- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Μια “γλυκιά” συμφωνία: Τέλος του πολέμου για τη ζάχαρη μεταξύ Τανζανίας και Ουγκάντας έπειτα από μακροχρόνιο εμπάργκο

Κατηγορίες: Υπο-Σαχάρια Αφρική, Κένυα, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Μπουρούντι, Νότιο Σουδάν, Ουγκάντα, Ρουάντα, Τανζανία, Ανάπτυξη, Διακυβέρνηση, Διατροφή, Διεθνείς Σχέσεις, Μέσα των πολιτών, Οικονομικά & επιχειρηματικότητα, Πολιτική
[1]

Ζαχαροκάλαμα μεταφέρονται στην Καμπάλα της Ουγκάντας, μιας χώρας με “πλεόνασμα ζάχαρης”, Μάρτιος 2009, Malc Wicky μέσω Flickr CC BY 2.0.

Έπειτα από μακροχρόνιο αποκλεισμό εισαγωγών στη ζάχαρη από την Ουγκάντα, η Τανζανία ανακοίνωσε το μερικό άνοιγμα του εμπορίου με την γειτονική ανατολική αφρικανική χώρα, εφόσον οι συμφωνίες επιτευχθούν μεταξύ των δυο κυβερνήσεων [2] και όχι ιδιωτικών επιχειρήσεων.

Η πολυαναμενόμενη συμφωνία οριστικοποιήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2020 στο Κοινοβούλιο στην Εντέμπε της Ουγκάντας, παρουσία κυβερνητικών αξιωματούχων των δύο χωρών:

Η συμφωνία θα πρέπει να χαροποιεί τους κατοίκους της Τανζανίας, συνεχεία μιας σχεδόν τετραετούς ανεπάρκειας ζάχαρης στη χώρα, όταν το 2016 ο Τανζανός Πρόεδρος Μαγκουφούλι επέμεινε [4] στο ότι οι έμποροι ζάχαρης πρέπει να αποκτήσουν άδειες για τον έλεγχο ολοένα και αυξανόμενων προβλημάτων, όπως έλλειψη ποιότητας, λαθρεμπόριο και διαφθορά στην τοπική επιχειρηματική δραστηριότητα ζάχαρης, σύμφωνα με το BBC.

Οι Αρχές της Τανζανίας ισχυρίστηκαν [5] ότι η εισαγόμενη από την Ουγκάντα ζάχαρη δεν παρασκευάζεται στην πραγματικότητα εκεί και ότι, αντ’ αυτού, είχε εισαχθεί από την Κένυα και επανασυσκευάστηκε στην Ουγκάντα.

Η διοίκηση Μαγκουφούλι επέβαλε φόρο 25% [5] στην εισαγόμενη ζάχαρη από την Ουγκάντα κατά την εφημερίδα The Citizen. Από το 2018, η Τανζανία σταμάτησε την έκδοση αδειών [6], απαγορεύοντας ουσιαστικά την εισαγωγή ζάχαρης από την Ουγκάντα, όπως αναφέρει το East African.

Ανακατεμένη σε αμέτρητα φλυτζάνια τσαγιού και καφέ καθημερινά, η ζάχαρη αποτελεί βασικό είδος πρώτης ανάγκης στην ανατολική Αφρική. Οι περιορισμοί αυτοί στις εισαγωγές ζάχαρης από την Ουγκάντα έφτασαν στα ύψη το κόστος της στην αγορά της Τανζανίας και, σε κάποιες περιπτώσεις, οδήγησε στο φαινόμενο ντόπιοι παραγωγοί να κρατούν μεγάλες ποσότητες αποθεμάτων στην άκρη [4], σύμφωνα με τον Sammy Awami του BBC.

Το 2018, η The Citizen ανέφερε ότι ένας σάκος ζάχαρη 50 κιλών κοστολογήθηκε [7] στα 65.000 σελίνια Τανζανίας (περίπου 30 δολάρια) στα ημιαυτόνομα νησιά της Ζανζιβάρης και 120.000 σελίνια (περίπου 60 δολάρια) στην ηπειρωτική Τανζανία.

[8]

Διαφήμιση ζάχαρης προς πώληση σε σελίνια Ουγκάντας. Γκούλου, Ουγκάντα, 2011. Φωτογραφία από UK DFID, με ελεύθερη κυβερνητική άδεια.

Στο πνεύμα της ανατολικοαφρικανικής ενότητας, βέβαια, οι Αρχές της Τανζανίας ταξίδεψαν για δύο ημέρες στην Ουγκάντα την 1η Μαρτίου 2020, με στόχο να επιθεωρήσουν τις διαδικασίες παραγωγής πολλών εργοστασίων παρασκευής ζάχαρης, όπως των Kakira Sugar Works και Kinyara Sugar Corporation της Uganda Limited.

Μετά από ένα επιτυχές ταξίδι, o Υπουργός Γεωργίας της Τανζανίας, Japhet Hasunga, δήλωσε [2] ότι επρόκειτο να ξεκινήσει σύντομα μια διακυβερνητική συμφωνία για τη ζάχαρη, σύμφωνα με την Daily Monitor, καθημερινή εφημερίδα στην Ουγκάντα:

Είμαστε ικανοποιημένοι από τον τρέχοντα ρυθμό παραγωγής ζάχαρης στην Ουγκάντα και θα ξεκινήσουμε με 30.000 μετρικούς τόνους, αυτό όμως θα εξαρτηθεί από τις τιμές, δε γνωρίζουμε πόσα θα χρεώσουν τα εργοστάσια και, έπειτα, θα κάνουμε άλλη παραγγελία. Να ξεκινήσει η δουλειά το συντομότερο δυνατόν.

