- Global Voices στα Ελληνικά - https://el.globalvoices.org -

Γυναίκες δημοσιογράφοι στην Ουγκάντα φέρουν “διπλό βάρος” με επιθέσεις και παρενόχληση στο διαδίκτυο

Κατηγορίες: Υπο-Σαχάρια Αφρική, Ουγκάντα, Ανάπτυξη, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Διακυβέρνηση, Ελευθερία του Λόγου, Ιδέες, Λογοκρισία, Μέσα & δημοσιογραφία, Μέσα των πολιτών, Φύλο & ισότητα, Ψηφιακός ακτιβισμός, GV Advocacy

Η Ουγκαντιανή δημοσιογράφος Gertrude Uwitware Tumusiime βίωσε το “διπλό βάρος” της εργασίας ως γυναίκας δημοσιογράφου στην Ουγκάντα. Στιγμιότυπο οθόνης από το “The Other Side: Gertrude Uwitware Tumusiime [1]” στο YouTube.

Στην Ουγκάντα, γυναίκες δημοσιογράφοι, που χρησιμοποιούν ψηφιακά εργαλεία για κοινοποίηση ειδήσεων, απόψεων και πρόσβαση σε πληροφορίες, αντιμετωπίζουν επιθέσεις και παρενοχλήσεις λόγω έρευνας και δημοσίευσης ευαίσθητου πολιτικού περιεχομένου.

Η διαδικτυακή παρενόχληση έχει γίνει μια νέα μορφή λογοκρισίας. Οι γυναίκες δημοσιογράφοι φέρουν το διπλό βάρος [2] της έμφυλης κακοποίησης στο Διαδίκτυο εκτός από πιθανές απειλές, που σχετίζονται με το πολιτικό ρεπορτάζ τους. Αυτές οι συνεχιζόμενες απειλές οδήγησαν τις γυναίκες δημοσιογράφους να αποσυρθούν από το δημόσιο διάλογο, αφήνοντας το επάγγελμα της δημοσιογραφίας να κυριαρχείται από τους άνδρες.

Joy Doreen Biira, δημοσιογράφος. Φωτογραφία: Wazabanga, Wikimedia Commons, άδεια CC BY 3.0.

Τον Νοέμβριο του 2016, η Ουγκαντιανή δημοσιογράφος Joy Doreen Biira [4], που εργαζόταν στο ιδιωτικό τηλεοπτικό δίκτυο KTN στην Κένυα, επέστρεψε στην Ουγκάντα για μια παραδοσιακή τελετή.

Ενώ η Biira ήταν στην πατρίδα, οι δυνάμεις ασφαλείας της Ουγκάντα συγκρούστηκαν [5] με μέλη του παραδοσιακού βασιλείου Ρουενζουρούρου στην περιοχή Ρουενζόρι της δυτικής Ουγκάντα και το ανάκτορό τους κάηκε συθέμελα. Οι πυροβολισμοί είχαν ως αποτέλεσμα 62 θανάτους [6], συμπεριλαμβανομένων 16 αστυνομικών.

Η Biira αντέδρασε στη στρατιωτική επιδρομή δημοσιεύοντας τις σκέψεις της στο Facebook [7] στις 27 Νοεμβρίου:

It’s so sad what I’ve witnessed today with my own eyes — part of the palace of the kingdom I’m from, the Rwenzururu Kingdom, burning down. It felt like watching your heritage deplete before my eyes.

Είναι πολύ λυπηρό ό,τι είδα σήμερα με τα μάτια μου – μέρος του ανακτόρου του βασιλείου, από το οποίο κατάγομαι, του Βασιλείου Ρουενζουρούρου, καίγεται. Ένιωσα σαν να βλέπεις την κληρονομιά σου να καταστρέφεται μπροστά στα μάτια σου.

Την ίδια μέρα, η Biira συνελήφθη και κατηγορήθηκε ότι “κυκλοφόρησε σκληρού περιεχομένου φωτογραφίες μετά από θανατηφόρα μάχη μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και της βασιλικής φρουράς του βασιλείου του Ρουενζουρούρου…σε μια ιδιαίτερα δημοφιλή ομάδα στο WhatsApp”, σύμφωνα με την Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων (CPJ) [8]. Δημοσίευσε επίσης ένα “βίντεο στο Instagram με το κάψιμο του βασιλικού ανακτόρου και έγραψε για αυτό στο Facebook”, ανέφερε το CPJ.

Οι αξιωματικοί ασφαλείας της Ουγκάντα ​​φέρεται να ανάγκασαν τη Biira “να διαγράψει δημοσιεύσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης” και τα “ψηφιακά εργαλεία της” κατασχέθηκαν επίσης, σύμφωνα με έκθεση του Freedom House [9] του 2018.

