Το άρθρο αυτό πραγματοποιήθηκε βάσει συνεργασίας με την Transitions, οργάνωση εκδόσεων και μιντιακής εκπαίδευσης με έδρα την Πράγα.
Η Δημοκρατία της Μολδαβίας είναι ευλογημένη με ένα ήπιο κλίμα, βουκολικά τοπία, δημοφιλές κρασί και άδειά χωριά. Οι Μολδαβοί φεύγουν μαζικά. Η χώρα τους έχει τώρα έναν από τους ταχύτερα συρρικνούμενους πληθυσμούς στον κόσμο. Η φτώχεια, οι συνεχείς πολιτικές αναταραχές και η βαθιά ενσωματωμένη διαφθορά έχουν πείσει πολλούς να αγοράσουν εισιτήριο άνευ επιστροφής. Μερικοί γίνονται εποχικοί οικονομικοί μετανάστες, επιστρέφοντας για μερικούς μήνες κάθε χρόνο. Άλλοι, πολλοί από τους οποίους έχουν ανώτατη εκπαίδευση, προτιμούν να φύγουν για πάντα. Σύμφωνα με μια μελέτη του UNFPA από το 2016, αν δε ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα από την κυβέρνηση της Μολδαβίας για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, σε 15 χρόνια ο πληθυσμός της χώρας, εκτιμώμενος σε μόλις 3 εκατομμύρια, θα μπορούσε να μειωθεί κατά 24%.
Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ο ακριβής αριθμός των Μολδαβών, που ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό. Το Εθνικό Γραφείο Στατιστικής υπολογίζει περίπου 800.000, αλλά ο αριθμός μπορεί να φθάσει τα δύο εκατομμύρια, άμα υπολογίσουμε κι όσους εγκατέλειψαν τη χώρα χρησιμοποιώντας άλλα διαβατήρια. Η Μολδαβία αναγνωρίζει πολλαπλές υπηκοότητες και πολλοί πολίτες της Μολδαβίας μπορούν να διεκδικήσουν διαβατήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης από τη γειτονική Ρουμανία (και οι δύο χώρες ήταν ενωμένες μεταξύ 1918 και 1940).
Σχεδόν το 80% των μεταναστών είναι μεταξύ 18 και 35 ετών, αυξάνοντας την πίεση στην τοπική οικονομία, καθώς ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας μειώνεται. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το 40% των μεταναστών έχουν ανώτερη εκπαίδευση, συμβάλλοντας στη “διαρροή εγκεφάλων” της χώρας. Όπως η γεωπολιτική κατάσταση της χώρας, οι μεταναστευτικές προτιμήσεις των Μολδαβών χωρίζονται μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Το 80% των μεταναστών της Μολδαβίας συγκεντρώνονται σε τρία κράτη: τη Ρωσική Ομοσπονδία, την Ιταλία και την Πορτογαλία.
Υπό το πρίσμα των πρόσφατων πολιτικών αλλαγών, είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή να εξετάσουμε τα αποτελέσματα αυτής της μαζικής μετανάστευσης στην εγχώρια πολιτική της Μολδαβίας. Οι νέοι Μολδαβοί στο εξωτερικό εξακολουθούν να δεσμεύονται να αγωνιστούν για ένα καλύτερο μέλλον σε μια χώρα, που έχουν αφήσει πίσω τους; Ήταν η μετανάστευση για αυτούς ένα σημάδι παραίτησης με την ελπίδα αλλαγής στην πατρίδα; Και η μετανάστευση της νεολαίας αποστερεί τη χώρα από τις πιθανότητές της να σπρώξει μια αναξιόπιστη ελίτ και να επιτύχει διαρκή αλλαγή; Μίλησα με αρκετούς Μολδαβούς, που ζουν στο εξωτερικό, για να κατανοήσω την οπτική τους γωνία.
“Μερικές φορές ζηλεύω τους νέους στη Δύση, που δεν αντιμετώπισαν ποτέ την ιδέα να εγκαταλείψουν τις χώρες τους, επειδή δεν είχαν μέλλον εκεί…Υποθέτω ότι τους είναι δύσκολο να μας καταλάβουν”, λέει η Ana (ψευδώνυμο), μία 33χρονη Μολδαβή πολίτης, που έχει περάσει την τελευταία δεκαετία της ζωής της στην Ελλάδα.