H κίνηση αυτή θα ενισχύσει την ανατολικοαφρικανική ενσωμάτωση, καθώς η Τανζανία θα ξεκινήσει την εισαγωγή περισσότερης ζάχαρης και από την Ουγκάντα, εκτός από πιο απομακρυσμένες περιοχές, όπως η Βραζιλία. Στο μεταξύ, η Ουγκάντα, χαρακτηριζόμενη ως “χώρα με πλεόνασμα ζάχαρης” [15], εξάγει κυρίως [2] στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στο νότιο Σουδάν και στη Ζάμπια.

Ο Υπουργός Hasunga επιβεβαίωσε το διαρκές έλλειμμα παραγωγής ζάχαρης στην Τανζανία, με τη ζήτηση να είναι περισσότερη από τις προμήθειες. “H ετήσια παραγωγική ισχύς ανέρχεται στους 300.000 μετρικούς τόνους το χρόνο, σύμφωνα με το οποίο η χώρα παρουσιάζει έλλειμμα 90.000 μετρικών τόνων”, ανέφερε [2] η Daily Monitor.

Υπό τη νέα αυτή συμφωνία, δε θα υπάρχει φόρος εισαγωγών βάσει των κατευθυντήριων γραμμών, που δηλώνονται στο Πρωτόκολλο για τη Δημόσια Αγορά της Ανατολικής Αφρικανικής Κοινότητας.

Ανατολική Αφρικανική Κοινότητα: Γλυκόπικρα συναισθήματα;

Αν και πολλοί επαίνεσαν την τελευταία προσπάθεια της Τανζανίας και της Ουγκάντας να αναζωογονήσουν το εμπόριο ζάχαρης μεταξύ των δύο γειτόνων, η συμφωνία ήγειρε ερωτήματα μεταξύ χρηστών του Διαδικτύου σχετικά με την αποτελεσματικότητα της Ανατολικής Αφρικανικής Κοινότητας (ΑΑΚ), μιας περιφερειακής διακυβερνητικής οργάνωσης, που αποτελείται από έξι χώρες της Ανατολικής Αφρικής: Τανζανία, Ουγκάντα, Κένυα, Ρουάντα, Μπουρούντι και Νότιο Σουδάν.

Ο παρακάτω διαδικτυακός χρήστης αναγνώρισε αυτό που φαίνεται να είναι δύο ανταγωνιστικές μεταξύ τους σχολές σκέψης σχετικά με την ΑΑΚ:

Ιδρυθείσα πριν από 20 χρόνια, η ΑΑΚ περιλαμβάνει 177 εκατομμύρια ανθρώπους με κοινό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ύψους 193 εκατομμυρίων δολαρίων [19] ετησίως. Βάσει μιας αρχικής συνθήκης, που υπεγράφη το 1999, η ΑΑΚ στοχεύει να ενισχύσει την διαπεριφερειακή συνεργασία σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο ως ένα από τα “ταχύτερα αναπτυσσόμενα οικονομικά μπλοκ”, σύμφωνα με την ιστοσελίδα της.

Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της ΑΑΚ είναι η Κοινή Αγορά, που καθιερώθηκε το 2010, για να διευκολύνει το εμπόριο μεταξύ των έξι χωρών. ΟΙ κατευθυντήριες γραμμές της Κοινής Αγοράς συνιστούν μηδενικό φόρο εισαγωγής σε όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες, προκειμένου να ενθαρρύνουν το εμπόριο αυτό.

Ο παρακάτω, όμως, διαδικτυακός χρήστης αποκάλεσε την ΑΑΚ “οφθαλμαπάτη”, επικαλούμενος μερικά παραδείγματα πέραν των πολέμων για τη ζάχαρη, όπου η συνεργασία και η συμφωνία μεταξύ των χωρών της ΑΑK κλονίστηκαν:

Άλλος διαδικτυακός χρήστης κατέδειξε τον εν εξελίξει “πόλεμο για το γάλα” μεταξύ της Ουγκάντας και της Κένυας, αναρωτώμενος αν η ΑΑΚ τυχόν φοβάται μια “άνοδο” της Ουγκάντας:

Η κλιμάκωση των εμπορικών διαφορών προέκυψε, αφότου η Κένυα κατηγόρησε την Ουγκάντα ότι εισάγει γάλα, που δεν πληροί τα ποιοτικά πρότυπα, και μπλόκαρε την είσοδό της, προκαλώντας στις γαλακτοκομικές εταιρείες της Ουγκάντας σημαντικές οικονομικές ελλείψεις.

Οι σχέσεις μεταξύ Ουγκάντας και Ρουάντας έχουν επίσης χαλάσει τους τελευταίους μήνες, αφότου η Ρουάντα έκλεισε τα σύνορά της με την Ουγκάντα [23] και διέκοψε το εμπόριο μαζί της, σύμφωνα με την World Politics Review, μια κίνηση που είχε ως αποτέλεσμα απώλειες εκατομμυρίων δολαρίων [24].

Αυτές οι εμπορικές διαμάχες της ΑΑΚ σηματοδοτούν μεγαλύτερα προβλήματα στην κοινότητά της και “κρίσιμα κενά στην περιφερειακή ενοποίηση [25],” σύμφωνα με την East African.

Μένει μόνο να φανεί αν η συμφωνία για τη ζάχαρη μεταξύ Τανζανίας και Ουγκάντας θα γλυκάνει την αυξανόμενη πικρία εντός της ΑΑΚ.