Η Biira κατηγορήθηκε για συνέργεια σε τρομοκρατία με παράνομη μαγνητοσκόπηση στρατιωτικής επιδρομής σε βασιλικό ανάκτορο της περιοχής, ενέργεια που τιμωρείται με θάνατο σύμφωνα με τον Αντιτρομοκρατικό Νόμο, εάν καταδικαζόταν. Ωστόσο, μια μέρα αργότερα, απελευθερώθηκε με εγγύηση [10].

Η δοκιμασία της Biira προκάλεσε καταδίκη στα κοινωνικά μέσα μέσω ετικετών όπως #FreeJoyDoreen [Ελευθερώστε την Joy Doreen] και #JournalismIsNotaCrime [Η δημοσιογραφία δεν είναι έγκλημα].

Αυτός ο netizen επέκρινε την τάση του Ουγκαντιανού προέδρου Γιουέρι Μουσέβενι να σιωπά δημοσιογράφους:

Ο Πρόεδρος @KagutaMuseveni θα πρέπει να σταματήσει να σιωπά τους δημοσιογράφους. Αυτό είναι απόλυτη ατιμωρησία στην ήπειρό μας

Ο δικηγόρος της Biira, Nicholas Opiyo, δημοσίευσε ένα τουίτ για τις επίσημες κατηγορίες της Biira:

Αντίγραφο του αστυνομικού δελτίου της Joy – κατηγορούμενη για υποκίνηση τρομοκρατίας (γελοίο!). Η δημοσιογραφία δεν είναι τρομοκρατία

Ο Opiyo είπε στο Global Voices ότι η υπόθεση της Biira εγκαταλείφθηκε και έκλεισε τον Μάρτιο του 2017, αφού οι Αρχές την εξέτασαν και δεν βρήκαν αποδεικτικά στοιχεία για να την πάνε σε δικαστήριο.

“Όπως πολλές τέτοιες υποθέσεις, κάποιος κρίνεται ελεύθερος, αλλά μένει με μια αίσθηση αδικίας και πόνου”, δήλωσε ο Opiyo, ο οποίος είναι επίσης εκτελεστικός διευθυντής του Chapter Four Uganda, μιας οργάνωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Opiyo πρόσθεσε ότι το να περνάς μερικές μέρες στη φυλακή και να υπομένεις τον πόνο της φυλάκισης δεν σε αφήνει ποτέ.

Στοχευμένες διαδικτυακές επιθέσεις

Γυναίκες δημοσιογράφοι, που βιώνουν διαδικτυακή κακοποίηση, σπάνια βρίσκουν δικαιοσύνη και συχνά αγωνίζονται να εξεταστούν σοβαρά και σωστά οι καταγγελίες τους.

Τον Απρίλιο του 2017, η Gertrude Tumusiime Uwitware [4], παρουσιάστρια ειδήσεων στο NTV Uganda, υπερασπίστηκε [19] τη Stella Nyanzi, μια δραστήρια καθηγήτρια, που επέκρινε [20] τη διοίκηση του Μουσέβενι, επειδή δεν εκπλήρωσε μια προεκλογική υπόσχεση για διανομή σερβιετών σε φτωχά κορίτσια.

Οι Αρχές ανάγκασαν την Uwitware να διαγράψει τις δημοσιεύσεις της στο Twitter και στο Facebook με σχόλια προς υποστήριξη της Nyanzi. Έλαβε απειλές [21] στο Facebook [22] και στη συνέχεια απήχθη από άγνωστους επιτιθέμενους [23] για τουλάχιστον οκτώ ώρες, σύμφωνα με έκθεση ανθρωπίνων δικαιωμάτων του 2017 στην Ουγκάντα. [21] Οι απαγωγείς της φέρεται να την ανέκριναν για τη σχέση της με τη Nyanzi, την δάγκωσαν και έκοψαν τα μαλλιά της.

Η Uwitware βρέθηκε αργότερα σε αστυνομικό τμήμα στην Καμπάλα. Ωστόσο, οι Αρχές δεν έχουν δημοσιεύσει ενημερώσεις σχετικά με την έρευνα [25] για την απαγωγή της.

Οι πολιτικοί δημοσιογράφοι – ειδικά όσοι καλύπτουν την πολιτική της αντιπολίτευσης – αντιμετωπίζουν συχνά απειλές περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είδος δημοσιογραφίας. Ωστόσο, οι γυναίκες δημοσιογράφοι είναι σε χειρότερη θέση, επειδή η κυβέρνηση πιστεύει ότι είναι πιο αδύναμες και εκφοβίζονται εύκολα, σύμφωνα με τον Mukose Arnold Anthony, γραμματέα για την ασφάλεια των ΜΜΕ και τα ανθρώπινα δικαιώματα της Ένωσης Δημοσιογράφων της Ουγκάντα ​​(UJA), ο οποίος μίλησε στο Global Voices μέσω WhatsApp στις 3 Απριλίου.