Από τότε που έχασε τη μητέρα της από καρκίνο σε ηλικία εννέα ετών, η Ana ονειρευόταν να γίνει γιατρός. Χρόνια σκληρής μελέτης απέδωσαν, όταν εισήχθη στο Ιατρικό Κολέγιο στο Κισινάου, την πρωτεύουσα της Μολδαβίας. “Ήμουν συνηθισμένη στην κακουχία, οπότε δεν περίμενα αυτό το νέο στάδιο να είναι εύκολο”, θυμάται η Ana, της οποίας τα δύο νεότερα αδέλφια παρέμειναν στο χωριό της. “Έπρεπε να τα φροντίσω, καθώς ο μπαμπάς μου έφυγε για να μας στηρίξει στη Μόσχα. Εργάστηκα για λίγο ως νοσοκόμα, αλλά με μισθό 2.000 λέι (περίπου 100 ευρώ), ήταν αδύνατο να κάνω αποταμιεύσεις, οπότε αποφάσισα να πάω στο εξωτερικό”.
Η απόφαση της Ana να μεταναστεύσει ήρθε αρκετά χρόνια, προτού η Μολδαβία εξασφαλίσει με την Ευρωπαϊκή Ένωση καθεστώς μη χορήγησης βίζας το 2014. “Η απόκτηση εργατικής βίζας για μια δυτική χώρα ήταν μια ταλαιπωρία και υπήρχαν λιγότερες υπηρεσίες που ασχολούνταν με αυτό το είδος ζητήματος σε σύγκριση με σήμερα. Θεωρώ τον εαυτό μου εξαιρετικά τυχερό, όταν βρήκα μια καλοκαιρινή δουλειά στην Ελλάδα. Δεν έκανα τίποτα σχετικό με τις σπουδές μου, αλλά πληρωνόμουν πολύ περισσότερα χρήματα από ό,τι όταν ήμουν νοσοκόμα στη Μολδαβία, έτσι αποφάσισα να μείνω περισσότερο και να αποταμιεύσω περισσότερα. Ήξερα ότι θα γινόμουν παράνομη μετανάστρια, αλλά εκείνη την εποχή, δεν μπορούσα να δω καμία πιθανότητα επιβίωσης στην πατρίδα. Ούτε και τώρα, 13 χρόνια αργότερα”, καταλήγει η Ana με ένα θλιμμένο χαμόγελο.
Αυτή η ζοφερή προοπτική, που είναι ευρέως κοινή μεταξύ των μεταναστών της Μολδαβίας, έχει επιπτώσεις στην εκλογική πολιτική της χώρας τους. Σύμφωνα με τον Denis Cenusa, ερευνητή πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Justus-Liebig στο Γκίσεν της Γερμανίας, “η μετανάστευση γηράσκει τόσο το εργατικό δυναμικό όσο και το εκλογικό σώμα. Κατά συνέπεια, οι πολιτικές επιλογές και η εκλογική συμπεριφορά των παλαιότερων ψηφοφόρων δείχνουν μεγαλύτερο δισταγμό προς προοδευτικές απόψεις και πολιτικούς. Επιπλέον, η αυξανόμενη μετανάστευση των νέων επηρεάζει τον πολιτικό ακτιβισμό του εναπομείναντος νεαρού πληθυσμού, ο οποίος επικεντρώνει τις προσπάθειές του στην αναζήτηση ευκαιριών στο εξωτερικό και όχι στη βελτίωση της κατάστασης στην πατρίδα μέσω υψηλότερου πολιτικού ακτιβισμού ή συμμετοχής”.
