση στο Διαδίκτυο κατά τις εκλογές του 2016.

Η Unwanted Witness της Ουγκάντας ​​παρέπεμψε [26] το κράτος της Ουγκάντα ​​στο δικαστήριο, μαζί με τους παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου και τη ρυθμιστική αρχή, σε μια υπόθεση που κατατέθηκε τον Σεπτέμβριο του 2016. Ο οργανισμός ισχυρίστηκε ότι το κλείσιμο του διαδικτύου που σχεδίασε το κράτος παραβίασε τα δικαιώματα των Ουγκαντέζων στην προσωπική ελευθερία του λόγου και της έκφρασης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 29 παράγραφος 1 του συντάγματος του 1995. Ωστόσο, ένας δικαστής αποφάνθηκε ότι “οι αιτούντες δεν κατάφεραν να αποδείξουν τις παραβιάσεις” που προέκυψαν από το κλείσιμο, ανέφερε η Unwanted Witness της Ουγκάντας ​​στο Global Voices.

Η επίτευξη αδιάλειπτης πρόσβασης στο Διαδίκτυο ιδιαίτερα κατά τις προσεχείς εκλογές θα απαιτήσει περισσότερη υπεράσπιση.

Ο Owiny πρότεινε την ανάγκη οι ακτιβιστές ψηφιακών δικαιωμάτων να εμβαθύνουν τις συνομιλίες μεταξύ της κυβέρνησης και του ιδιωτικού τομέα για να παρουσιάσουν τον αρνητικό αντίκτυπο των διακοπών λειτουργίας επειδή ο ιδιωτικός τομέας εκφοβίζεται από το κράτος.

Η Ουγκάντα ​​ήταν από τις πρώτες αφρικανικές χώρες που θέσπισαν νόμο για το δικαίωμα στην πληροφόρηση, γνωστός ως Νόμος για την Πρόσβαση στην Πληροφόρηση (ATIA) [27], το 2005. Ο νόμος υπόσχεται να παράσχει “ικανή, αποτελεσματική, διαφανή και υπεύθυνη” που θα “επιτρέψει στο κοινό να έχει αποτελεσματική πρόσβαση και συμμετοχή σε αποφάσεις που τους επηρεάζουν ως πολίτες της χώρας.”

Θα εκπληρώσει η κυβέρνηση την εντολή της να προωθήσει το δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες; Θα τηρήσει την υπόσχεσή της;


Αυτό το άρθρο είναι μέρος μιας σειράς αναρτήσεων, [28] που εξετάζουν την παρέμβαση στα ψηφιακά δικαιώματα μέσω μεθόδων όπως ο τερματισμός της λειτουργίας του διαδικτύου και η παραπληροφόρηση κατά τη διάρκεια σημαντικών πολιτικών εκδηλώσεων σε επτά αφρικανικές χώρες: Αλγερία, Αιθιοπία, Μοζαμβίκη, Νιγηρία, Τυνησία, Ουγκάντα ​​και Ζιμπάμπουε. Το έργο χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ψηφιακών Δικαιωμάτων της Αφρικής [29] της Συνεργασίας για τη Διεθνή Πολιτική ΤΠΕ για την Ανατολική και Νότια Αφρική (CIPESA [30]).