Όταν πρόκειται για σεξουαλική παρενόχληση στο διαδίκτυο, “οι γυναίκες δημοσιογράφοι φοβούνται να ανοιχτούν…αν και μερικές…αποκαλύπτουν. Η πλειοψηφία καταλήγει να πεθάνει σιωπηλά”, είπε ο Anthony.

Οι γυναίκες δημοσιογράφοι ενδέχεται να αντιμετωπίζουν επιπλέον ψυχολογική βλάβη, παραβίαση της ιδιωτικότητας, απώλεια ταυτότητας, περιορισμό της κινητικότητας, λογοκρισία και απώλεια περιουσίας ως αποτέλεσμα της δουλειάς τους, σύμφωνα με μελέτη της UNESCO για την ελευθερία έκφρασης [26] στην Αφρική, που δημοσιεύθηκε το 2018.

Και, σύμφωνα με μια μελέτη του Δικτύου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για Δημοσιογράφους [27]-Ουγκάντα ​​το 2018, το 12% των γυναικών δημοσιογράφων υπέστησαν κακοποιήσεις και παραβιάσεις, συμπεριλαμβανομένων θανατικών απειλών και συλλήψεων. Τα τρία τέταρτα των γυναικών δημοσιογράφων υπέστησαν παραβιάσεις από κρατικούς υπαλλήλους (π.χ. αστυνομία, περιφερειακούς επίτροπους και άλλους φορείς ασφαλείας).

Επιθέσεις και παρενόχληση

Η Ουγκαντιανή δημοσιογράφος Bahati Remmy αντιμετώπισε επιθέσεις και παρενόχληση στη δουλειά της ως γυναίκα ρεπόρτερ. Φωτογραφία: Bahati Remmy, δημόσιος λογαριασμός στο Paydesk, χρήση με άδεια.

Η Bahati Remmy, Ουγκαντιανή δημοσιογράφος που εργάζεται τώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, είπε στο Global Voices ότι εγκατέλειψε την δημοσιογραφία στην Ουγκάντα, επειδή ένιωθε εξουθενωμένη μετά την τρομακτική εμπειρία της, ενώ κάλυπτε τις εκλογές στην Ουγκάντα το 2016.

Η αστυνομία της Ουγκάντα συνέλαβε την Remmy κατά τη διάρκεια απευθείας μετάδοσης για το ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι ΝBS, όπου κάλυπτε την κατ’ οίκον σύλληψη [28] του πολιτικού αντιπολιτευόμενου Δρ. Kizza Besigye στην πόλη Καζανγκάτι.

Η Remmy είπε στο Global Voices:

The police engaged in a running battle not to allow any journalists to cover the story concerning Besigye.

Η αστυνομία ξεκίνησε μάχη για να μην επιτρέψει σε δημοσιογράφους να καλύψουν την είδηση σχετικά με τον Besigye.

Οι αστυνομικοί πασπάτευαν τα στήθη της στο αστυνομικό βανάκι, την έγδυσαν στο τμήμα και εξέθεσαν το γυμνό της σώμα μπροστά σε κάμερα, σύμφωνα με την ίδια.

Επίσης, την παρακολουθούσε και παρενοχλούσε αστυνομικός στο Facebook, επειδή η κυβέρνηση της Ουγκάντας πίστευε ότι είχε συνεργαστεί με τον Besigye για να μολύνουν την εικόνα της χώρας. Είπε στο Global Voices ότι ανώνυμα σημειώματα στην πόρτα της απειλούσαν να την απαγάγουν, αν αρνούνταν να αποκαλύψει τη διαδρομή εξόδου του Besigye από το σπίτι του.

Μετά τη σύλληψη της Remmy, το Δίκτυο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για Δημοσιογράφους-Ουγκάντα πραγματοποίησε δημοσκόπηση [29] για να εκτιμήσει την κοινή γνώμη σχετικά με τη δοκιμασία αυτή. Ρώτησαν: “Η αστυνομία της Ουγκάντα ισχυρίστηκε ότι η δημοσιογράφος του NBS TV Bahati Remmy παρέβη τις νόμιμες εντολές και εμπόδισε επίσης αστυνομικούς εν ώρα καθήκοντος, οδηγώντας στη σύλληψή της. Συμφωνείτε;”

Ο Magambo Emmanuel έγραψε:

It is a lame excuse and total lie because there is video footage that shows how Bahati was arrested. Police should stop shifting their problems to innocent journalists.

Είναι μια χαζή δικαιολογία και απόλυτο ψέμα, γιατί υπάρχουν βίντεο, που δείχνουν πώς συνελήφθη η Bahati. Η αστυνομία πρέπει να σταματήσει να μεταφέρει τα προβλήματά της σε αθώους δημοσιογράφους.