Ο Vadim Pistrinciuc, ειδικός της δημόσιας πολιτικής στο Ινστιτούτο Στρατηγικών Πρωτοβουλιών στο Κισινάου, συμφωνεί: “Το γεγονός ότι οι περισσότεροι νέοι μεταναστεύουν και ότι η μολδαβική διασπορά αποτελείται από ενεργούς εργαζόμενους δημιουργεί έλλειμμα ψήφου για τα κόμματα, που δεσμεύονται ευρωπαϊκές αξίες, καταπολέμηση της διαφθοράς και εμπλεκόμενες οικονομικές πολιτικές. Έτσι, τα νεοεμφανιζόμενα κόμματα αγωνίζονται πολύ περισσότερο για να πάρουν τις ιδέες τους από την κοινωνία. Είναι πολύ πιο εύκολο για τους νέους πολιτικούς και τα κόμματα να ακουστούν οι ιδέες τους και να ψηφιστούν, αν παραμείνουν περισσότεροι νέοι στη χώρα…Ο αριστερός κοινωνικός λαϊκισμός πωλείται ευκολότερα στον «υπόλοιπο» γηράσκοντα πληθυσμό”, εξήγησε ο Pistrinciuc, ο οποίος μέχρι πέρυσι ήταν επίσης βουλευτής του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος.
Ωστόσο, ορισμένοι νέοι αποφάσισαν να παραμείνουν, ή ακόμα και να επιστρέψουν, να αγωνιστούν για μια Μολδαβία με καλύτερες προοπτικές. Ο 26χρονος Dorin Frăsâneanu είναι ένας από αυτούς.
“Όταν έφυγα, δεν ήθελα να επιστρέψω. Αλλά με την πάροδο του χρόνου έμαθα ποτέ να μην λέω ποτέ”, ξεκινά ο Frăsâneanu, ο οποίος πρώτα εγκατέλειψε τη Μολδαβία πριν από δέκα χρόνια για να σπουδάσει στο Ηνωμένο Βασίλειο με υποτροφία HMC, προτού σπουδάσει σε Γαλλία και Ρωσία. Τα ταξίδια του τον έφεραν σε επαφή με μέλη της μεγάλης διασποράς της Μολδαβίας, ιδιαίτερα στη Ρωσία και το Ισραήλ. “Άκουσα πολλές φρικτές ιστορίες”, θυμάται ο Dorin, ο οποίος αποφάσισε τα Χριστούγεννα του 2018 ότι ήθελε να κάνει κάτι για αλλαγή. Ο Frăsâneanu επέστρεψε για λίγο στη Μολδαβία και έθεσε υποψηφιότητα στην φιλοευρωπαϊκή αντιπολιτευτική ομάδα ACUM στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 2019. Ο Ντόριν ήταν υποψήφιος στην Περιφέρεια 51, που εκπροσωπεί πολίτες, που ζουν σε χώρες, που βρίσκονται ανατολικά της Μολδαβίας (το κοινοβούλιο της χώρας περιλαμβάνει τρεις τέτοιες έδρες, που προορίζονται για τη διασπορά). Πήρε τελικά το 27,15% των ψήφων και βγήκε δεύτερος μετά τον Gheorghii Para, υποψήφιο του φιλορωσικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSRM).
Πληγμένος από το ότι απογόητευσε τους ψηφοφόρους του μην κερδίζοντας στις εκλογές, ο Dorin δε μετανιώνει που αγωνίστηκε γι’ αυτούς. Η εμπειρία απλά τον έκανε πιο περίεργο να επιστρέψει στη Μολδαβία μια μέρα, προκειμένου να εργαστεί υπηρετώντας το δημόσιο. Λέει ότι θα ήταν απλά προσεκτικός ανάλογα τις περιστάσεις.
Οι συνθήκες άλλαξαν λίγο μετά από αυτές τις εκλογές, όταν τα κόμματα ACUM και PSRM απρόσμενα ψήφισαν μαζί να εκδιώξουν το μη δημοφιλές κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα της Μολδαβίας (DPM). Δημιούργησαν κυβερνητικό συνασπισμό υπό τη Μάγια Σάντου, η οποία δήλωσε ως πρωθυπουργός ότι η μεγαλύτερη πρόκληση της Μολδαβίας ήταν ότι “οι άνθρωποι δεν πιστεύουν σε αυτή τη χώρα και φεύγουν”. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση Σάντου προσπάθησε να προσελκύσει μέλη της διασποράς πίσω στο δημόσιο στη Μολδαβία. Τον Νοέμβριο του 2019, η φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση υπό την ηγεσία της Σάντου απορρίφθηκε λόγω ψήφου εμπιστοσύνης, που ξεκίνησε από το PSRM για την αποτυχία της εφαρμογής της δικαστικής μεταρρύθμισης. Η σημερινή κυβέρνηση, αποτελούμενη κυρίως από πρώην σύμβουλους του Προέδρου Ιγκόρ Ντόντον, επιδιώκει την επανεκλογή του το 2020. Όπως έκανε στις προεδρικές εκλογές του 2016, ο Ντόντον πιθανότατα θα αντιμετωπίσει τη Μάγια Σαντού, η οποία κατέλαβε τη δεύτερη θέση με 47,82% αλλά με σαφή πλειοψηφία μεταξύ της μολδαβικής διασποράς, εξαιρουμένης της Ρωσίας.