Ο Davide Lubuurwa έγραψε:

…Whoever tries to let the people know how the state is standing is to be arrested. A very big problem is coming to Uganda soon. What bothers me most is that whoever tries to say something that is not in support of the current regime is taken to be a rebel so the Ugandan people must wake up.

… Όποιος προσπαθεί να ενημερώσει τον κόσμο πώς στέκεται το κράτος, συλλαμβάνεται. Ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα έρχεται σύντομα στην Ουγκάντα. Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο είναι ότι όποιος προσπαθεί να πει κάτι, που δεν υποστηρίζει το τρέχον καθεστώς, θεωρείται επαναστάτης, οπότε ο λαός της Ουγκάντα πρέπει να ξυπνήσει.

Πολλές δημοσιογράφοι στην Ουγκάντα ​​έχουν σταματήσει να δημοσιεύουν ειδήσεις επικριτικές προς την κυβέρνηση, επειδή φοβούνται επιθέσεις και παρενοχλήσεις από το κράτος. Επαγγελματίες των ΜΜΕ [30] δήλωσαν ότι οι κυβερνητικοί φορείς και οι πράκτορες ασφαλείας καλούν περιστασιακά συντάκτες και τους καθοδηγούν “να μην δημοσιεύουν ειδήσεις, που απεικονίζουν αρνητικά την κυβέρνηση”.

Αυτές οι επιθέσεις συχνά δεν αναφέρονται – ειδικά για τις γυναίκες – γεγονός που δυσχέραινε επίσης την κατανόηση της πλήρους έκτασης αυτού του προβλήματος.

Η Remmy έσυρε την κυβέρνηση της Ουγκάντας στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ουγκάντα, αλλά μέχρι σήμερα δεν υπήρξε ενημέρωση για την υπόθεσή της. Η επιτροπή δεν διαθέτει την απαιτούμενη ανεξαρτησία για να αποφανθεί υπέρ όσων υποβάλλουν καταγγελίες κατά της κυβέρνησης. Τα επτά μέλη της, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της, διορίζονται [31] από τον πρόεδρο με την έγκριση του κοινοβουλίου. “Είναι προκατειλημμένοι”, είπε η  Remmy, προσθέτοντας: “Έχουν τεράστια καθυστέρηση και οι περισσότερες από τις υποθέσεις, που θέλουν να εξετάσουν, είναι υποθέσεις, που υποβάλλονται από την κυβέρνηση”.

Πολλές απειλές, που αντιμετωπίζουν γυναίκες δημοσιογράφοι στο Διαδίκτυο, συνδέονται στενά με την κακοποίηση εκτός διαδικτύου.

Η Remmy πιστεύει ότι το δικαίωμα, η κατάσταση και η αξιοπρέπεια των γυναικών δημοσιογράφων πρέπει να γίνονται σεβαστά ανά πάσα στιγμή, επειδή οι επιθέσεις κατά των γυναικών σιωπούν τα μέσα ενημέρωσης στο σύνολό τους.

Καθώς η Ουγκάντα ​​σκοπεύει να διεξαγάγει προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές το 2021, οι επιθέσεις και η παρενόχληση γυναικών δημοσιογράφων από το κράτος πρέπει να σταματήσουν, διότι επηρεάζει την πρόσβαση στην ενημέρωση, την ελευθερία έκφρασης και τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών της Ουγκάντας.

«Η ελευθερία του Τύπου παραμένει ένα υπονομευμένο παιδί στο σύστημα της χώρας», δήλωσε η Remmy στο Global Voices.

Αυτό το άρθρο αποτελεί μέρος μιας σειράς ονόματι “Η μήτρα ταυτότητας: ρύθμιση πλατφόρμας διαδικτυακών απειλών κατά της έκφρασης στην Αφρική”. Αυτές οι δημοσιεύσεις αναλύουν τη διαδικτυακή ρητορική μίσους ή τις διακρίσεις, που βασίζονται στην ταυτότητα με βάση τη γλώσσα ή τη γεωγραφική προέλευση, την παραπληροφόρηση και την παρενόχληση (ιδιαίτερα κατά γυναικών ακτιβιστών και δημοσιογράφων), οι οποίες επικρατούν σε ψηφιακούς χώρους επτά αφρικανικών χωρών: Αλγερίας, Καμερούν, Αιθιοπίας, Νιγηρίας, Σουδάν, Τυνησίας και Ουγκάντας. Το εγχείρημα χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ψηφιακών Δικαιωμάτων της Αφρικής [32] της Συνεργασίας για τη Διεθνή Πολιτική ΤΠΕ για την Ανατολική και Νότια Αφρική (CIPESA [33]).