“Η διασπορά θα μπορούσε να παράσχει τις αποφασιστικές ψήφους στις προεδρικές εκλογές του 2020. Αυτή η ομάδα του εκλογικού σώματος είναι πιο σημαντική για την αντιπολίτευση παρά για το κυβερνών κόμμα, που χρησιμοποιεί δημόσιες επενδύσεις για να πείσει τους ψηφοφόρους στην πατρίδα”, εξηγεί o Cenusa. “Για τις προεδρικές εκλογές του 2020, το κυβερνών κόμμα μπορεί να προσπαθήσει να τονώσει την πολιτική δραστηριότητα μεταξύ των μεταναστών της Μολδαβίας, που εργάζονται στη Ρωσία, για να αντισταθμιστούν οι ψήφοι της διασποράς στη Δύση”, συλλογίζεται.
Παραμένει να δούμε αν αυτές οι προεκτάσεις προς τους Μολδαβούς στο εξωτερικό θα αποδώσουν. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι μπορεί να αυξηθεί η σημασία τους, μόνο αν η τάση της χώρας για τη μετανάστευση νέων συνεχιστεί.
Κατά συνέπεια, ο Pistrinciuc τονίζει ότι οι νέοι εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη μολδαβική πολιτική, οπουδήποτε κι αν βρίσκονται. “Είναι οι κινητήριοι μοχλοί. Είναι πολύ ορατοί στο διαδίκτυο, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στα νέα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπου πρωταγωνιστούν. Στέλνουν μηνύματα προτρέποντας τους γονείς και τους παππούδες τους να ψηφίσουν, το οποίο ήταν ιδιαίτερα εμφανές στις πρόσφατες εκλογές, όταν τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα ή υποψήφιοι κέρδισαν σημαντικές περιφέρειες ή περιοχές, που κανείς δεν περίμενε…Το σημερινό κοινοβούλιο είναι πολύ νεότερο από το προηγούμενο, κάτι που δείχνει ότι οι ψηφοφόροι θέλουν οι νέοι να συμμετάσχουν στην πολιτική διαδικασία, θέλουν κάτι νέο”, καταλήγει.
“Οι άνθρωποι έχουν κουραστεί από την πολιτική κατάσταση”, συνοψίζει ο Dorin. “Η συνεχής αναβολή των μεταρρυθμίσεων καθιστά πολύ δύσκολο για τους ανθρώπους να εμπιστεύονται πολιτικούς. Υπήρξε μια αισιόδοξη στιγμή [πέρυσι], όταν αντικαταστάθηκε η κυβέρνηση του ολιγάρχη Πλαχότνιουκ, αλλά στη συνέχεια…αυτό που συνέβη ήταν απογοητευτικό. Επιλέγω να παραμείνω αισιόδοξος, νομίζω”, προσθέτει με ένα αινιγματικό χαμόγελο.
Αντίθετα, η Ana διστάζει να μιλήσει πολύ για την πολιτική. Παρόλο που ποτέ δεν γνώρισε τον Dorin και οι τροχιές της ζωής τους δε θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές, μοιράζεται τις ανησυχίες του. “Παρακολουθώ τις ειδήσεις, αλλά για να είμαι ειλικρινής, με νοιάζει πολύ λιγότερο από ό, τι πριν. [Οι πολιτικοί] κάνουν ό, τι θέλουν εκεί. Θα ήθελα να επιστρέψω στη Μολδαβία μια μέρα, νοσταλγώ βαθιά την πατρίδα μου, αλλά δε θέλω τα παιδιά μου να μεγαλώσουν σε μια διεφθαρμένη χώρα, που δεν ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους της”, δηλώνει.